Του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο φίλος μου ο Γιώργης άρχισε φέτος να ανασαίνει οικονομικά, μετά από έξι χρόνια ταλαιπωρίας και ζορίσματος. Ρύθμισε επιτέλους ένα δάνειο στην τράπεζα που του διέλυε τις μέρες, μπήκε στις 120 δόσεις, αλλά κυρίως πήρε τα πάνω της η δουλειά του κι άρχισε να αποδίδει. Όχι πολλά, αλλά ελπιδοφόρα. Οπότε αποφάσισε ότι ξαναμπαίνει στο παιχνίδι της ζωής και με κάλεσε για ένα τραπέζι σπίτι του.
Πλουσιοπάροχο ήταν ομολογουμένως. Ωραίο φιλέτο, γαλλικά τυριά, ένα καταπληκτικό ιταλικό κρασί και κάτι εξωτικά φρούτα που δεν ήξερα ούτε πως καθαρίζονται, ούτε πως τρώγονται. Χάρηκα για το κουβαρνταλίκι του, διότι ξέρω καλά ότι πριν μια πενταετία ήταν μέσα στην δυστυχία, ζητούσε δανεικά για να περάσει. Του την είπα όμως ευθέως και δίχως περιστροφές: «Γιωργάκη, μάλλον δεν σε δίδαξε τίποτα η κρίση. Μόλις ξελάσκαρες λίγο, άρχισες τα παλιά βλέπω.»
Αντέδρασε. «Κάνεις λάθος» μου είπε. «Όλα αυτά που βλέπεις πάνω στο τραπέζι, τα 'χω πάρει μέσα από πολύ ψάξιμο και σε πάρα πολύ καλές τιμές. Παλιά έδινα τα λεφτά μου έτσι, δίχως να ρωτώ πόσο κάνει το ένα ή το άλλο προϊόν. Τώρα τα ψάχνω.» Τον κοίταξα γεμάτος αμφιβολίες. «Ρε συ, αφού όλα αυτά είναι ξένα. Γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά. Τι φτηνότερα μου λες;» Η κατηγορηματικότητα της απάντησης του με τάπωσε: «Κι όμως, είναι και καλύτερα και φθηνότερα απ' τα ελληνικά.»
Δεν μιλάμε τώρα για αυτοκίνητα, αλλά για τρόφιμα. Δεν μιλάμε για υψηλής τεχνολογίας προϊόντα, αλλά για τα ράφια του σούπερ μάρκετ και τα ψυγεία του χασάπη. Εγώ από βίτσιο αγοράζω μόνο «ντόπια», οπότε δεν έχω επίγνωση των τιμών των εισαγόμενων, ούτε της ποιότητας τους. Για να πάρω λεμόνια Χιλής ή Ισραήλ, θα πρέπει να είναι εντελώς άδεια τα τελάρα με τα λεμόνια Πόρου ή Κρήτης. Ο Γιώργος όμως δεν το βλέπει έτσι. Συγκρίνει ποιότητα και τιμές και αγοράζει δίχως εθνικού τύπου κριτήρια. Παγκοσμιοποιημένος τύπος.
Αν όμως τώρα που παίρνει κάπως τα πάνω της η οικονομία, εμείς αρχίσουμε να σαρώνουμε τα εισαγόμενα από τα ράφια (διότι ελληνικά αυτοκίνητα και κινητά τηλέφωνα έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν), τότε δεν ξαναχτίζουμε την μελλοντική οικονομική μας κρίση; Παλιομοδίτικη λίγο η συζήτηση, πλην ποτέ δεν έπαψε να είναι μέρος του πραγματικού οικονομικού παιχνιδιού που παίζεται γύρω μας. Τα ελληνικά προϊόντα είναι ακριβότερα απ' τα εισαγόμενα (κατώτερα δεν το πολυδέχομαι), άρα αγοράζω ξένα, άρα μειώνω τον τζίρο των ελληνικών, άρα σε λίγο τα δικά μας θα πάψουν να υπάρχουν εντελώς. Και τότε τα παιδιά μας που θα δουλέψουν; Είτε στον τουρισμό, είτε θα φύγουν έξω.
Ναι, αλλά από την άλλη, γίνεται ο πιεσμένος Έλληνας καταναλωτής να επιδοτεί αενάως τα ελληνικά προϊόντα εις βάρος των οικονομικών του δυνατοτήτων, μόνο και μόνο επειδή είναι ελληνικά; Κι αν τα ελληνικά ζουν απ' αυτή την «επιδότηση», έχουν κανένα κίνητρο να γίνουν πιο ανταγωνιστικά απέναντι στα ξένα σε βάθος χρόνου; Διότι αυτό είναι το ζητούμενο. Αν γίνουν ανταγωνιστικά στους Έλληνες καταναλωτές, θα γίνουν και στους ξένους. Μαζί πάνε αυτά.
Χαριτωμένη συζήτηση που την κάνουμε από τον καιρό που υπήρχε η κρατική διαφήμιση «εισαγόμενος είμαι;» Γκουγκλάρετε για να τη δείτε όσοι δεν την ξέρετε, για να διαπιστώσετε πως όλα ίδια μένουν παρά τις δεκαετίες που περνούν. Μόνο που τώρα ο Έλληνας έγινε υποχρεωτικά πιο ορθολογιστής στα οικονομικά του λόγω της κρίσης, είναι υποχρεωτικό να λυθεί αυτό το φαινομενικά άλυτο πρόβλημα. Και προφανώς δεν θα λυθεί με θεωρίες του τύπου «αυξάνουμε τους μισθούς για να έρθει η ανάπτυξη», ούτε με απλές επικλήσεις στην εθνική μας ευθύνη διότι δεν αποδίδουν πια αυτά.
Ασφαλώς χρειάζεται μια κάποια εθνική υπευθυνότητα του Έλληνα καταναλωτή μέχρι του σημείου που αντέχει και μια αντίστοιχη οικονομική και διαχειριστική υπευθυνότητα της ελληνικής επιχείρησης ώστε να μην αντιμετωπίζει τον Έλληνα ως κορόιδο. Από κει και πέρα, είναι το τραπεζικό σύστημα, η αναπτυξιακή νομοθεσία του ελληνικού κράτους και το καινοτόμο μυαλό του Έλληνα παραγωγού ή επιχειρηματία, που μπορούν να δημιουργήσουν μια ελληνοκεντρική αλλά παράλληλα εξωστρεφή ανάπτυξη. Δύσκολο πράγμα να συντονιστούν όλοι αυτοί, θα πείτε. Σύμφωνοι, αλλά ζούμε σε δύσκολους καιρούς που δεν σηκώνουν απλές λύσεις.