Την περασμένη εβδομάδα οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Καναδά και των ΗΠΑ αποφάσισαν στο πλαίσιο της συνάντησης των G7, των επτά ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, την προώθηση ενός ελάχιστου εταιρικού φόρου της τάξης του 15%.
Η είδηση αυτή έγινε δεκτή με ανάμεικτα συναισθήματα στη χώρα μας με την κυβέρνηση και την πλειοψηφία των αριστερών αναλυτών να επικροτούν και τη φιλελεύθερη μειοψηφία να αγανακτεί.
Αυτή η αγανάκτηση οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους.
Πρώτα και κύρια, η απόφαση των G7 στερείται πλήρως νομιμοποίησης. Επτά πανίσχυρες χώρες, με μέσο όρο εταιρικής φορολογίας το 2020 το 24%, συνεδρίασαν και αποφάσισαν να ωθήσουν (δηλαδή να εκβιάσουν) την παγκόσμια κοινότητα να υιοθετήσει τον προτεινόμενο ελάχιστο φόρο.
Αυτό όμως γίνεται χωρίς καμία από τις χώρες αυτές ή το σύνολό τους (G7) να έχουν την παραμικρή νομική, ηθική, ή οικονομική δικαιοδοσία να επιχειρούν να επιβάλλουν μία τέτοια πολιτική.
Όταν αντίστοιχες κινήσεις ενορχήστρωσης του ανταγωνισμού αντιμετωπίζονται στην πραγματική οικονομία, τις χαρακτηρίζουμε ως καρτέλ με μόνη διαφορά ότι στην προκειμένη περίπτωση οι G7 και οι θιασώτες της πρότασής τους, ανοίγουν μία διάπλατη «κερκόπορτα» στους ισχυρούς να καθορίζουν πολιτικά ζητήματα που μέχρι σήμερα ανήκαν αμιγώς στην εσωτερική πολιτική.
Οι άνθρωποι και οι κυβερνήσεις που ενδιαφέρονται πραγματικά για την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία των χωρών τους, οφείλουν να αντισταθούν σε αυτό το καρτέλ αντί να το επικροτούν, ακόμα και αν συμφωνούν επί της αρχής με τα υποτιθέμενα οφέλη της συγκεκριμένης πολιτικής.
Εξίσου σημαντική είναι και η οικονομική πρόοδος που έχει επιτελεστεί στα χρόνια του φορολογικού ανταγωνισμού. Οι συντελεστές της εταιρικής φορολογίας τα τελευταία 40 χρόνια έχουν μειωθεί περισσότερο από 15% παγκοσμίως - πράγμα που σημαίνει ότι οι καταναλωτές απολαμβάνουν φθηνότερα προϊόντα, οι εργαζόμενοι μεγαλύτερους μισθούς, και οι επενδυτές καλύτερες αποδόσεις.
Μάλιστα, η θεαματική αυτή μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη σε ό,τι αφορά τους G7, καθώς στις χώρες αυτές το 1980 ο μέσος όρος ήταν κοντά στο 50% ενώ τώρα βρίσκεται στο 28%.
Σύμφωνα με τη λογική που προάγουν οι υποστηρικτές του ακραίου αυτού μέτρου, μία τέτοια μείωση θα έπρεπε λογικά να οδηγήσει σε μειωμένα έσοδα από την φορολόγηση των επιχειρήσεων.
Όμως σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα έσοδα των G7 από την εταιρική φορολογία ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερα σήμερα από ότι πριν 40 χρόνια.
Ο φορολογικός ανταγωνισμός πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία, σε όλα τα επίπεδα, διότι όπως αναφέρει και το έγκυρο Tax Foundation «βοηθά στο να διατηρηθούν οι φορολογικοί συντελεστές στο βέλτιστο επίπεδο και συγκρατεί τις κρατικές σπατάλες».
Τέλος, η πρόταση για τον κατώτατο εταιρικό φόρο ενδέχεται να έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για περίπου 30 χώρες όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία, και η Μολδαβία, που έχουν κατορθώσει να κρατήσουν τους συντελεστές τους χαμηλούς (ή να μην επιβάλλουν καν ενιαίο εταιρικό φόρο) προκειμένου να προσελκύσουν επενδύσεις και να προσφέρουν καλύτερες και περισσότερες ευκαιρίες στους πολίτες τους.
Παράλληλα, η ευόδωση του κατώτατου φόρου θα στερήσει και τη δυνατότητα από φτωχότερες χώρες που θέλουν να κινηθούν προς μία πιο αναπτυξιακή τροχιά τη δυνατότητα να προσφέρουν σε επιχειρήσεις, καταναλωτές και εργαζόμενους καλύτερες συνθήκες.
Και όλα αυτά θα συμβάλλουν στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρίς να υπάρχει καν επαρκής τεκμηρίωση για την αναγκαιότητα ή ακόμα και τα προσδοκώμενα οφέλη τέτοιας ριζοσπαστικής κίνησης.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω τα γνωρίζουν οι πολιτικοί που οραματίστηκαν αυτή την πρωτοβουλία.
Επιλέγουν όμως να τα αγνοούν γιατί αφενός τους είναι πολιτικά επωφελές (ιδιαίτερα στην περίπτωση Μπάιντεν και της αριστερής στροφής του δημοκρατικού κόμματος) και αφετέρου επειδή η επερχόμενη δημοσιονομική επέκταση της μετά-πανδημίας περιόδου απαιτεί έκτακτα εισπρακτικά μέτρα που δεν θα αποδώσουν αν υπάρχει η ελευθερία του φορολογικού ανταγωνισμού.
*Ο Αλέξανδρος Σκούρας είναι πρόεδρος του ΚΕΦίΜ