Τον φόβο του έναντι του εθνικού διχασμού και της διχόνοιας επισημαίνει ο Γιώργος Νταλάρας τονίζοντας ταυτόχρονα ότι θυμώνει από τα τσιτάτα και τις «αψιμαχίες των πολιτικών, την ώρα που ο κόσμος αγωνιά, υποφέρει, έχει χάσει την εμπιστοσύνη του». Σημειώνοντας την ανάγκη να κατέβει η… ένταση μιλά για το τραγούδι τη μουσική και την αδυναμία του στις λαϊκές και παραδοσιακές μουσικές της Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Λατινικής Αμερικής.
Ο Γιώργος Νταλάρας στη συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο υπογραμμίζει την ανάγκη της απομόνωσης των νεοφασιστικών, αλλά και των ακραίων εθνικιστικών στοιχείων, που ιστορικά αναβιώνουν σε περιόδους κρίσης. Ταυτόχρονα αναφέρει ότι δεν πρέπει κανείς να ρίχνει λάδι στη φωτιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «καλύτερα να κατεβάσουμε λίγο τις εντάσεις, όπως το έλεγε ο Κουγιουμτζής στο τραγούδι «Λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά»
«θεωρώ» τονίζει στη συνέχεια «τον εαυτό μου κυρίως μουσικό, ψάχνω αυτές που λέμε εθνικές μουσικές αυτών των χωρών και με γοητεύουν. Το ρεμπέτικο, το φλαμένκο, τα φάντος, τα σεφραδίτικα, τα μπλουζ, τα κέλτικα, οι ιρλανδικές μπαλάντες, η αραβική μουσική και βέβαια τα δικά μας παραδοσιακά τραγούδια, η βυζαντινή μουσική, τα σμυρναίικα, είναι ένας ολόκληρος θησαυρός»
Επίσης αναφέρεται στα παραδοσιακά τραγούδια και τονίζει «Για μένα, ένας δίσκος με παραδοσιακά τραγούδια ύστερα από τόση μελέτη, είναι κάτι πραγματικά νομοτελειακό, αυτό που σωστά είπατε παρακαταθήκη. Οταν ήμουν πιο μικρός, έλεγα ''''όχι ακόμα, δεν είμαι έτοιμος''''. Τώρα σκέφτομαι μήπως είναι αργά. Σε κάθε περίπτωση, η τελική καταγραφή αυτού του υλικού είναι μια σκέψη που μου τριβελίζει το μυαλό. Με δελεάζει από τη μια και μου δημιουργεί αίσθημα μεγάλης ευθύνης από την άλλη».
Συνέντευξη στους Γιώργο Μυλωνά και Γιώργο Μπαλγκά
- Ποιο είναι σήμερα το λαϊκό τραγούδι -αν υπάρχει- και ποιο είναι το κοινό σας; Αν άλλαξε, γιατί άλλαξε;
Πάντα υπήρχε λαϊκό τραγούδι και θα συνεχίσει να υπάρχει. Ίσως δεν πρέπει να μπερδεύουμε όμως το λαϊκό τραγούδι με τους ερμηνευτές, που έχουμε μάθει να αποκαλούμε ευρύτερα λαϊκούς τραγουδιστές. Εννοώ μ' αυτό ότι λαϊκά σημερινά τραγούδια, πολύ περισσότερο, εγώ θεωρώ αυτά του Μάλαμα ή του Περίδη, ας πούμε, που ταυτίζονται ή είναι συνέχεια των τραγουδιών του Καλδάρα, του Ακη Πάνου, του Νικολόπουλου, παρά τα σουξέ των νυχτερινών κέντρων. Ευτύχησα να βρίσκω πάντα καλά λαϊκά τραγούδια.
Όλοι οι τελευταίοι δίσκοι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, έχουν τέτοια τραγούδια. Και στιχουργικά, αλλά και μουσικά. Τα «Θαλασσινά παλάτια» του Βαγγέλη Κορακάκη, «Τα άστεγα» του Νίκου Πλατύραχου, που πιο πολύ έχουν το ύφος του ρεμπέτικου. Επίσης τα τραγούδια του Ανδρέα Κατσιγιάννη στον δίσκο «Πες το για μένα», αλλά και τα τελευταία του Γιώργου Καζαντζή στον δίσκο «Έρωτας ή τίποτα» είναι σύγχρονα λαϊκά τραγούδια, αυτά που λέμε έντεχνα. Το «Στα μισά του έρωτα βγαίνει ο δολοφόνος» της Ελένης Φωτάκη, δεν είναι λαϊκό τραγούδι; Ή ακόμα και οι «Κλειδαριές» της Ελεάνας Βραχάλη και του Γιώργου Σαμπάνη που λέμε με τον Μπάμπη Στόκα;
Λαϊκά τραγούδια θα υπάρχουν πάντα όσο υπάρχουν συνθέτες που αγαπούν την ελληνική μουσική, τη γνωρίζουν, τη μελετούν και όσο υπάρχουν καλοί στιχουργοί. Μπορεί να μην παίζονται πολύ στα ραδιόφωνα, μπορεί να μην κατακλύζουν τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και γνωστά γίνονται και αγαπιούνται από τον κόσμο, διαρκούν και δρουν ευεργετικά υπογείως.
Όσο για το κοινό που λέτε, υπάρχει πάντα μια μεγάλη βάση έπειτα από τόσα χρόνια, αλλά υπάρχει και ένα νέο κοινό, πιο συνειδητοποιημένο, που σκαλίζει λίγο πέρα από την επιφάνεια. Αυτό που άλλαξε είναι κυρίως η ροή μέσα απ' τα μέσα, τα ραδιόφωνα. Αν δηλαδή ψάξετε τα 100 ή τα 150 πρώτα τραγούδια σε μεταδόσεις, μπορεί να βρείτε ελάχιστα ή και καθόλου τραγούδια σαν και αυτά που σας προανέφερα. Γιατί τα περισσότερα ραδιόφωνα παίζουν έτοιμες λίστες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και τ' άλλα δεν «εγγράφονται» στο μυαλό και τις προτιμήσεις των ανθρώπων. Και επίσης έχει σημασία και ποιο κοινό ακούει τι.
- Έχετε τραγουδήσει σχεδόν όλα τα είδη - ρεμπέτικα, λαϊκά, ροκ, λάτιν, πολιτικά τραγούδια. Διαχρονικά, ωστόσο, υπάρχει ένα αόρατο νήμα που σας συνδέει με την παραδοσιακή μουσική της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου.
- Φαίνεται ότι η προσπάθειά μου έχει πιάσει τόπο! Είναι αλήθεια ότι έχω ιδιαίτερη αδυναμία στις λαϊκές και παραδοσιακές μουσικές της Μεσογείου και των Βαλκανίων, αλλά όχι μόνο, και της Λατινικής Αμερικής. Επειδή θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως μουσικό, ψάχνω αυτές που λέμε εθνικές μουσικές αυτών των χωρών και με γοητεύουν. Το ρεμπέτικο, το φλαμένκο, τα φάντος, τα σεφραδίτικα, τα μπλουζ, τα κέλτικα, οι ιρλανδικές μπαλάντες, η αραβική μουσική και βέβαια τα δικά μας παραδοσιακά τραγούδια, η βυζαντινή μουσική, τα σμυρναίικα, είναι ένας ολόκληρος θησαυρός.
- Ποια είναι η σχέση σας με το δημοτικό τραγούδι; Θα βάζατε στα σχέδιά σας μια δισκογραφική δουλειά - παρακαταθήκη;
- Τώρα ξύνετε πληγές. Έχω κάνει την παραγωγή και έχω τραγουδήσει μερικά τραγούδια στον δίσκο του θρυλικού Χρόνη Αηδονίδη «Τ' αηδόνια της Ανατολής». Είμαι πολύ περήφανος γι' αυτή τη δουλειά. Εδώ και 40 χρόνια παλεύω με τον εαυτό μου και μελετάω τα παραδοσιακά τραγούδια. Σας θυμίζω τις εκτελέσεις από το Μέγαρο Μουσικής από τις παραστάσεις που σκηνοθέτησε ο Κώστας Γαβράς με τίτλο «Και με φως και με θάνατο ακαταπαύστως». Εκεί υπάρχουν αρκετά παραδοσιακά τραγούδια, τραγουδισμένα και κυρίως παιγμένα με πολύ μεράκι από σπουδαίους μουσικούς. Μέσα στα άμεσα σχέδια, λοιπόν, είναι να εκδοθεί χωριστά, γιατί είχε κυκλοφορήσει μόνο σε βίντεο τότε, το ηχητικό μέρος αυτής της δουλειάς. Και από την άλλη, υπάρχουν και άλλα τραγούδια στο αρχείο. Δεν είμαι σίγουρος.
Για μένα ένας δίσκος με παραδοσιακά τραγούδια ύστερα από τόση μελέτη, είναι κάτι πραγματικά νομοτελειακό, αυτό που σωστά είπατε παρακαταθήκη. Όταν ήμουν πιο μικρός, έλεγα «όχι ακόμα, δεν είμαι έτοιμος». Τώρα σκέφτομαι μήπως είναι αργά. Σε κάθε περίπτωση, η τελική καταγραφή αυτού του υλικού είναι μια σκέψη που μου τριβελίζει το μυαλό. Με δελεάζει από τη μια και μου δημιουργεί αίσθημα μεγάλης ευθύνης από την άλλη.
- Στις συνεντεύξεις που δίνετε, στον δημόσιο λόγο σας γενικά, φαίνεστε άνθρωπος της καταλλαγής. Τι σας θυμώνει αλήθεια;
Δεν είμαι άνθρωπος της καταλλαγής, αλλά επειδή μεγάλωσα μόνος μου από μικρό παιδί, έχω δυνατές αναμνήσεις από τα τέλη της δεκαετίας του ''50 ακόμα. Με φοβίζει πολύ η εθνική διχόνοια. Πιστεύω πολύ στην ανάγκη της απομόνωσης των νεοφασιστικών, αλλά και των ακραίων εθνικιστικών στοιχείων, που ιστορικά αναβιώνουν σε περιόδους κρίσης και με θυμώνουν τα συνθήματα, τα τσιτάτα, οι αψιμαχίες των πολιτικών για ελάσσονα ζητήματα, την ώρα που ο κόσμος αγωνιά, υποφέρει, έχει χάσει την εμπιστοσύνη του…
Ο κόσμος πενθεί πολιτικά. Και σ' αυτή την περίπτωση το να ρίχνεις λάδι στη φωτιά δεν βοηθάει. Όλοι έχουμε την ιστορία μας και τη διαδρομή μας και στο τέλος της μέρας όλοι έχουμε δώσει τις εξετάσεις μας στον κόσμο. Καλύτερα να κατεβάσουμε λίγο τις εντάσεις, όπως το έλεγε ο Κουγιουμτζής στο τραγούδι «Λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά».
- Ποια είναι η σκέψη που σας συνεφέρνει ώστε να κρατάτε τις ισορροπίες σας;
Αυτό που είπατε πριν. «Σιγανά και ταπεινά». Η φιλοσοφία του δημοτικού τραγουδιού. Και κάτι άλλο που το λέω και το ξαναλέω. Υπήρξα τυχερός άνθρωπος στη ζωή μου, έκανα δουλειά ζωής τ' όνειρό μου, τη μουσική, και το χειρότερο πράγμα που απέκτησα μαζί με τα καλά, είναι η φήμη. Αυτό δεν το ξεχνάω.
- Πάντοτε είχατε ένα αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Πώς το χειρίζεστε τώρα στην εποχή της κυβερνώσας Αριστεράς;
Η κοινωνική ευθύνη εκφράζεται μέσα απ' την επιλογή των τραγουδιών, των στίχων και τη συμμετοχή σε θέματα και σε περιπτώσεις που αξίζει, που πιάνει τόπο. Δεν έχει σχέση με τρέχουσες πολιτικές συγκυρίες. Υπάρχει ανάγκη για συμμετοχή. Και σε μουσικές εκδηλώσεις και σε κοινωνικά γεγονότα, αλλά και παρουσία δυναμική σε θέματα που έχουν σχέση με την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων στον ψηφιακό κόσμο ή με τα πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα.
- Κάποτε τραγουδούσατε το «Να ''τανε το ''21». Τι σύνθημα θα τραγουδούσατε σήμερα;
Ε, το «Να ''τανε το ''21» ήταν τραγούδι του Κουγιουμτζή και της Σώτιας Τσώτου. Δεν ήταν δικό μου. Τώρα που το λέτε έχετε δίκιο. Πολλά από τα τραγούδια έγιναν, αν όχι συνθήματα, καθολική έκφραση. Το «Αχ χελιδόνι μου», μετά το «Δέντρο», μετά τα «Παραπονεμένα λόγια», μετά το «Στο ίδιο έργο θεατές» και βέβαια το «Ανεμολόγιο». Ίσως αυτό είναι το πιο επίκαιρο. Μαζί και ένα τραγούδι, όχι πολύ γνωστό αλλά σημαδιακό, το «Εσωτερικές ειδήσεις» του Μιχάλη Γκανά και του Μιχάλη Χριστοδουλίδη. Ακούστε το αν σας δοθεί η ευκαιρία.
- Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται;
- Δεν θα ήθελα να θυμούνται εμένα. Θα ήθελα πάρα πολύ όμως να θυμούνται τα τραγούδια που τραγούδησα, γιατί από μικρό παιδί τα έψαξα, τα διάλεξα με πολλή περίσκεψη, κόπο, πόνο, αγωνία και πολλή αγάπη. Έχω έρωτα εγώ με το καλό τραγούδι, ξέρετε.
«Γινόμαστε πιο επιλεκτικοί»
- Όταν κάποτε οι πολιτικές ζητούσαν το αδύνατο, υπήρχε στο τραγούδι ένα ισχυρό ζητούμενο. Σήμερα υπάρχει κάτι τέτοιο μέσα σας ή τα πράγματα που ζητάτε ανήκουν στη σφαίρα του ιδιωτικού; Ας πούμε, ο χρόνος με τα εγγόνια σας, τα μαστορέματα ή όταν παίζετε κιθάρα;
Πάντα υπάρχει στο τραγούδι ένα ισχυρό ζητούμενο και καλλιτεχνικό, γιατί όσο ωριμάζουμε αυξάνονται και οι απαιτήσεις μας από τον ίδιο μας τον εαυτό. Γινόμαστε πιο επιλεκτικοί και εκλεκτικοί στις συνεργασίες μας, στις μουσικές μας αναζητήσεις, σε όλα. Αλλά και κοινωνικά. Και απ' την άλλη μεριά έχουμε ανάγκη και από την ησυχία, τη θάλασσα, τη βάρκα, τα μαστορέματα, όπως πολύ σωστά λέτε και βέβαια τις φωνές και την παρέα αυτών των δυο μικρών τρομερών αγοριών, που ηχούν στ' αυτιά μου σαν δέκα συμφωνικές μαζί. Τους αρέσει όμως, να ξέρετε, να έρχονται στο στούντιο και να με βλέπουν να μελετάω. Και σ' αυτό είμαι τυχερός.
- Ο χρόνος πάντως μοιάζει να σας έχει φερθεί καλά. Νιώθετε τυχερός;
Βέβαια. Για τα τραγούδια που είπα, για τους σπουδαίους συνθέτες και ποιητές που με προίκισαν με τα τραγούδια τους και τη φιλία τους, για τον κόσμο που μ' εμπιστεύθηκε και με πίστεψε και με κάθε ειλικρίνεια θέλω να σας πω ότι τον πίστεψα και τον τίμησα κι εγώ όσο καλύτερα μπορούσα. Και ακόμη για τους πολύτιμους φίλους μου και την οικογένειά μου και τελικά ναι, ο χρόνος μου φέρθηκε καλά. Νιώθω γερός και δυνατός.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 15 Μαρτίου