Της Εύας Στάμου*
Η Ιερά Σύνοδος, ζηλεύοντας προφανώς την δόξα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αποφάσισε να θεσπίσει τον εορτασμό της «Ημέρας του αγέννητου παιδιού» την πρώτη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα. Όπως το επίσημο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα το οποίο αντιτίθεται ενεργά τόσο στην αντισύλληψη όσο και στην άμβλωση, έτσι και η Εκκλησία της Ελλάδος επιχειρεί με ένα όχι και τόσο έμμεσο τρόπο να τοποθετηθεί δυναμικά κατά των αμβλώσεων, προτρέποντας τις γυναίκες να μην προχωρούν σε διακοπή κύησης.
Δεν γνωρίζω αν η Εκκλησία μας προσπαθεί να βοηθήσει με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, ή αν επιθυμεί να ικανοποιήσει συγκεκριμένες ομάδες πιστών που νομίζουν ότι ο ρόλος των ιερέων είναι να διαμορφώνουν και να επιβλέπουν τα σεξουαλικά ήθη των νέων. Εξισώνοντας, όμως, την ανθρώπινη σεξουαλικότητα κυρίως με την αναπαραγωγή και θεωρώντας πως κάθε μορφή αντισύλληψης πάει κόντρα στη φύση, διακηρύττει ανοιχτά ότι η διακοπή κύησης σε οποιοδήποτε στάδιο είναι μια πράξη ανήθικη.
Η αντίληψη αυτή παρουσιάζει τουλάχιστον δύο εννοιολογικά προβλήματα: πρώτον, εξισώνει ένα έμβρυο με ένα παιδί και, δεύτερον, εξισώνει την διακοπή κύησης με τον φόνο. Λανθασμένα θεωρείται ότι ο ανθρώπινος βίος ξεκινά την στιγμή της σύλληψης, δηλαδή όταν το σπερματοζωάριο γονιμοποιεί το ωάριο. Μπορεί κάποιοι πιστοί να αναφέρονται στην ψυχή ως κάτι προαιώνιο, ωστόσο η επιστήμη έχει από καιρό καταδείξει πως τα έμβρυα δεν αποτελούν πρόσωπα, εφόσον δεν έχουν ανεπτυγμένη συνείδηση, στερούνται αυτεπίγνωσης, και δεν διαθέτουν την ικανότητα να αναπτύσσουν συναισθήματα, να ερμηνεύουν και να επεξεργάζονται εμπειρίες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο νόμος επιτρέπει στις εγκύους να διακόπτουν την εγκυμοσύνη τους μόνο κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, όταν, κατά την ευρύτατη αποδοχή της επιστημονικής κοινότητας, το έμβρυο δεν αποτελεί επουδενί ακόμα παιδί.
Αν δεχτούμε αυτές τις απλές, κατά κόρον τεκμηριωμένες αλήθειες, αυτόματα αντιλαμβανόμαστε πως εφόσον η διακοπή κύησης λάβει χώρα κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση τέλεση δολοφονικής πράξης, αφού δεν βλάπτει στην πραγματικότητα κανένα φυσικό πρόσωπο.
Το ουσιώδες ερώτημα λοιπόν παραμένει αν έχουν ή όχι οι γυναίκες το δικαίωμα να διαθέτουν όπως επιθυμούν το δικό τους σώμα. Το αν μια γυναίκα θα έχει σεξουαλικές επαφές, αν θα χρησιμοποιήσει αντισύλληψη, και αν θα κρατήσει το έμβρυο σε περίπτωση ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ή βιασμού, είναι πολύ σοβαρά, προσωπικά ζητήματα για τα οποία η ίδια φέρει την ευθύνη.
Αναρωτιέται ακόμη κανείς αν για τέτοια θέματα θα πρέπει να αποφασίζει, όχι η ίδια η γυναίκα, αλλά κάποιοι άλλοι αντ' αυτής, όπως τα αδέρφια της, ο πατέρας της, ο ιερέας, ή τα μέλη της ενορίας; Έχει μια γυναίκα που ζει σήμερα στην Ευρώπη το θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, στην αυτοδιάθεση, και την αναπαραγωγική αυτονομία ή για ορισμένους αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο «αμάρτημα»;
*Η κ. Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και Δρ Ψυχολογίας.