Κάθε βιβλίο του ήταν για μας γεγονός. Υπήρξε ο πρίγκιπας των Δυτικών Προαστίων. Μιλούσε για τους ανθρώπους τους, κατέγραφε μιαν ολόκληρη εποχή ρεαλιστικά και συνέτασσε την δική τους ανθρωπογεωγραφία. Ήταν ο καινούριος Γιάννης Ιωάννου για πολλούς από μας. Βαθύς, στοχαστικός, τολμηρός, ο Γεράσιμος Δενδρινός αναγνωρίζει πως ό,τι έχει γράψει, «το έχει επεξεργαστεί μέρες και μήνες στο μυαλό του». Και όσο για τις εμμονές;
«Όσοι γράφουν έχουν εμμονές κι επιβάλλεται να έχουν. Εννοώ όσους επινοούν και μεταπλάσσουν την πραγματικότητα, και όχι όσους την αντιγράφουν με το νι και με το σίγμα σαν τους δημοσιογράφους. Το ότι επιμένω στη δεκαετία του ’60 είναι μία εμμονή διαρκείας.» Θα μας πει ο συγγραφέας Γεράσιμος Δενδρινός μιλώντας μας για τα βιβλία του και γι’ αυτή την δεκαετία.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Υπάρχει τελετουργία γραφής, συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες που μπορείτε να γράψετε ή αυτά δεν έχουν για σας σημασία;
Η Γραφή, για όσους καταγίνονται με αυτή, αποτελεί ένα μυστήριο και ειδικά αυτή της Ποίησης – εκεί ίσως να εμπλέκεται κάποια μεταφυσική, σχετιζόμενη με ψυχικές και εγκεφαλικές λειτουργίες – είναι ο ρυθμός που το απαιτεί στο χτίσιμο των στίχων. Η Πεζογραφία όμως απαιτεί Χώρο, Χρόνο, αλλά προπάντων Δουλειά εξαντλητική, ειδικά όταν καταγράφεις ιστορίες μεγάλου μάκρους, όπως νουβέλες και μυθιστορήματα.
Ο δικός μου χώρος είναι κυρίως η περιοχή της Μάνδρας, της Ελευσίνας και όλο το λεηλατημένο εδώ και δεκαετίες Θριάσιο, και καταγράφει θέματα σύγχρονα αλλά και της δεκαετίας του ’60, από την οποία είναι αδύνατο να ξεκολλήσω, πλαστές οικογενειακές ιστορίες, στις οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος πρωτοστατεί η γιαγιά μου, που δεν είχε όμως καμία απολύτως σχέση με τη δική μου.
Ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα είναι θέματα επινοημένα, που περιέχουν χαρακτήρες και πραγματολογικά στοιχεία αυτής της εποχής, που ελέγχονται κατά τα διαδοχικά στρώματα της γραφής με πολύ κόπο και έρευνα. Η Αθήνα και ο Πειραιάς, τα μεγάλα αστικά κέντρα, ελάχιστα πρωτοστατούν στα βιβλία μου, όσο η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη. Επίσης το ταξίδι, είτε με τρένο ή με πούλμαν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, μου δημιουργεί συχνά ένα πεδίο επιλογής θεμάτων προς συζήτηση.
Όσον αφορά όμως αυτή, εδώ μπορώ να πω για τη σπουδαιότητα του διαλόγου μου με τον Θεσσαλονικιό φίλο και εξαιρετικό πεζογράφο Γιάννη Πατσώνη, που με κατευθύνει με τα επιχειρήματα και τις υποδείξεις του για την όσο το δυνατό καλύτερη απόδοση κειμένου, σεβόμενος το ύφος της γραφής μου. Ας σημειωθεί πως τα ευτράπελα κείμενα της δεκαετίας του ’60 γράφτηκαν εξαιτίας του – αυτός ήταν που επέμενε κι επιμένει ακόμα στην καταγραφή της εποχής, μιας που ανέκαθεν είχα επιφυλάξεις για τα κείμενα αυτά λόγω της μεγάλης μου ανασφάλειας και αυτός είναι που μελετά ό,τι γράφω, προτείνοντας μάλιστα και σοβαρές επεμβάσεις.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Για όλα τα κείμενα κρατάω σημειώσεις, αλλά, αν πρόκειται για μεγάλο, όπως ένα μυθιστόρημα, εκεί απαιτείται πλάνο που επεξεργάζομαι για πολύ καιρό. Το 1/5 της ύλης γράφεται σε αυτό το σχεδίασμα, αλλά, όταν από αυτό περνάω στη γραφή, αλλάζει πολλές φορές στην πορεία, ίσαμε το κείμενο να μην επιδέχεται άλλη επέμβαση και διαφοροποίηση. Τότε το αφήνω να στεγνώσει κάποιους μήνες, και, πριν εκδοθεί, το ξανακοιτάζω με ψυχρό μάτι – χώρια πόσα μπορεί να βρει ο επιμελητής του εκδοτικού οίκου, ιδίως προβλήματα ανακόλουθα και ακυριολεξίες που μου διέφυγαν.
Αξίζει να σημειωθεί πως όλες τις εκδοχές του κειμένου περνάνε από το εξονυχιστικό μάτι του Γιάννη Πατσώνη, που στα δύσκολα κι αδιέξοδα σημεία προτείνει πάντα την πιο ιδανική λύση – ακόμα και αφαίρεση χαλαρών σελίδων της αφήγησης. Κι όσο για το τέλος της ιστορίας, για μένα είναι καλύτερα να το γνωρίζω, γιατί προέχει και η τελική εντύπωση που προσφέρει το κείμενο στον απαιτητικό αναγνώστη. Μια αδόκιμη και επιπόλαια γραμμένη κατάληξη, μπορεί να εμβολίσει όλο τον αφηγηματικό ιστό.
Μεγάλη προσοχή πρέπει να υπάρχει σε κάθε μεγάλο κείμενο, ακόμα και στο διήγημα, που σε σύντομο διάστημα καλείσαι να προσφέρεις μια λύτρωση στον αναγνώστη, χωρίς να καταφεύγεις σε υπερρεαλιστικά τερτίπια. Σχετικά τώρα με τα δικά μου θέματα, γράφω για ανθρώπους που βρίσκονται σε αντιπαράθεση με το απροσδόκητο και ζητάνε εσπευσμένα λύση. Για πολλούς συγγραφείς του μοντέρνου σχήματος, ίσως τα κείμενά μου να φαίνονται παλιάς κοπής, αλλά ανέκαθεν πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω πως ένα κείμενο με χαρακτήρες είναι πολύ δύσκολο να γραφτεί, ειδικά σήμερα που οι άνθρωποι έχουν παραγεμίσει από ιδέες, γνώσεις και μιμήσεις, επηρεάζονται υπερβολικά από τα ΜΜΕ (αυτά μολύνουν τάσεις και νοοτροπίες ιδίως των νέων), σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’60, που τότε οι άνθρωποι, παρ’ όλα τα εισαγόμενα ήθη, διατηρούσαν ακέραιο τον χαρακτήρα τους.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο και με ποιο ήρωα ή ηρωίδα σας;
Είναι το βιβλίο Ματίας ντελ Ρίος, Ημερολόγια Ισπανίας-Τουρκίας, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Παραμιλητό (1988-1994) σε δύο συνέχειες για το καθένα ημερολόγιο (Φθινόπωρο 1990 και Χειμώνας 1990-91). Τα Ημερολόγια είναι προσωπικές σημειώσεις μιας φανταστικής μου περιπλάνησης στις πόλεις της Ισπανίας και της Τουρκίας με τα σπουδαία μνημεία τους, κατά έτη 1986, 1989 και 1990. Για το βιβλίο αυτό, οικειοποιήθηκα τη φωνή ενός φανταστικού προσώπου ενός νέου, του Ματίας ντελ Ρίος, συντηρητή γοτθικών ταπισερί απ’ τη Σαραγόσα, για να εκφράσω τη μοναχική πορεία ενός ανθρώπου στον θάνατο ύστερα από πολύχρονη πάλη με τα ναρκωτικά. Και τα δύο Ημερολόγια παρουσιάζονται ως μετάφραση.
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω εδώ κάτι από το περιεχόμενο του βιβλίου, δανεισμένο από παλιά μου συνέντευξη: «Η πλάνη και η περιπλάνηση δίνουν πρόσκαιρη λύση στο δράμα του Ισπανού αυτού ταξιδευτή, που παρατηρεί τη ζωή, παραπαίοντας απ’ τη στιγμιαία απόλαυση στην ενοχή και την οδύνη. Σταθμοί κατάλυσης: Η Σαραγόσα (η γνωριμία του Ματίας με τα ναρκωτικά), η θρυλική Κόρδοβα με το τζαμί της, η Βαρκελώνη με τα ψαράδικα και το γραφικό λιμάνι, το μπαρόκ και η νεοκλασικό Σαντιάγκο ντε Κομποστέλλα, η Σεβίλλη με τις λιτανείες της προς τιμήν της Παρθένου και το φωταγωγημένο Αλκαζάρ, η Γρανάδα με την επιβλητική Αλάμπρα, η Μαδρίτη με τις ταυρομαχίες της, η Βαλένθια.
Και το ταξίδι συνεχίζεται στην Αδριανούπολη και στην Πόλη με τα επιφανή της μνημεία, στην Άγκυρα και τα περίχωρά της, ως τη Μαύρη Θάλασσα και τη Σινώπη. Κατόπιν η πορεία παρεκκλίνει προς τα υψίπεδα του Ερζερούμ και το πάλαι ποτέ χαμένο βασίλειο της Αρμενίας, για να καταλήξει στη γραφική Αττάλεια, όπου η αγωνία του Ματίας παίρνει τέλος». Στο βιβλίο (γράφτηκε σε δύο μήνες) έκανα χρήση της κοφτής, ποιητικής γραφής στο 1ο πρόσωπο. Τότε, είχα πράγματι εμποτιστεί από το παιχνίδισμά της, γι’ αυτό και γράφτηκε κάπως αλλόκοτα, σε αντίθεση με τα άλλα βιβλία μου, που, γραμμένα στο 3ο πρόσωπο, κατέθεσα αγωνία και κάματο σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα.
- Ν’ αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Είναι μία συλλογή εκτενών διηγημάτων τόσο της σύγχρονης ζωής όσο και της δεκαετίας του ’60 – πάλι προέκυψε η εμμονή της παιδικής μου ζωής στην Ελευσίνα και τη Μάνδρα, κάτι που έκανα και στο τελευταίο βιβλίο μου, Βήματα στο λιθόστρωτο, ΔΙΑΠΛΑΣΗ, 2018. Τα κείμενα δεν έχουν ακόμα συμπληρωθεί, ώστε να αποτελέσουν βιβλίο. Απαιτείται κι άλλος χρόνος, μέχρι το τέλος του 2021, αλλά ως τότε, ίδωμεν…
Μια φωτογραφία σας στο γραφείο ή και άλλες που βοηθούν στη γραφή, αγαπημένα ή απαραίτητα αντικείμενα και άλλα που για σας αποτελούν γούρι ή έμπνευση;
Η φωτογραφία αυτή, που είμαι στο γραφείο, είναι παλιά, επειδή δεν έχω σύγχρονη να διαθέσω. Πάντα το κάθε κείμενο γράφεται πρόχειρα σε τετράδιο, όπως και κάθε φευγαλέα σκέψη. Στο γραφείο υπάρχουν επίσης Λεξικό της Νέας Ελληνικής, Συνωνύμων, Αντωνύμων, Επιθέτων, Αντιλεξικόν-Εικονόγραπτο της Νεοελληνικής του Θ. Βοσταντζόγλου και το Αντίστροφον Λεξικόν του Γ. Κουρμούλη, (τα πλέον πολύτιμα), γυαλιά ηλίου, μολύβι Faber No2, κόλλες αναφοράς, ντοσιέ, χάρακας, ένα ψαλίδι για να κόβονται τμήματα του κειμένου και να επικολλώνται σε άλλο σημείο, ένας αγιορείτικος επίχρυσος σταυρός, κι ένα πολύστιλο αγορασμένο από βιβλιοπωλείο της Ελευσίνας.
Αυτά αποτελούν συνολικά το γούρι μου. Πάντα στο δωμάτιο καίει ένα στικ (αρωματικό λιβάνι) για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα έμπνευσης και να διώξει, όπως λένε, κάθε επίβουλη σκέψη και επίσκεψη (sic). Ας επανέλθω όμως σε κάτι που είπα πριν: Το γράψιμο είναι πολυτέλεια στη ζωή που ζούμε, την τόσο απρόβλεπτη, όπου η χαρά έχει σύντομη διάρκεια, αφού τις περισσότερες φορές χάνεται μέσα στην ανασφάλεια, στο καθημερινό άγχος και στη θλίψη.