Ο Γιούλι Μπορίσοβιτς Μαργκόλιν (1900-1971) ήταν Ρωσοεβραίος συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος και στέλεχος του Σιωνιστικού κινήματος.
Γόνος οικογένειας γιατρού, πέρασε την παιδική του ηλικία στην πόλη Πίνα της Λευκορωσίας και το Γιεκατερινοσλάβ. Το 1923 - 1929 φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντά του ήταν η ρωσική λογοτεχνία και ποίησης και παρακολούθησε τα σεμινάρια του Γ. Άιχενβαλντ, ενώ συνεργάστηκε και με την εφημερίδα «Την παραμονή». Το 1936 μετακόμισε στην Πολωνία, από όπου επέστρεψε στην Παλαιστίνη.
Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος τον βρίσκει στην πόλη Λότζ, όπου είχε πάει για να δει τους γονείς του και στην συνέχεια βρίσκεται στην πόλη Πίνα, την οποία κατέλαβαν το 1939 τα σοβιετικά στρατεύματα. Στις 19 Ιουνίου 1940 άντρες της N.K.V.D. τον συνέλαβα και τον έστειλαν στα Γκουλάγκ με τον χαρακτηρισμό «κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο». Με την έναρξη του πολέμου, το στρατόπεδό τους μεταφέρθηκε από την Καρελία στην περιοχή του Αρχάνγκελεσκ. Η μητέρα του, στο μεταξύ, έχει πεθάνει στο γκέτο της Πίνα.
Στις αρχές Μαρτίου 1946, ως πολωνός πολίτης, επαναπατρίζεται στην Βαρσοβία με τραίνο. Στα μέσα Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, με το ατμόπλοιο «Ελιόπολις» φεύγει από την Μασαλία για την Χάιφα και παραμένει στην Παλαιστίνη από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου 1946.
Στο διάστημα από 15 Δεκεμβρίου 1946 μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1947, ο Γιούρι Μαργκόλιν, έγραψε το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ταξίδι στην χώρα του ΖΕΚ».
Σε αυτό, γράφει μεταξύ των άλλων:
«Νομίζω πως έχει δικαίωμα να μιλήσω και κρίνω αυτήν την χώρα. Ο Τολστόι είπε πως “όποιος δεν γνωρίζει τι θα πει κράτος, δεν έχει κάτσει στην φυλακή”. Αυτός ο αναρχικός αφορισμός, σε κάθε περίπτωση, είναι δίκαιος αναφορικά με την Σοβιετική Ένωση.
... Όλα όσα είδα εκεί, με γέμισαν φρίκη και αποστροφή για όλη μου την ζωή. Κάθε ένας που βρέθηκε εκεί και είδε όσα είδα κι εγώ, θα με καταλάβει. Θεωρώ πως ο αγώνας κατά της δουλείας, το τρομοκρατικό και απάνθρωπο καθεστώς, το οποίο υπάρχει εκεί, αποτελεί την πρώτη υποχρέωση κάθε έντιμου ανθρώπου στον κόσμο.»
Τον Φεβρουάριο του 1950 ο Μαργκόλιν μίλησε στην σύνοδο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής του ΟΗΕ παραθέτοντας τις προσωπικές του μαρτυρίες για τα σοβιετικά στρατόπεδα Γκουλάγκ. Η μαρτυρία του Μαργκόλιν πρόκαλεσε μεγάλη εντύπωση, πράγμα για οποίο εμμέσως μαρτυράει η παγωμένη έκφραση του προσώπου του σοβιετικού αντιπροσώπου Σ. Κ. Τσαράπκιν (1906-1984), κατά την διήμερη κατάθεση του συγγραφέα. Στο τέλος, ο σοβιετικός διπλωμάτης εξερράγη και χτυπώντας την γροθιά του στο τραπέζι φώναξε: «Πρόκειται για βρωμερή συκοφαντία».
Το 1951 ο Μαργκόλιν συμμετείχε στην Ινδική Διάσκεψη ανθρώπων του πολιτισμού στην Βομβάη και κατάφερε να υιοθετηθεί ένα ψήφισμα διαμαρτυρίας κατά του συστήματος των στρατοπέδων συγκέντρωσης, συμπεριλαμβανομένων και των Γκουλάγκ στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Πέθανε ο Μαργκόλιν στο Ισραήλ το 1971. Το αρχείο του βρίσκεται στο Κεντρικό Σιωνιστικό Αρχείο του Ισραήλ, μετά από δωρεά Γκόλντε Έλιν στην οποία το είχε εμπιστευτεί η χήρα του.
* * *
Από το βιβλίο του Γιούλι Μαργκόλιν «Ταξίδι στην χώρα του ΖΕΚ(1)» σχετικά με την παραμονή του στην φυλακή το 1940.
<...> Ποτέ στην ζωή μου δεν βρέθηκα στην φυλακή. Την στιγμή της σύλληψής μου, ήταν τριάντα εννέα χρονών. Ήμουν ο πατέρας μίας οικογένειας, ένας άνθρωπος υλικά και εσωτερικά ανεξάρτητος, συνηθισμένος να με σέβονται οι γύρω μου και ένας απολύτως νομιμόφρων πολίτης. Δεν είχα προσβάλει κανέναν, δεν είχαν παραβιάσει τον νόμο και πίστευα ακράδαντα πως έχω το δικαίωμα να προσέξουν και να με υπερασπιστούν οι υπηρεσίες κάθε κράτους, εκτός του χιτλερικού. Γενικά, παρέμενα ένας αρκετά αφελής ευρωπαίος διανοούμενος, ακόμη και μετά τις επί δέκα μήνες προσπάθειές μου να ξεφύγω από τον γλοιώδη σοβιετικό ιστό της αράχνης και επέμενα, με όλη μου την ψυχή και την καρδιά να νιώθω πολίτης της θαυμάσιας Ευρώπης, με τον Παρίσι και την Φλωρεντία της και τα γαλανά νερά της Μεσογείου. Διαβαίνοντας το κατώφλι του κτιρίου στην οδό Λογκισίνσκαγια, έπαψα να είμαι άνθρωπος. Αυτή η μετάβαση έγινε χωρίς καμία προετοιμασία, τόσο απότομα που βρέθηκα μέσα σε μία ημέρα, σε έναν βαθύ λάκκο.
Από την λογοτεχνία και από διάφορα γραπτά, από ταινίες και διηγήσεις, ήξερα πως είναι η φυλακή, καταλάβαινα πως θα με συλλάβουν, να γίνει έρευνα, θα με κλειδώσουν σε ένα κελί. Δεν ήμουν καθόλου έτοιμος για όλα όσα συνέβησαν. Μας έκλεισαν σε ένα δωμάτιο, μερικές δεκάδες ανθρώπους. Γύρω μας κυκλοφορούσαν άνθρωποι με στολές με περίστροφα. Δεν ήταν εκείνοι οι σοβιετικοί άνθρωποι, τους οποίους γνωρίζαμε μέχρι τότε, ευγενικοί και πρόσχαροι. Πρώτον, μας μιλούσαν στον ενικό. Δεύτερον, μας ειρωνεύονταν κατάμουτρα. Τους διασκέδαζε τρομερά η δυσαρέσκειά μας. Απολάμβαναν την επίδραση που είχε πάνω μας, η πρώτη συνάντηση με την αληθινή σοβιετική πραγματικότητα. Παντού ακούγονταν βρισιές, τις οποίες δεν είχαμε ξανακούσει. Σκεφτόμασταν πως το υβρεολόγιο πλημμύριζε την Σοβιετική Ένωση. Αποδείχτηκε πως οι άνθρωποι αυτοί, βασανιστικά συγκρατούνταν όταν βρίσκονταν ανάμεσα σε «τρίτους», εδώ όμως, πίσω από τους τοίχους του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, μπορούσαν επιτέλους να είναι οι εαυτοί τους και να μην ντρέπονται καθόλου. Γι’ αυτό και συμπεριφέρονταν έτσι, όπως κατάλαβα, γιατί εμείς δεν ήμασταν γι’ αυτούς πλέον μάρτυρες. Ήμασταν για αυτούς ήδη νεκροί, διαγραμμένοι από τους ζωντανούς.
Μας έβαζαν λίγους - λίγους στο δωμάτιο, όπου κάθονταν νεαροί με στρατιωτικά παντελόνια, με θαυμάσια διάθεση, για τους οποίους όλη αυτή η διαδικασία ήταν απλά διασκεδαστική. Μέσα σε χάχανα και χυδαία αστεία, έψαξαν τις τσέπες μου, πήραν την πένα μου, τα χαρτιά, το ρολόι, την βέρα μου. Δεν μπορούσα να βγάλω την βέρα, ήταν τόσα πολλά χρόνια πια στο δάχτυλό μου που δεν έβγαινε. «Δεν βγαίνει;» γέλασε ένας με στολή - «Έλα εδώ, θα στην βγάλω αμέσως!» Όντως, αυτός ο επιδέξιος τύπος αμέσως έβγαλε την βέρα μου. Δεν ξαναείδα τα χαρτιά μου, ούτε την βέρα, ούτε το ρολόι. Όλα όσα πήραν, τα πήραν για πάντα.
- Ξεντύσου.
Πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, ήμουν γυμνός, στα τέσσερα, με έψαξαν από μπροστά κι από πίσω, σαν εγκληματία ολκής, με έλεγχο της έδρας, τίναξαν όλα τα ρούχα μου, με διέταξαν να ντυθώ, έκοψαν τα κουμπιά, πήραν την ζώνη, με οδήγησαν πολύ γρήγορα στην αυλή και με φόρτωσαν σε ένα φορτηγό.
Τα μεσάνυχτα μας έφεραν στην φυλακή του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων. Το κτίριο βρισκόταν στο τέλος της οδού Αλμπρεχτόφσκαγια, εκεί που παλιά ήταν οι πολωνικοί στρατώνες. Μας έκλεισαν σε μία μικρή αποθήκη, χωρίς παράθυρα και εξαερισμό. Όλη την νύχτα ήταν αναμμένο ένα δυνατό φως, ήταν ανυπόφορα πνιγηρά και ζεστά. Δεκαπέντε άνθρωποι ήταν ξαπλωμένοι σωρηδόν στο πάτωμα. Ξεγυμνωθήκαμε εντελώς, ο ιδρώτας έσταζε, αρχίσαμε να έχουμε δυσφορία και χτυπήσαμε την πόρτα. Κατά διαστήματα μας άνοιγαν, για να μπει λίγος αέρας από τον διάδρομο. Μείναμε άγρυπνοί όλη την νύχτα. Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας μας μετέφεραν σε ένα θάλαμο, όπου υπήρχαν διώροφα ξυλοκρέβατα. (Κατά την πολωνική περίοδο, σε αυτό το υπόγειο, αποθήκευαν πατάτες). Στον θάλαμο επικρατούσε μισοσκόταδο. Είχε όλο κι όλο ένα τετράγωνο άνοιγμα στο ταβάνι. Ξαπλώναμε στα γυμνά σανίδια κατά μήκος των τεσσάρων τοίχων του υπογείου και στο κέντρο ξάπλωναν άνθρωποι πάνω στο γυμνό πάτωμα. Όλοι ανεξαιρέτως ήμασταν Εβραίοι. Ένας μικρός ευτραφής άνθρωπος έκλαιγε διαρκώς σαν μωρό παιδί, ήταν ο Μπουρκό, φαρμακοποιός του φαρμακείου της πόλης, από τον οποίο την προηγούμενη ημέρα είχα αγοράσει ένα φάρμακο. Μία εβδομάδα μείναμε στην αποθήκη για πατάτες του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων. Μας έδιναν ψωμί και σούπα, αλλά δεν μας έβγαζαν πουθενά, παρά μόνο στην τουαλέτα, στο τέλος του διαδρόμου. Οι άνθρωποι ήταν ακόμη χορτάτοι από τις ώρες της ελευθερίας του και είχαν χάσει την όρεξή τους, υπό την επίδραση της σύλληψης. Κανείς, σχεδόν, δεν πήγαινε να πάρει το φαγητό, περίσσευε πολύ ψωμί. Αδιάκοπα ζητούσαν να πιούν και η μέρα περνούσε με τον πόλεμο για το νερό, το οποίο, όμως, ήταν ελάχιστο. Το νερό ήταν η ανταμοιβή για την καλή συμπεριφορά. Στον θάλαμο είχε πολλούς νέους, εκνευρισμένους, ανήσυχους, μιλούσαν διαρκώς μεταξύ τους, τραγουδούσαν, χτυπούσαν την πόρτα για να ζητήσουν νερό ή για να πάνε στην τουαλέτα. Όλη την ημέρα κάποιος στεκόταν μπροστά στην πόρτα και ικέτευε για να τον πάνε στην τουαλέτα. Τελικά, άνοιγε η πόρτα∙ ο φρουρός, στεκόταν στο κατώφλι και χωρίς να μπαίνει (το απαγόρευε ο κανονισμός), άρχιζε να βρίζει χυδαία του κρατούμενους και, να τους κλείνει κατάμουτρα την πόρτα. Κάποιος είπε: «Σύντροφε». Ένα τεράστιο γοριλλόμορφο τέρας άρχισε να λέει θυμωμένος: «Από που κι ως πως είμαστε σύντροφοι; Ο λύκος στο δάσος είναι σύντροφός σου, όχι εγώ!».
Μετά από λίγο, μας εξήγησαν πως δεν επιτρέπεται στους κρατούμενους να λένε την λέξη «σύντροφος» και πως πρέπει να απευθυνόμαστε στους ιεραρχικά ανώτερους με την λέξη «πολίτης». Το πρωί, όταν έβγαλαν στον απόπατο μία ομάδα δεκαέξι ανθρώπων, αμέσως φάνηκε η διαφορά ανάμεσα στους διανοούμενους και αδύναμο νευρικό σύστημα και τους ανθρώπους «του λαού». Υπήρχαν άνθρωποι, οι οποίοι για πρώτη φορά, μπροστά σε όλους (υπήρχε μία τρύπα για δεκαέξι ανθρώπους), στριμωγμένοι στο πλήθος, ντρέπονταν βασανιστικά. Κάποιος, έχασε τις αισθήσεις του κι έπεσε στο χεσμένο, γλιστερό πάτωμα, τον έβγαλαν έξω, οι δεσμοφύλακες έβριζαν χυδαία, γύρω όλοι γελούσαν, πίσω από την μικρή πορτούλα με τις κλειδωνιές έκαναν φασαρία και χτυπούσαν με τις γροθιές τους εκείνοι που ήταν μέσα.
Άρχισαν οι νυχτερινές ανακρίσεις. Από την στιγμή που κάποιον καλούνταν για ανάκριση, δεν επέστρεφε στον θάλαμο. Τον μετέφεραν σε άλλο μέρος και ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν τα πράγματα του από τον θάλαμο, αν υπήρχε κάτι δηλαδή για να πάρουν. Οι υπόλοιποι, περιμέναμε με ανυπομονησία την σειρά μας. Αν αυτές οι «ανθρωποφύλακες» μας μεταχειρίζονταν σαν εγκληματίες, αυτό το εξηγούσαμε λέγοντας πως «δεν ξέρουν», «δεν καταλαβαίνουν». Τι μπορούσαμε να περιμένουμε από αυτούς; Από τις συζητήσεις με τον ανακριτή περιμέναμε διευκρινήσεις, να μάθουμε τι θέλουν από εμάς, αφού δεν είχαμε διαπράξει κάποιο έγκλημα.
Πέρασαν τρεις, τέσσερις ημέρες σε αναμονή. Αργά την νύχτα με κάλεσαν να βγω από τον θάλαμο. Εκείνη την στιγμή ήμουν πια πολύ βρώμικος, κουρελής, με ανακατωμένα μαλλιά, αξύριστος και πρωτόγονος, όπως πρέπει να είναι ο άνθρωπος που τον κατηγορεί το κράτος. Δεν είχα σαπούνι και νερό για να πλυθώ, πετσέτα, χτένα, μαξιλάρι και άλλα τέτοια πράγματα. Πολύ γρήγορα κατάλαβα τι θα πει κοινωνική ανισότητα, όταν κάθισε απέναντί μου ένας νεαρός, κομψευόμενος ανακριτής του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, καλοσιδερωμένος, ευωδιαστός, χορτάτος σε ύπνο, με ραμμένο το ξίφος στο μανίκι (το έμβλημα των στελεχών του ανακριτικού μηχανισμού του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων). Ήταν βαθιά μέσα στον νύχτα. Ο δεύτερος όροφος του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων είναι ένας άλλος κόσμος. Κάτω, είναι τα υπόγεια, γεμάτα τρομοκρατημένους, τσακισμένους ανθρώπους. Επάνω, πεντακάθαροι, λευκοί διάδρομοι. Ησυχία. Πράσινες λάμπες στα γραφεία. Στο μεγάλο, άδειο δωμάτιο, στο γραφείο του ανακριτή ήταν ένα μπουκάλι λεμονάδας και δίπλα του ένα πακέτο τσιγάρα. Και το ένα και το άλλο, ήταν σαν ένα μαγικό όνειρο. Η λεμονάδα δεν πωλούνταν, προφανώς ήταν από το ειδικό κατάστημα για τα στελέχη. Με βασάνιζε η δίψα, αλλά αυτή την λεμονάδα δεν μπορούσα να την πιω. Ήταν απρόσιτη για μένα, όπως ήταν το σπίτι μου και η ελευθερία μου.
Ο ανακριτής μου πρόσφερε τσιγάρο. Έτσι ξεκινούσε η ανάκριση και για τους άλλους συλληφθέντες. Πάει να πει πως ήταν μέρος της «εγκυκλίου». Ο άνθρωπος που με ανέκρινε, είχε ειδική εκπαίδευση, είχε περάσει από την Σχολή ανακριτών του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων και οι ανακρίσεις γι’ αυτόν ήταν μία ειδίκευση που είχε πάρει μετά από λεπτομερείς και ειδικά επεξεργασμένες διαδικασίες. Αφού, έλεγξε την ταυτότητά μου και το γεγονός ότι είχα πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης και είχα εργαστεί στην Περιφερειακή Επιτροπή Παιδείας, ο ανακριτής έγινε πολύ ευγενικός. Εγώ καθόμουν σε μία καρέκλα που δεν βρισκόταν μπροστά στο γραφείο, αλλά στο κέντρο του δωματίου. Ήμουν πολύ περίεργος: ποιες θα είναι οι κατηγορίες που θα μου απαγγείλουν και τι θα πει ο ανακριτής. Δεν θα ήταν όμως υπερβολή να πούμε ότι εκείνη την στιγμή, ένιωσα πως βρίσκομαι απέναντι σε έναν πραγματικό ανακριτή. Στο γραφείο καθόταν η σοβιετική δικαιοσύνη με το έμβλημα «της ασπίδας και του ξίφους» στο μανίκι. Μπροστά από το γραφείο, καθόταν ένας άνθρωπος της Δύσης, ανεξαγόραστος, ελεύθερος και κοιτούσε προσεκτικά.
Αυτή η αίσθηση της ανεξαρτησίας και του άγραφου δικαιώματος να κρίνει τον δικαστή σου, ήταν το πραγματικό μου έγκλημα. Τότε, όμως, ούτε εγώ, ούτε ο ανακριτής μου σκεφτόμασταν κάτι τέτοιο. Ο άνθρωπος με το έμβλημα, σκεφτόταν πως να διεξάγει την ανάκριση. Πολύ έξυπνα έκανε ο συνάδελφός του, ο οποίος την ίδια εκείνη νύχτα, σε ένα άλλο δωμάτιο, ανέκρινε τον γείτονά μου, τον δικηγόρο Ν. (ο άνθρωπος αυτός τώρα ζει στο Ισραήλ). Του είπε: «Είστε άνθρωπος διανοούμενος, αρχίστε αμέσως να μου αποδεικνύετε πως είστε ένοχος για κάτι. Όλα τα άλλα, είναι περιττά. Δεν θα ξαναβρείτε την ελευθερία σας. Θα σας στείλουμε να δουλέψετε στην Ρωσία. Θα δουλέψετε με βάση την ειδικότητά σας (ως προς αυτό, έλεγε ψέματα). Όλα είναι προαποφασισμένα και θα πρέπει να καταλάβετε πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είμαι ένας απλός υπάλληλος. Δεν μου επιτρέπεται να το λέω αυτό, μας σας μιλώ ευθέως: ανακρίσεις, πρακτικά, η υπογραφή σας, είναι όλα τυπικότητες. Οι απαντήσεις σας, δεν μπορούν να αλλάξουν κάτι. Γι’ αυτό μην με δυσκολεύετε και υπογράψτε αυτό το χαρτάκι».
Στην συνέχεια, εκατοντάδες Ρώσοι στα στρατόπεδα, μου επιβεβαίωσαν το ίδιο πράγμα: «Στο Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων δεν χρειάζεται να αντιδικείς και να επιμένεις, μόνο χειρότερα μπορείς να κάνεις τα πράγματα». Ο Ρώσος υπογράφει ότι τον προστάξουν, χωρίς να δει, χωρίς να διαβάσει. Και ξέρει πως έτσι θα αποφύγει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Θα τιμωρηθεί όπως του αξίζει. Σε αντίθετη περίπτωση απλά θα του προσθέσουν κι άλλα χρόνια στην ποινή. Η συμπεριφορά μου στην ανάκριση (υπό την σοβιετική οπτική γωνία) ήταν λανθασμένη, γιατί έδινα πολύ μεγάλη σημασία στις τυπικότητες. Για την φτηνή διασκέδαση να στριμώξω στην γωνία τον συνομιλητή μου, μία λεκτική αντιπαράθεση την πλήρωσε με δυόμιση χρόνια επιπλέον ποινή».
(1) ΖΕΚ: Συντομογραφία για την λέξη «κρατούμενος». (Σ.τ.Σ)