Γράφει παντού. Απ’ την στιγμή που πήρε φόρα «Γράφω στο λίβινγκ ρουμ του σπιτιού μου, στον ίδιο χώρο που η σύζυγος μου βλέπει τηλεόραση και τηλεφωνεί στις φίλες της. Όταν καθίσω μπροστά στο λαπ τοπ, δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από εμένα και το κείμενο. Κάτι σαν το τζόκινγκ, εκεί όπου όταν τρέχω δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από εμένα και τον δρόμο», μας λέει ο Γρηγόρης Αζαριάδης που μπήκε στη ζωή μας την τελευταία δεκαετία και μπήκε για τα καλά: «Παλιοί λογαριασμοί», «Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου», «Το μοτίβο του δολοφόνου», «Σκοτεινός λαβύρινθος», «Σκοτεινές υποθέσεις», «Παραπλάνηση»… σχεδόν με μια ανάσα.
«Συγγραφικές εμμονές υπάρχουν σίγουρα και κυρίως αναφέρονται σε γενικότερα θέματα, ιδιαίτερα όσα έχουν σχέση με την σημερινή κοινωνία. Η παραδοχή τους απαιτεί γενναιότητα, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι και απελευθερωτικό ψυχολογικά. Η πρώτη μου εμμονή έχει να κάνει με την αυτοδικία, με την έννοια ότι οι ήρωες δεν εμπιστεύονται την αστική δικαιοσύνη για την τιμωρία των ενόχων και με κάποιο τρόπο γίνονται οι ίδιοι δικαστές και τιμωροί (επίδραση του μεγάλου Κλιντ Ίστγουντ στο έργο μου).
Η δεύτερη εμμονή είναι το “ανοιχτό τέλος”, ένα τέλος που μπορεί διαφορετικοί αναγνώστες να δώσουν διαφορετικές ερμηνείες, ανάλογα με την προσωπική τους ματιά. Μία προσπάθεια τελικά του συγγραφέα να ενεργοποιήσει τον αναγνώστη και να τον βγάλει από τον ρόλο του παθητικού θεατή», μας εξομολογείται μιλώντας στο Liberal ο συγγραφέας.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κύριε Αζαριάδη, υπάρχει τελετουργία γραφής (συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες) ή μπορείτε να γράψετε παντού;
Λυπάμαι που μπορεί να χαλάσω την μαγεία, αλλά δεν υπάρχει καμιά τελετουργία. Γράφω στο λίβινγκ ρουμ του σπιτιού μου, στον ίδιο χώρο που η σύζυγος μου βλέπει τηλεόραση και τηλεφωνεί στις φίλες της. Όταν καθίσω μπροστά στο λαπ τοπ, δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από εμένα και το κείμενο. Κάτι σαν το τζόκινγκ, εκεί όπου όταν τρέχω δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από εμένα και τον δρόμο.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Όταν ξεκινάω να γράφω ένα μυθιστόρημα υπάρχει στο μυαλό μου η αρχή, το τέλος και ένας γενικός σκελετός της υπόθεσης. Είναι σαν ένα ταξίδι όπου γνωρίζω την αφετηρία, την Αθήνα ας πούμε, και το τέρμα, την Θεσσαλονίκη. Ακολουθώ λοιπόν την Εθνική οδό. Τώρα αν στην διασταύρωση με τον Βόλο, μου έρθει μια ξαφνική επιθυμία, μια παρόρμηση να κατεβάσω μερικά τσίπουρα, θα βγω από τον δρόμο, θα πάω στον Βόλο, αλλά μετά πάλι θα επιστρέψω στην Εθνική οδό. Τουτέστιν, οι παρεκκλίσεις από τον αρχικό προγραμματισμό όχι μόνο είναι καλοδεχούμενες, αλλά και προσθέτουν στην γοητεία του συγγραφικού ταξιδιού.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Όλα έχουν την αίσθηση του αλλόκοτου, αλλά τα πιο αλλόκοτα είναι σίγουρα το «Μοτίβο του δολοφόνου» και ο «Σκοτεινός λαβύρινθος». Όταν έγραφα το πρώτο, η σκληρή και επίμονη έρευνα για το ψυχολογικό προφίλ του serial killer εκτόξευσε την πίεση μου μέχρι το 21-22 ! Σαν αποτέλεσμα, σταμάτησα να γράφω για τρεις μήνες κι όταν ξανάρχισα, δεν έγραφα εγώ, αλλά κάποιος άλλος που είχε πάρει τη θέση μου.
Όσον αφορά στον «Σκοτεινό λαβύρινθο», ήμουν σε καλοκαιρινές διακοπές το 2017, στην Καβάλα, όπου αντιμετώπισα ένα σοβαρό θέμα με τον προστάτη, που τελικά οδήγησε σε μια συμπαθητική εγχείρηση. Καθισμένος σε μια καρέκλα, αποκλεισμένος από τα μπάνια και την παραλία, αρχίζω να γράφω το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος και ταυτόχρονα γυρίζω στο κείμενο και διορθώνω το πρώτο. Είναι ακριβώς η στιγμή που υιοθετώ τον ενεστώτα για πρώτη φορά. Γενικά, έχω πάλι το συναίσθημα ότι γράφει κάποιος άλλος κι όχι εγώ.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Συγγραφικές εμμονές υπάρχουν σίγουρα και κυρίως αναφέρονται σε γενικότερα θέματα, ιδιαίτερα όσα έχουν σχέση με την σημερινή κοινωνία. Η παραδοχή τους απαιτεί γενναιότητα, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι και απελευθερωτικό ψυχολογικά. Η πρώτη μου εμμονή έχει να κάνει με την αυτοδικία, με την έννοια ότι οι ήρωες δεν εμπιστεύονται την αστική δικαιοσύνη για την τιμωρία των ενόχων και με κάποιο τρόπο γίνονται οι ίδιοι δικαστές και τιμωροί (επίδραση του μεγάλου Κλιντ Ίστγουντ στο έργο μου).
Η δεύτερη εμμονή είναι το «ανοιχτό τέλος», ένα τέλος που μπορεί διαφορετικοί αναγνώστες να δώσουν διαφορετικές ερμηνείες, ανάλογα με την προσωπική τους ματιά. Μία προσπάθεια τελικά του συγγραφέα να ενεργοποιήσει τον αναγνώστη και να τον βγάλει από τον ρόλο του παθητικού θεατή. Άλλες δύο μικρές εμμονές έχουν να κάνουν με την χρήση υποδόριου έως διαστροφικού χιούμορ και τις αναφορές στη σεξουαλική ζωή των ηρώων, που κάποιοι τις θεωρούν φυσιολογικές και κάποιοι άλλοι υπερβολικές.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Το βασικό στοιχείο είναι να έχει ισχυρό κοινωνικό υπόβαθρο κι ακόμη πιο ισχυρό ψυχολογικό. Να μου δίνει την ευκαιρία να ασχοληθώ με τα σοβαρά κοινωνικά θέματα της σύγχρονης, καταπιεσμένης κοινωνίας, αλλά και την διερεύνηση των χαρακτήρων, τα συναισθήματα και τον λόγο που οδηγεί στις πράξεις τους. Αυτό που αποκαλώ ψυχολογική σκιαγράφηση των ηρώων, ψυχολογικό προφίλ, πράγμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο κι επίπονο και χρειάζεται να καταφύγω στην βοήθεια των ψυχολόγων, που αποτελούν σημαντικό μέρος της ομάδας των συνεργατών μου. Άλλωστε αυτό που ενδιαφέρει στην εποχή μας δεν είναι το παλιό κλασικό «whodunit» αλλά το «whydunit», για ποιο λόγο δηλαδή έχει διαπραχθεί κάποιο έγκλημα.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωας σας ή ηρωίδα σας;
Ευφυία, δύναμη, αποφασιστικότητα, μοναχικότητα, ξεροκεφαλιά, αλλά ταυτόχρονα ευαισθησία και αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, να συμπάσχει με όσα δεινά υποφέρουν οι διπλανοί του και να είναι διατεθειμένος να κάνει κάτι γι’ αυτό. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τις φωτεινές και τις σκοτεινές περιοχές ζωγραφισμένες στο πρόσωπο τους. Κάποιες στιγμές υπερισχύει το Φως, κάποιες το Σκοτάδι. Αυτό ακριβώς απαιτώ να κουβαλάνε μαζί τους οι ήρωες μου, ακόμη και στις στιγμές που κάτι τέτοιο δεν φαίνεται καθαρά στις πράξεις τους.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Μα ποια άλλη από την κεντρική ηρωίδα μου, την αστυνόμο Τρύπη! Και μόνο το γεγονός ότι επέλεξα, για χίλιους δύο προφανείς και άγνωστους λόγους, να έχω ως πρωταγωνίστρια μια γυναίκα ανάγεται στην σφαίρα της ψυχανάλυσης! Όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα, μετά το πρώτο μου βιβλίο τους «Παλιούς λογαριασμούς», ενθουσιάστηκα. Αλλά αμέσως μετά έπεσα στο τριπάκι ότι θα αντιμετώπιζα μεγάλες δυσκολίες να περιγράψω ένα γυναικείο χαρακτήρα και το σημαντικότερο να εμβαθύνω στις λεπτομέρειες του ψυχολογικού της προφίλ. Τελικά όμως ήταν μια σαγηνευτική πρόκληση, στον βαθμό βέβαια που οι αναγνώστες κρίνουν ότι το πέτυχα σε μεγάλο βαθμό.
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Το πρώτο σοκ ήταν ο μεγάλος Ραίημοντ Τσάντλερ με τον «Μεγάλο αποχαιρετισμό» και το «Αντίο γλυκιά μου». Το επόμενο και το οριστικό (!) ήταν με την «Πρηνή θέση του σκοπευτή» με τον άλλο μεγάλο, τον Ζαν Πατρίκ Μανσέττ.
- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Τα τρία που προανέφερα, ιδιαίτερα αυτό του Μανσέττ και όλα τα βιβλία του ζεύγους των Σουηδών πρωτοπόρων του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος, των Σγιεβάλ και Βαλέε.
- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Συγγραφείς είναι ο Ντάσιελ Χάμεττ, ο Ραίημοντ Τσάντλερ, ο Τζαίημς Ελλρόυ, ο Εντ Μακ Μπαίην, ο Ζαν Πατρικ Μανσέττ, ο Φρεντερίκ Φαζαρντί, οι Σγιεβάλ Βαλέε, ο Χέννινγκ Μανκέλλ, ο Άρνε Νταλ, ο Στινγκ Λάρσσον, ο Λέιφ Πέρσσον κι ο Τζο Νέσμπο. Ποιητές ο Νικόλας Άσιμος κι ο Τζίμης Πανούσης. Αν ο Μπομπ Ντύλαν θεωρήθηκε ποιητής κι έφτασε μέχρι το Νόμπελ, εγώ ως γνωστός αιρετικός, προτιμώ τα ντόπια προιόντα …
- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Όπως είπα γράφω στο λίβινγκ ρουμ του σπιτιού μου χωρίς καμιά διάθεση απομόνωσης, μέσα από ήχους τηλεόρασης και τηλεφώνου. Δεν έχω κανένα θέμα να αυτοσυγκεντρωθώ. Κάθομαι στο λαπ τοπ και ξεκινάω να γράφω. Έτσι απλά, χωρίς τίποτε να με αποσπά. Όσο για την ανάγνωση βιβλίων, ναι όταν γράφω διαβάζω πολλά βιβλία, αστυνομικά εννοείται. Άλλωστε στην ηλικία μου, οι ρυθμοί που γράφω δεν διακρίνονται για την ταχύτητα τους, δεδομένου ότι για να ολοκληρώσω την συγγραφή ενός βιβλίου χρειάζομαι το λιγότερο δώδεκα μήνες.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Ω …Αυτή κι αν είναι δύσκολη ερώτηση. Είχα προαναγγείλει ότι η «Παραπλάνηση» θα ήταν το τελευταίο μου βιβλίο. Αρκετά πια! Αλλά το μικρόβιο φαίνεται ότι είναι βαθιά μέσα μου και με ταλαιπωρεί. Γράφω κάτι, αλλά δεν έχω μέχρι τώρα πρόθεση να το προωθήσω για έκδοση. Δεν ξέρω ειλικρινά αν αλλάξω αργότερα γνώμη, αλλά αυτή η απόφαση να γράψω κάτι που μόνο εγώ (άντε και δέκα φίλοι …) θα διαβάσουν με κάνει να νιώθω απελευθερωμένος και να το απολαμβάνω ειλικρινά σε μεγάλο βαθμό. Πρόκειται για ένα κακό, σκληρό, τολμηρό, ζοφερό κοινωνικό νουάρ με έντονες αναφορές στην διαφθορά της σημερινής κοινωνίας και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα.