Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όσο περνούν τα χρόνια, κηδεύουμε όλο και περισσότερους δικούς μας ανθρώπους, αναπόσπαστα κομμάτια της ζωής μας, του σώματός μας, της παιδείας μας, των ζωντανών αναμνήσεών μας: κοσμήματα ενός βίου που, καθημερινώς, οδεύει και αυτός προς το τέλος του. Δεν αργεί μάλιστα η ημέρα —ποτέ δεν αργεί, γιατί η ζωή ποτέ δεν είναι αρκετή: ποτέ δεν φτάνει— που και ο δικός μας θάνατος θα χαρίσει δυο κρατημένα δάκρυα σε κάποια μάτια. Και που θα σταθεί ευκαιρία για δέκα, είκοσι ή εκατό συγκινητικά στάτους.
Όσο, δε, περνούν τα χρόνια και η ανθρωπότητα ολοένα προοδεύει —κάτι που, όπως το ποτάμι και η παλίρροια, δεν μπορεί εύκολα να τιθασευτεί—, ολοένα και περισσότεροι δικοί μας άνθρωποι δηλώνουν στους οικείους τους πως, όταν φτάσει και η δική τους ώρα, στερνή —κυριολεκτικά— επιθυμία τους είναι να αποτεφρωθούν. Μόνο τον τελευταίο ένα-ενάμιση μήνα συναπαντήσαμε τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις. Και μιλώ μόνο για θανάτους φίλων που συζητήθηκαν πολύ, και όσο τούς έπρεπε, όχι για όλους όσους το ζήτησαν και, ναι, το απαίτησαν.
Αυτό, τη ρητή βούληση πολλών να αποτεφρωθούν, κάτι στο οποίο συγκινητικά συναρτάται και στο οποίο δυναμικά και με πλήρη ένταση καταλήγει εκ των πραγμάτων όλη τους η πορεία στον κόσμο, η ελληνική Πολιτεία διά της ρομφαίας της, της Εκκλησίας, το αρνείται πεισματικά, στέλνοντας τη σορό τους στο εξωτερικό: σε πείσμα των κανόνων του ανθρωπισμού, σε πείσμα της λογικής, σε πείσμα των ιδεωδών του Διαφωτισμού και του Φιλελευθερισμού, σε πείσμα των αξιών της πολιτισμένης Ευρώπης, στην οποία προστρέχουμε από συστάσεως του κράτους, αιωνίως μουτρωμένοι, μόνο για χαρτζιλίκι και διακονία.
Ντρέπομαι που, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου και τις συζητήσεις που κάναμε παλιά, εικοσάρηδες —τότε που συζητούσαμε με πάθος και θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο: τον κόσμο μας, το μεγάλο μας σπίτι, την Ελλάδα—, αυτό το θέμα ήταν πάντα μέσα στα πέντ'-έξι βασικά, μέσα στα πέντ'-έξι πρώτα. Φευ, εξακολουθεί να είναι. Και, φευ, για τους ίδιους ακριβώς λόγους: επειδή αντιδρά και πατά πόδι η Εκκλησία, την άδεια της οποίας ζητεί (τάχα) το κράτος.
Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε πως δεν τίθεται κανένα θεολογικό ή δογματικό ή «κανονικό» θέμα εδώ. (Το κυριότερο επιχείρημα της Εκκλησίας είναι ότι τα οστά των τεθνεώτων θα αναστηθούν εύκολα κατά τη Δευτέρα Παρουσία, ενώ η στάχτη, λέει, δεν θα τα καταφέρει… Φρικαλεότητες επιπέδου τού περιοδικού «Ξύπνα»). Και δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε για το γεγονός ότι, διά της αρνήσεώς της, η Εκκλησία δύο πράγματα επιθυμεί σφόδρα και κατορθώνει εύκολα: να προβάλει τη λεόντειο ρώμη της, το ένα? και να μη συζητά το ενδεχόμενο να υποστεί την παραμικρή απώλεια εσόδων, το δεύτερο. Γιατί η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ισχυρή, ισχυροτάτη, και είναι και λαίμαργη και παμφάγος. Είναι η ρομφαία της Πολιτείας, που διαχρονικά σέρνεται από πίσω της, δειλή, άβουλη και μοιραία. Υπηρετριούλα και ψηφοσυλλέκτρια.
Στη χώρα που ο πολιτικός γάμος δεν είναι υποχρεωτικός, στη χώρα που η Αριστερά σαλιώνει στα φιλιά το χέρι του παπά με κάθε ευκαιρία, στη χώρα που τα σχολειά αποβλακώνουν μεν γενιές και γενιές γενναίων παιδιών, αλλά το μάθημα των Θρησκευτικών (διάβαζε: του Ελληνορθόδοξου δόγματος) επιβάλλεται και θα επιβάλλεται από τους ρασοφόρους καθ' ημάς αθεόφοβους μουλάδες, η καύση των νεκρών —πολιτική, θρησκευτική, ιδιωτική— είναι ένα ταμπού που, μόλις ξεπεραστεί, και θα ξεπεραστεί, θα σπάσει έναν ισχυρό κρίκο στον χαλκά της ωραίας Ελλάδος που την κρατά βάρβαρα φυλακισμένη στο χθες.