Της Μαρίας Χούκλη
Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα; Επειδή το κοινό δεν θέλει να ακούσει την αλήθεια. Τουλάχιστον όχι ολόκληρη, όχι απροκάλυπτη. Οι άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, θέλουν να ακούσουν αυτό που θέλουν να ακούσουν. Τα εύκολα, τα ισοπεδωτικά, τα απλοϊκά, όσα ανταποκρίνονται στη λογική «ένα κι ένα κάνουν δύο». Έτσι, στις εκλογές, όταν ένας υποψήφιος λέει τα πράγματα με το όνομα τους και ο άλλος –ακόμη και του ιδίου κόμματος– λέει ό,τι επιθυμεί να ακούσει ο κόσμος, τις περισσότερες φορές κερδίζει εκείνος που φτιασιδώνει την πραγματικότητα, αποκρύβει τα δυσάρεστα και υπόσχεται το αδύνατο.
Έπεσα πάνω σ 'ένα δοκίμιο της Χάνα Άρεντ, γραμμένο το 1971 που αποτελεί μια οξυδερκή ανατομία αυτής της ολέθριας σχέσης ανάμεσα στην πολιτική, το ψεύδος και τον πολίτη, αλλά και τις επιπτώσεις της στην ποιότητα της Δημοκρατίας, πέρα από ηθικολογίες και δεοντολογικά κηρύγματα.
Η Άρεντ απορρίπτει τη μοιρολατρική αποδοχή ότι ανέκαθεν τα ψέματα ήταν δικαιολογημένα στην άσκηση των κοινών από τους εκλεγμένους υπηρέτες του δημοσίου συμφέροντος. Οι πολιτικοί δεν πρέπει να συγχέουν, λέει, τα λάθη, τις ψευδαισθήσεις, τις στρεβλώσεις της μνήμης και τις ατυχείς παραγνώσεις των δεδομένων –όλοι μας υποπίπτουμε σε αυτές τις καταστάσεις, ουδείς τέλειος– με τα ωμά, συνειδητά ψέματα τους και την εξαπάτηση των πολιτών. Σύμφωνα με τη διανοήτρια, ένα από τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης δράσης είναι ότι όταν αρχίζει μια νέα προσπάθεια, για να δημιουργηθεί χώρος για το καινούργιο πρέπει να αλλάξει το καθεστώς ante. Να παρουσιαστεί σαν άχρηστο, πεπαλαιωμένο, μη συμβατό με τις νέες ανάγκες. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου να πούμε ότι «ο ήλιος λάμπει», όταν έξω βρέχει. Παρατεταμένη αλλοίωση της πραγματικότητας, όπως αυτή που επιχειρείται από τους πολιτικούς, εξασθενεί και στο τέλος εξαλείφει την ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο διανοητικά και ψυχικά. Να μην μπορούμε οι πολίτες να σταθμίζουμε προβλήματα, προτεραιότητες, λύσεις. Απορρυθμίζεται ο θερμοστάτης της πνευματικής και συναισθηματικής ελευθερίας μας, μέσω των οποίων κρίνουμε και επιλέγουμε το είδος της ζωής που θέλουμε. Τις βελτιώσεις που πρέπει να κάνουμε και με ποιους. Μικρές δόσεις αναξιοπιστίας από το πολιτικό προσωπικό γίνονται ανεκτές, σε βάθος χρόνου μετατρέπονται σε χάσμα εμπιστοσύνης και μετά μετατρέπονται ραγδαία σε άβυσσο καχυποψίας και αδιαφορίας. Δείτε πού βρισκόμαστε εμείς.
Δεν είναι, πάντως, ελληνικό χαρακτηριστικό, όσο κι αν μας αρέσει από έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό να αυτομαστιγωνόμαστε σαν οι χειρότεροι του πλανήτη. Θυμόμαστε, βεβαίως, τα σχετικά πρόσφατα συνθήματα «θα καταργήσω τα μνημόνια» ή το «λεφτά υπάρχουν» και δικαίως χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Όμως, συμβαίνει και αλλαχού, πάντοτε συνέβαινε.
Τι να περιμένουμε από τους πολιτικούς μας; Θα πρέπει να περιμένουμε την ηθική τελειότητα; Ή θα πρέπει να περιμένουμε να κάνουν τη δουλειά για την οποία έχουν προσληφθεί; Να διαχειριστούν με σύνεση τα χρήματα των φορολογουμένων, να ψηφίζουν και να εφαρμόζουν δίκαια νόμους υπέρ της κοινωνίας.
Ο κόσμος δεν είναι τέλειος, ούτε θα βρεθούν τέλειοι πολιτικοί. Αλλά τουλάχιστον να σταματήσουμε να τιμωρούμε την πολιτική εντιμότητα, όσους λένε δύσκολες και άχαρες αλήθειες. Όσους υπόσχονται «αίμα, δάκρυα και ιδρώτα».