της Μαρίας Χούκλη
Σαν επιζήσαντες από μεγάλη καταστροφή μπαίνουμε στο έβδομο καλοκαίρι της κρίσης. “Πεθύμησα χαρά” μου έλεγε προ ημερών ένας φίλος. Αυθεντική ξενοιασιά, εκείνη την ελαφράδα που δεν σημαίνει αδιαφορία για τα γύρω και για τους γύρω, αλλά είναι το φίλτρο για τις τοξίνες της καθημερινότητας.
Στο ερώτημα “τί γίνεται, τί κάνεις” σχεδόν όλοι ξεκινούν να απαντήσουν μ'' έναν αναστεναγμό, με έναν αδιόρατο μορφασμό σαν να τους λογχίζει τα πλευρά ένας ξεχασμένος πόνος. Τώρα που το φως γίνεται πρωταγωνιστής των ημερών, τα σώματα λύνονται και οι νύχτες μαλακώνουν από τη ζέστη, τώρα φαίνεται περισσότερο. Χαρά αγνοείται.
Πώς αλλιώς; Ο φοβερός Σιμούν της κρίσης πέρασε από πάνω μας και τα σάρωσε όλα. Μας πήρε και μας σήκωσε, πολλούς τους σκέπασε η άμμος και ακόμη παλεύουν να βγουν.
Όμως η περίπτωση μας παίρνει συνεχώς παράταση. Η κακή είδηση έγινε μόνιμη πραγματικότητα. Είπαμε, ξαναείπαμε σαν προσευχή ότι κρίση σημαίνει «κι?νδυνος» και «ευκαιρι?α», αλλά εμείς μείναμε με τον κίνδυνο και οι κινέζοι πήραν την ευκαιρία.
Ζήσαμε όλα τα στάδια που περιγράφουν ειδικοί και επαΐοντες. Σοβαρή απειλή?, αβεβαιότητα, επικίνδυνη φάση, ζημιογόνες και επιβλαβείς καταστάσεις, άγχος. Μηρυκάσαμε χίλιες φορές τα δεινά μας, αλλά εκείνα μας αντιστέκονται ακόμη. Ηθικά παραδοθήκαμε. Κοινωνικοί κανιβαλισμοί και μίσος ήταν το επιβαλλόμενο savoir faire. Χίλιες φορές υποσχεθήκαμε ότι θα αλλάξουμε, όμως ακόμη κι ό,τι αλλάζει γίνεται με αδιανόητα αργούς ρυθμούς και πισωγυρίσματα .
Οργή, θυμός, ελπίδα, διάψευση πάνω σε πολιτικό φόντο που άλλαξε πολλές φορές. Πότε θα κάνουμε τις παραδοχές που πρέπει, θα πετάξουμε βολικά θεωρήματα και φαύλα αξιώματα για να κοιτάξουμε επιτέλους μπροστά;
Η είσοδος του θέρους συμπίπτει με τον άρτι ψηφισθέντα φορολογικό καύσωνα, που θα είναι παρατεταμένος και βαρύς.
Θα έλθουν κι άλλα πύρινα μέτωπα από το φθινόπωρο.
Όμως, ο κόσμος μοιάζει να έχει ακαΐα, μοιάζει πλέον πυρίμαχος σ'' όποια φωτιά κι αν σκάσει. Επιζεί ο καθένας, όπως ξέρει και μπορεί. Ακόμη κι όταν του πέσουν ξεροκόμματα χαράς, τρίζουν στο στόμα από την άμμο του Σιμούν.
Σαν επιζήσαντες από μεγάλη καταστροφή μπαίνουμε στο έβδομο καλοκαίρι της κρίσης.