Φίλοι και συνομιλητές που «έχουν περπατήσει» πολλά χιλιόμετρα στην πολιτική ζωή της χώρας κι από διάφορες θέσεις, βουλευτές, δημοσιογράφοι, συνάδελφοι στην επικοινωνία, επιμένουν να μας θυμίζουν ότι όποιος απαιτεί από τα πολιτικά κόμματα να ζητήσουν συγγνώμη για λάθος επιλογές τους, ακόμα κι αυτές που επέφεραν μεγάλη και μετρήσιμη βλάβη στη χώρα, είναι απλώς εκτός θέματος.
Η Νέα Δημοκρατία δεν θα ζητήσει ποτέ συγγνώμη για τα «Ζάππεια» και για την καθοριστική της συμβολή στη δημιουργία του αντιμνημονιακού μετώπου και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ζητήσει ποτέ συγγνώμη για την οικονομική καταστροφή της χώρας που επέφερε η παρωδία διαπραγμάτευσης με τους δανειστές το α' εξάμηνο του 2015. Δεν θα ζητήσει συγγνώμη για το κλείσιμο των τραπεζών και για το ότι κατέλαβε την εξουσία διχάζοντας τη χώρα, με αποκορύφωμα τη διοργάνωση του παράνομου δημοψηφίσματος.
Μάλλον έχουν δίκιο.
Υπάρχει όμως κάτι διαφορετικό, βαθύτερο και σκοτεινότερο από τα «μεγάλα πολιτικά σφάλματα της Μεταπολίτευσης» που στοιχειώνει την πολιτική ζωή της χώρας από το 1974 μέχρι σήμερα και φυσικά αναφερόμαστε στην πολιτική βία.
Η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου του κ.Αλέξη Τσίπρα να στοιχηθούν μαζί με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της χώρας στην αυριανή εκδήλωση για τα θύματα της Μαρφίν, επαναφέρει το θέμα στην επικαιρότητα γιατί στην πραγματικότητα είναι μια ξεκάθαρη δήλωση ότι για μια μεγάλη πολιτική δύναμη της χώρας, την ίδια την αξιωματική της αντιπολίτευση, η πολιτική βία είναι ένας από τους όρους ύπαρξής της.
Η διαρκής και επαναλαμβανόμενη απροθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να καταδικάζει μαζί με τους υπόλοιπους τη βία σημαίνει ότι τη θεωρεί βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής του ταυτότητας.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Θα περίμενε κανείς ότι η κυβερνητική θητεία θα κανονικοποιούσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Τι σημαίνει κανονικοποίηση στην πολιτική; Μια πολιτική δύναμη κανονικοποιείται όταν αντιλαμβάνεται βιωματικά ότι η τήρηση των κανόνων της αστικής δημοκρατίας δεν συνεπάγεται αυτομάτως την υπαρξιακή της ακύρωση και ότι είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη της συμμετοχής της στο παιχνίδι με αξιώσεις.
Όμως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που τελικά δεν είναι αριστερά αλλά ένα μόρφωμα με στελέχη τον Γιάννη Δραγασάκη, τον Νίκο Βούτση, τον Νίκο Φίλη αλλά και τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, την Έλενα Κουντουρά και τον Παύλο Πολάκη, έρχεται να μας δηλώσει έστω κι έμμεσα ότι δεν υφίσταται, δεν θα υπάρχει αν καταγγείλει την πολιτική βία.
Βέβαια, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την αυριανή τελετή (που διοργανώθηκε κι αυτή μάλλον πρόχειρα, όπως η ανάλογη εκδήλωση για την τρομοκρατία στο Πολεμικό Μουσείο, αναρωτιόμαστε προς τι τόση βιασύνη, εκτός εάν είχε ανακοινωθεί νωρίτερα και μας διέφυγε) επιφύλασσε μια ιστορική έκπληξη: η απόφαση της Προέδρου της Δημοκρατίας να συμμετάσχει στην αυριανή εκδήλωση, όπως και η δήλωση που έκανε την ημέρα της μαύρης επετείου της δολοφονίας των υπαλλήλων της Μαρφίν, είναι ιστορική.
Η κυρία Σακελλαροπούλου είναι ο πρώτος προοδευτικός άνθρωπος στη χώρα με υψηλό αιρετό αξίωμα που τοποθετείται με τόσο κατηγορηματικό τρόπο απέναντι στην πολιτική βία. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ο κ. Τσίπρας είναι προοδευτικός, δεν το έκανε. Η κυρία Σακελλαροπούλου πάλι, δεν υπολόγισε μήπως και «χαλάσει τις σχέσεις της» με τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος βέβαια την είχε ψηφίσει και δεν έχει κανένα λόγο να ψυχρανθεί μαζί του, δεν της το επιτρέπει και η θέση της εξάλλου.
Απλώς, έκανε το σωστό και εξέφρασε, επιτέλους, μ’ένα τρόπο επίσημο τον προοδευτικό κόσμο της χώρας που κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας υπήρξε θύμα της τυφλής βίας των εχθρών της δημοκρατίας: βουλευτές εδάρησαν, στελέχη κομμάτων προπηλακίστηκαν, δημοσιογράφοι δέχτηκαν πρωτοφανείς, στα χρόνια της δημοκρατίας, επιθέσεις, εφημερίδες του προοδευτικού χώρου, όπως η Athens Voice, κάηκαν, πολίτες μπήκαν στο στόχαστρο ψηφιακών ΚΝΑΤ.
Το βάρος βέβαια μένει: τρεις νέοι άνθρωποι, τρεις εργαζόμενοι της μεσαίας τάξης δολοφονήθηκαν. Πάνω στους τάφους τους στήθηκε πολιτικό θέατρο απ’όλους. Οι δολοφόνοι τους δεν έχουν βρεθεί για να τιμωρηθούν. Η αυριανή τελετή αναγνωρίζει το γεγονός ως αποτρόπαιο και ως επίθεση στη δημοκρατία όμως οι δολοφονημένοι θα δικαιωθούν μόνον όταν αποδοθεί δικαιοσύνη.