Του Δρος Σπύρου Πλακούδα*
Το παρόν άρθρο αποσκοπεί να ερευνήσει (στον περιορισμένο «διαδικτυακό» χώρο) τα αίτια της ήττας του Ελληνισμού κατά την Κυπριακή Τραγωδία και να απομυθοποιήσει τους κατεστημένους μύθους περί της ήττας αυτής. Οι αναλύσεις περί της στρατιωτικής ήττας κατά την Κυπριακή Τραγωδία αναλώνονται σε δύο ερμηνευτικές προσεγγίσεις: πρώτον, αυτή της προδοσίας (οι Ιωαννίδης, Καραμανλής και Κίσινγκερ αποτελούν την «τριανδρία των προδοτών» κατά την προσέγγιση αυτή) και δεύτερον, αυτή των υποθέσεων – εικασιών (οι what if ερωτήσεις περί της εμπλοκής των υποβρυχίων ή της αποστολής της νηοπομπής και ούτω καθ' εξής).
Ως συνέχεια του πρώτου άρθρου περί των αιτιών της ήττας κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία, το άρθρο θα εξετάσει ωμά τι ευθύνεται για το όνειδος της Κύπρου με βάση τα ερμηνευτικά εργαλεία της θεωρίας πολέμου (theory of war).
Η στρατηγική υστέρηση της Ελλάδας
O πόλεμος δεν αποτελεί παρά το «βασίλειο της τύχης και αβεβαιότητας» με βάση τον μέγιστο Πρώσο θεωρητικό Carl von Clausewitz. Εν ολίγοις, η εξέλιξη αλλά και η έκβαση μιας σύγκρουσης (ενδοκρατικής ή διακρατικής) δεν προκύπτει από κάποιες μαθηματικές πράξεις με τους συντελεστές ισχύος των δρώντων ως μεταβλητές μιας εξίσωσης (π.χ. Χ άρματα μάχης + Ψ αεροπλάνα + Ζ ηγεσία = νίκη σε Β' χρόνο με Γ απώλειες)· αντιθέτως, εξαρτώνται από την «ομίχλη» (fog of war) και την «τριβή» (friction) – την τύχη και διάδραση (μεταξύ των εμπολέμων) δηλαδή. Σύμφωνα πάντοτε με τον Clausewitz, δύο στοιχεία αποτελούν το αντίδοτο στους προαναφερθέντες αστάθμητους παράγοντες: η «ορθολογική διεξαγωγή» του πολέμου (rational conduct of war) και η αρμονία της «Κλαουζεβιτσιανής Τριάδας» (Clausewitzian Trinity).
Το πρώτο στοιχείο αναφέρεται σε ρεαλιστική στοχοθεσία (δηλαδή, οι επιδιωκόμενοι πολιτικοί στόχοι εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας δύνανται να επιτευχθούν χάρη στα διαθέσιμα εργαλεία και υπό το κράτος των περιρρέουσων συνθηκών) και προσαρμοστικό modus operandi (δηλαδή, οι στρατιωτικές και ουχί μόνο δράσεις δεν εκτελούνται από την ανώτατη πολιτικοστρατιωτική ηγεσία δίχως μία διαρκή αναπροσαρμογή στα εκάστοτε δεδομένα). Η εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα περί της έλλειψης ρεαλισμού ως προς τη στοχοθεσία και το modus operandi από έναν εμμονικό και επηρμένο Χίτλερ.
Το δεύτερο στοιχείο αναφέρεται σε τρεις μεταβλητές, πληθυσμό, ηγεσία και στρατό, που θα πρέπει να εναρμονίζονται καθ' όλη τη διάρκεια της πολεμικής προσπάθειας ενός έθνους. Ένας από τους κορυφαίους μελετητές του Clausewitz, ο Sir Michael Howard, προσέθεσε μια τέταρτη μεταβλητή – την τεχνολογία. Ή ήττα της Αμερικής στον Πόλεμο του Βιετνάμ εξηγείται από τη δυσαρμονία της Κλαουζεβιτσιανής Τριάδας· η απροθυμία της κοινής γνώμης της Αμερική να υποστηρίξει στο διηνεκές έναν πόλεμο φθοράς (attrition war) στην Ινδοκίνα υποχρέωσε την Ουάσιγκτον σε αναδίπλωση (με τα γνωστά αποτελέσματα για το Νότιο Βιετνάμ) παρ' όλο που δεν είχε υποστεί ούτε ΜΙΑ ήττα στο πεδίο της μάχης .
Το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου στις 15 Ιουλίου και η μετέπειτα ανακήρυξη της Ελληνικής Δημοκρατίας της Κύπρου αποδεικνύουν (πέραν πάσης αμφιβολίας) πως ο «αόρατος δικτάτωρ» Ιωαννίδης δεν ήταν διόλου πραγματιστής. Η Τουρκία, όπως είχε διαμηνύσει τοις πάσι, ΔΕΝ θα ανεχόταν μια μονομερή δράση υπέρ της «Ένωσης» αλλά θα αντιδρούσε και θα υλοποιούσε την απειλή της «Διχοτόμησης» (Taksim Τουρκιστί). Παρά την παραφιλολογία περί Αμερικανικών (προφορικών) υποσχέσεων περί του αντιθέτου, ο Ιωαννίδης όφειλε να αναμένει μια (ένοπλη) επέμβαση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης με βάση της Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Ως εκ τούτου, μηδέν ρεαλιστική στοχοθεσία ! Ο Αττίλας Ι και ΙΙ απέδειξαν την εξευτελιστική ανικανότητα (στα όρια της προδοσίας) της χούντας να διαχειριστεί μια θερμή κρίση με την Τουρκία: οι παλινωδίες περί της αποστολής ή μη μιας εκστρατευτικής δυνάμεως στην Μεγαλόνησο, ο τραγέλαφος της (γενικής) επιστράτευσης στην Ελλάδα, οι αντικρουόμενες διαταγές προς ΕΛΔΥΚ και ΕΦ στην Κύπρο και ούτω καθεξής αποδεικνύουν πως το modus operandi των Αθηνών και της Λευκωσίας δεν ήταν ούτε ορθολογικό ούτε προσαρμοστικό προς τα δεδομένα στο πεδίο της μάχης!
Δυστυχώς για τον Ελληνισμό το 1974, η δυσαρμονία μεταξύ των μεταβλητών της Κλαουζεβιτσιανής Τριάδας ήταν πασιφανής. Ο στρατός ήταν αξιόμαχος (ιδίως η αεροπορία και το ναυτικό), δεν ήταν όμως επαρκώς ετοιμοπόλεμος για μια ένοπλη αναμέτρηση στην Κύπρο (περιορισμένος πόλεμος) ή τη Θράκη και το Αιγαίο (γενικευμένος πόλεμος) εξαιτίας της επιτελικής ανικανότητας της χούντας. Το υψηλό φρόνημα του ΕΣ και, κυρίως, ο ηρωισμός των κυριότερων μονάδων της ΕΛΔΥΚ και ΕΦ δεν ήταν δυστυχώς αρκετός να ανατρέψει τα εις βάρος μας δεδομένα. Η ηγεσία της χώρας δεν ήταν ούτε πρόθυμη (Γενικό Επιτελείο) ούτε ικανή (Ιωαννίδης) να αναμετρηθεί ενόπλως με την Τουρκία. Ούτε ο Καραμανλής ήταν πρόθυμος να ενεργήσει στρατιωτικώς εναντίον της Τουρκίας – εν μέρει επειδή δεν εμπιστευόταν ακόμη την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και εν μέρει επειδή βασιζόταν σε μια επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ εναντίον της Τουρκίας. Η τεχνολογία δεν ήταν υπέρ ημών εκείνη την εποχή· η εμβέλεια δράσης της αεροπορίας και του ναυτικού του ΕΣ το 1974 υπολειπόταν σαφώς των δυνατοτήτων των ΤΕΔ το 1974 ή των δυνατοτήτων του ΕΣ εν έτει 2019. Ο πληθυσμός (ή κοινή γνώμη) διακατεχόταν από ένα υψηλό φρόνημα αλλά, δυστυχώς, η δυσαρμονία μεταξύ των υπόλοιπων μεταβλητών αδρανοποίησε την μεταβλητή αυτή.
Οι Τούρκοι είχαν προετοιμαστεί για έναν «περιορισμένο πόλεμο» (limited war) στην Μεγαλόνησο ήδη από το 1969 (μόλις 6 χρόνια μετά το όνειδος της Επιστολής Τζόνσον) και, παρά τα τραγικά λάθη τους (με χαρακτηριστικότερο τη βύθιση του βαρέος αντιτορπιλικού Kocatepe), πραγμάτωσαν τους στόχους τους εν τέλει. Εν πλήρη αντιθέσει, η Αθήνα και η Λευκωσία παρέλυσαν κατά τον Αττίλα Ι και έκτοτε στήριξαν τις (αβάσιμες) ελπίδες τους για τον τερματισμό της κρίσης σε μια διπλωματική λύση (υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και των ΗΠΑ). Ο αιφνιδιασμός (!!!) από τον Αττίλα Ι και, εν συνεχεία, ο εφησυχασμός από την Γενεύη Ι (παρά τις συνεχείς παραβιάσεις της κατάπαυσης του πυρός από την Τουρκία) εδραίωσαν στην Άγκυρα την πεποίθηση πως η Αθήνα δεν θα αντιδράσει δυναμικά σε μια νέα κρίση – όπερ εγένετο. Κατά τον Αττίλα ΙΙ η Αθήνα και η Λευκωσία αιφνιδιάστηκαν (εκ νέου!) και προτίμησαν στρουθοκαμηλίζοντας (εκ νέου!) να περιοριστούν σε έναν διπλωματικό αγώνα για να ανατρέψουν τα τετελεσμένα.
Η πραγματική what if ερώτηση
Η Κύπρος δεν ήταν εξ αρχής καταδικασμένη σε διαμελισμό και κατοχή. Η παρουσία της Μεραρχίας έως το 1967 προάσπιζε την Μεγαλόνησο από την κλιμακούμενη Τουρκική πολεμικότητα. H Ελλάδα ήταν σε ευμενή θέση μέχρι το 1967 να αντιμετωπίσει επιτυχώς την Τουρκία σε έναν περιορισμένο πόλεμο στην Κύπρο. Όμως η Τουρκία παρέσυρε την χούντα στην Κρίση της Κοφίνου το 1967 και, κατόπιν ενός ιταμού τελεσιγράφου, υποχρέωσε την Ελλάδα να αποσύρει κακήν κακώς την μόνη αποτρεπτική δύναμη από την Μεγαλόνησο· ενδεικτικώς της ικανότητος (sic) της χούντας και της πολιτικής των ίσων αποστάσεων (sic) της υπερδύναμης, η Ελλάδα συμμορφώθηκε προς το τελεσίγραφο αυτό κατόπιν σχετικής προειδοποίησης της Αμερικής περί δήθεν επικείμενης απόβασης της Τουρκίας στην Μεγαλόνησο – ενώ η τελευταία δεν θα διέθετε έναν τέτοιο στόλο παρά το 1969 (!!!). Εάν δεν είχε αποσυρθεί η Μεραρχία, κατά πάσα πιθανότητα η Τουρκία ΔΕΝ θα είχε εισβάλει ποτέ. Ή θα είχε εισβάλει και θα είχε υποστεί μια δεινή ήττα (με βάση τον τότε συσχετισμό δυνάμεων πάνω στο νησί).
Η διστακτικότητα της Ελλάδας να απαντήσει στρατιωτικά στον Αττίλα Ι και ΙΙ δημιούργησε δύο τάσεις μετά το 1974: μια συνωμοσιολογία περί της προδοσίας τους Κύπρου από τους «Ξένους» και τους εντόπιους «πράκτορές» τους και ένα φοβικό σύνδρομο (στην πολιτική ηγεσία) για μια θερμή κρίση με την «Μεγάλη Τουρκία» (ή Buyuk Turkiye). To συλλογικό τραύμα από την Τραγωδία της Κύπρου ενέπνευσε (και ακόμη εμπνέει) την παραφιλολογία των εικασιών (what if ερωτήσεις): πως θα είχε εξελιχθεί ο Αττίλας Ι εάν είχαν ανοίξει πυρ τα υποβρύχια και ούτω καθεξής. Με βάση την προηγηθείσα ανάλυση, οι προοπτικές νίκης της Ελλάδας σε έναν περιορισμένο πόλεμο στην Κύπρο υπό τις συνθήκες εκείνες ήταν λίγες.
Δεν σημαίνει, όμως, αυτό πως πρέπει να παραδοθούμε ως Έθνος στην μοιρολατρία και τον φόβο. Ίσα ίσα, η Τραγωδία της Κύπρου δύναται να λειτουργήσει ως ένας οδηγός για την ανατροπή των τετελεσμένων της εισβολής και την αποφυγή μιας παρόμοιας τραγωδίας στο Αιγαίο ή την Θράκη. Πώς; Μα φυσικά δια της υιοθέτησης επιτέλους ενός επιθετικού (και όχι μόνο αμυντικού) δόγματος και της εκμετάλλευσης κάθε πιθανής ευκαιρίας (π.χ. το πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016). Η συνέχεια σε ένα μετέπειτα άρθρο.
* Ο Δρ Σπύρος Πλακούδας είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Ασφάλειας στο American University in the Emirates και Αντιπρόεδρος του ΚΕΔΙΣΑ. Ειδικεύεται στην Τουρκία και το Κουρδικό Ζήτημα και έχει δημοσιεύσει στα Αγγλικά και Ελληνικά επί των θεμάτων αυτών (δείτε εδώ).