Η ζωή των αρχαίων προγόνων μας είχε πολλές ευκαιρίες για γιορτές, καθώς αυτή ήταν η μόνη μαζική ψυχαγωγία. Χωρίς τηλεόραση, ραδιόφωνο, σινεμά και οτιδήποτε στηρίζεται στην σημερινή τεχνολογία, αλλά και ιδιαιτέρως ευλαβείς, οι αρχαίοι Έλληνες εόρταζαν πολλούς θεούς, όπως σήμερα γιορτάζουμε τη μνήμη των αγίων. Τότε, η γέννηση κάθε θεού έπαιζε ξεχωριστό ρόλο στους δημόσιους εορτασμούς.
Οι πρόγονοί μας, δεν γιόρταζαν, βέβαια, Χριστούγεννα. Λάμβαναν όμως μέρος στις γιορτές των λαών που υπήρχαν τότε, με τις οποίες σημειωνόταν το χειμερινό ηλιοστάσιο, γιορτάζοντας τη γέννηση του Διονύσου, αν και όχι με τη μεγαλοπρέπεια, π.χ., της γέννησης της Παρθένου θεάς Αθηνάς. (Η Αθηνά είχε γεννηθεί σύμφωνα με τους μύθους περί τον Δεκαπεντεύγουστο). Ο Ήλιος, σε κάθε περίπτωση, ήταν στο επίκεντρο εκείνης της λατρείας, καθώς μετά τις 21 Δεκεμβρίου αρχίζει και πάλι να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά και η ημέρα να μεγαλώνει.
Ο Ήλιος λατρεύτηκε από τους αρχαίους λαούς σαν θεός και η «αναγέννησή» του με το χειμερινό ηλιοστάσιο υπήρξε η αρχή για τη γέννηση μύθων για θεϊκές γεννήσεις εκείνη την εποχή. Οι γνώσεις Αστρονομίας ήταν λιγοστές τότε και οι άνθρωποι ερμήνευαν το φαινόμενο των ημερών που άρχιζαν να μεγαλώνουν από την 21η Δεκεμβρίου ως επιστροφή του ήλιου στη γη. Άρα, ως αναγέννησή του.
Οι αρχαίοι Έλληνες από τις γεννήσεις θεών στέκονταν περισσότερο στον Διόνυσο, τον οποίο αποκαλούσαν «σωτήρα» και «θείο βρέφος», καθώς κυοφορήθηκε στην… γάμπα του πατέρα του Δία. Ήταν ο «καλός ποιμένας», οι ιερείς του οποίου κρατούσαν την ποιμενική ράβδο, όπως και ο Όσιρις.
Ο Δίας πλάγιασε με την Σεμέλη, αλλά όταν ύστερα από δική της απαίτηση εμφανίζεται μπροστά της σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, εκείνη κεραυνοβολείται. Ο πατέρας των θεών αποσπά από την καιομένη γυναίκα το διττής φύσεως έμβρυο, το οποίο αποτελειώνει την κυοφορία του στο μηρό του Διός και γεννιέται με τον ίδιο τρόπο που γεννήθηκε η Αθηνά πάνοπλη από το κεφάλι του.
Έφηβος πια ο Διόνυσος βρισκόμενος σε πλήρη ευθυμία και ανεμελιά δέχεται επίθεση τιτάνων, οι οποίοι θανάτωσαν, διαμέλισαν και έφαγαν το παιδί. Η Αθηνά αντιλαμβανόμενη το φόνο σώζει την καρδιά, την προσκομίζει στον πατέρα των αθανάτων Δία κι αυτός από τη διασωθείσα καρδιά θα δημιουργήσει έναν νέο αθάνατο Διόνυσο.
Από τα μέσα Δεκεμβρίου (που τότε δεν λεγόταν έτσι) ξεκινούσαν διάφορες γιορτές αρχαίων λαών, με γέννηση ή ανα-γέννηση θεού. Οι πρόγονοί μας πριν από την καθιέρωση του Διονύσου, γιόρταζαν τα Κρόνια προς τιμήν του Κρόνου, αλλά το καλοκαίρι. Τα Κρόνια περιλάμβαναν πλήθος εκδηλώσεων, υπαίθριες αγορές και ανταλλαγές δώρων. Ανήμερα της γιορτής ήταν αργία, ενώ οι δούλοι μπορούσαν σε κλίμα ευφορίας και ελευθεριότητας να συμφάγουν, ακόμα και να λοιδορήσουν τα αφεντικά τους, σε ανάμνηση της “Χρυσής Εποχής” του ανθρώπινου γένους, όπου μόχθος και δουλειά ήταν έννοιες άγνωστες.
Η γιορτή στην Αθήνα δεν περιελάμβανε αιματηρές θυσίες, ούτε και την σφαγή ζώων. Γίνονταν όμως προσφορά άρτου και φρούτων. Είχε γενικά εξοχικό και αγροτικό χαρακτήρα. Ο Lucius Accius αναφέρει ότι τα Κρόνια γινόντουσαν στους αγρούς, ενώ ο Φολόχορος αναφέρει μόνο την εξοχή της Αττικής χωρίς ποτέ να αναφέρει την πόλη των Αθηνών.
Όμως οι Ρωμαίοι, καθιερώνουν τα δικά τους Σατουρνάλια (Σατούρνους είναι ο Κρόνος) τον χειμώνα, και συγκεκριμένα αυτές τις ημέρες, από τις 17 έως τις 23 Δεκεμβρίου. Τα Σατουρνάλια επέζησαν ως παράδοση κατά τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο.
Εν τω μεταξύ, ο Ιούλιος Καίσαρας, με τη συνδρομή του περίφημου αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη είχε καθιερώσει την πρώτη Ιανουαρίου ως πρωτοχρονιά. η 25η Δεκεμβρίου ήταν για τη Ρώμη, η μέρα της γέννησης του “αήττητου Ηλίου” και καθώς ο Ιησούς είναι ηλιακή θεότητα, όπως ο Απόλλων, ο Μίθρας, ή ο Ώρος, δεν ήταν δύσκολο να επιλεχθεί η συγκεκριμένη ημερομηνία από τις πολλές που προτείνονταν ως ημέρα γέννησής του, υιοθετώντας παράλληλα και την πληθώρα των εθίμων και των παραδόσεων που την ακολουθούν. Ο ορισμός της 25ης Δεκεμβρίου ως Χριστουγέννων έγινε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 529, ο οποίος εκείνη την ημέρα απαγόρευε την εργασία και την ανακήρυξε δημόσια αργία. Πάντως, θεωρείται πως η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ.