Του Αντώνη Πανούτσου
Το πρωί του Σαββάτου η Ελλάδα των social media αντιλαμβανόταν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι η Κούβα. Μετά τον θάνατο του Κάστρο, το ένα κομμάτι ανακάλυπτε τα θαύματα που είχε κάνει στην παιδεία και την υγεία. Το άλλο, ότι είχε κάνει την Κούβα ένα απέραντο πορνείο. Θα μπορούσε να υπάρχει και ένα τρίτο που να πιστεύει ότι η Κούβα είναι υγιές και μορφωμένο πορνείο, αλλά την ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη κατάργησε μια Ελλάδα που χωρίστηκε σε στρατόπεδα έτοιμα να πλακωθούνε για το οτιδήποτε. Ένα έγκλημα του ΣΥΡΙΖΑ που ξεκίνησε με την καμπάνια «Εμείς ή αυτοί». Μεταβλήθηκε σε πολιτικό Φρανκεστάιν, που πήρε δική του ζωή και είναι αδύνατον να χαλιναγωγηθεί.
Στον δρόμο προς την εξουσία, έπρεπε να επαναπροσδιορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ το «εμείς». Όσο ήταν κίνημα κοινωνικής πίεσης για τον ΣΥΡΙΖΑ οι αντιεξουσιαστές, οι antifa, οι διοργανωτές πολυπολιτισμικών πανηγυριών, οι μαχητές της Κερατέας και των Σκουριών ήταν αρκετοί. Μόνο που όλοι μαζί ζήτημα να ήταν 4%. Για να μπορέσει να πάρει την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να δημιουργήσει και άλλους «εμείς» που με τα χαρακτηριστικά τους θα μπορούσαν να συνταυτιστούν οι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ. Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ, που ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανακάλυπτε, ήταν η εθνική αντίσταση. Μια ιστορία που έμοιαζε να έχει κλείσει τον Μάιο του 1984 με την χειραψία Θρασύβουλου Τσακαλώτου και Μάρκου Βαφειάδη το 1984 ξανάνοιγε, ώστε να εντάξει τους ψηφοφόρους του βαθέως ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ. Η λύση ήταν ιδανική για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά καταστροφική για την εθνική ενότητα.
Ιδανική, γιατί οι πασόκοι, που είχαν μεγαλώσει με Κουτσόγιωργα, Γιαννόπουλο και Αυριανή και είχαν μάθει να πιστεύουν ότι το ΠΑΣΟΚ είναι συνέχεια της εθνικής αντίστασης στην κατοχή. Δεν δυσκολεύτηκαν να προσθέσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνέχεια του ΠΑΣΟΚ.
Δεύτερον, έχοντας περάσει σχεδόν 70 χρόνια από το τέλος της κατοχής και του εμφυλίου, με την ιστορία να γράφεται και να ξαναγράφεται με τις πολιτικές αλλαγές, οτιδήποτε και να προστίθετο είχε ελπίδα να σταθεί. Ακόμα περισσότερο αν είχε την σφραγίδα της αγνής, άδολης ιστορίας της αριστεράς, την οποία ενοχικά είχε μάθει να αποδέχεται η δεξιά παράταξη.
Τρίτον, επειδή οι αντιστασιακές δάφνες μπορούσαν να γίνουν κληρονομικές και εξαργυρώσιμες, σαν το ΑΣΕΠ. Αντίσταση για όλη την οικογένεια, μέχρι και τρεις γενιές, που μπορούσε να αποκαταστήσει στο δημόσιο όπως έγινε με τον γενικό γραμματέα νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ Ιάσονα Σχινά – Παπαδόπουλο. Μια λογική που και το ΠΑΣΟΚ είχε ακολουθήσει με τις συντάξεις εθνικής αντίστασης, που ο συνταξιούχος μπορεί εκείνη την εποχή να μην είχε περάσει τα 10.
Τέταρτον, σε μια χώρα που ο λαός της έχει μεγαλώσει με το δόγμα «ένα λαός παύει να υπάρχει αν ξεχάσει την ιστορία του», αλλά σαν ιστορία αντιλαμβάνεται τον Μικρό Ήρωα, οι αναγωγές ήταν εύκολες. Εθνική αντίσταση κατά των Γερμανών τότε, εθνική αντίσταση κατά των Γερμανών τώρα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κομμάτι των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ να νομίζει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με την Γερμανία, κάτι που βοηθούσε στην συσπείρωση των νέων οπαδών.
Πέμπτον, η αναφορά στην δεκαετία του '40 είχε το bonus εξεύρεσης εσωτερικού εχθρού. Αν η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με τους Γερμανούς και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η κυβέρνηση της αντίστασης, η αντιπολίτευση τι είναι; Εύκολο. Προδότες. Και οι ψηφοφόροι της δωσίλογοι, πράκτορες, γερμανοτσολιάδες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κατορθώσει να συσπειρώσει μια μεγαλύτερη βάση, διαιρώντας ταυτόχρονα την Ελλάδα. Εξήντα χρόνια μετά την δεκαετία του '50 η Ελλάδα διαιρείτο σε φιλελέ εναντίον συριζέων. Μενουμευρώπη εναντίον φευγουμευρώπη. Με τον ΣΥΡΙΖΑ να υποδαυλίζει την διαίρεση με το άρθρο του Γιώργου Κυρίτση, στην Αυγή, που έλεγε ότι είναι συνειδητή κυβερνητική απόφαση το οικονομικό βάρος των μέτρων να το πληρώσουν οι «Μένουμε Ευρώπη», σαν να μην ήταν δημοψήφισμα, αλλά εμφύλιος.
Η αντίδραση των φιλελεύθερων ήταν προβλεπόμενη. Κάθε φίλος του ΣΥΡΙΖΑ από τον Μαδούρο και τον Κάστρο, μέχρι τον Κραουνάκη και την Μποφίλιου, ήταν αυτόματα εχθρός τους. Ο θάνατος του Κάστρο έδειξε ότι η Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ, του «εμείς ή αυτοί», είναι διαιρεμένη όσο ποτέ.