«Εγώ ξεκίνησα το γράψιμο με μια βαθιά δίψα για επικοινωνία με τον κόσμο, μπορεί και επειδή λίγο καιρό πριν είχα πάψει να πιστεύω στον Θεό. Και πράγματι, ο τρόπος που απευθύνθηκα στο γράψιμο είχε έναν θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς ήταν σαν να επεδίωκα να επικοινωνήσω με μια αόρατη δύναμη που δεν ήξερα ακόμα τι μπορεί να είναι. Ταυτόχρονα όμως, είχα και μια διάθεση για επαναπροσδιορισμό και αναδημιουργία των όρων της ζωής μου, αρχικά στο επίπεδο της φαντασίας και στης πραγματικότητας έπειτα.»
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος αμέσως ξεχώρισε. Βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Οι «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» τον έβαλαν στη λογοτεχνία για τα καλά, έτσι ώστε όταν ήρθε «Η λάσπη», «Η τραμπάλα» ήδη τον περιμέναμε και δεν μας απογοήτευσε. Όλοι μιλούν ειδικά για το τελευταίο του μυθιστόρημα «Χάθηκε βελόνι» (εκδόσεις Μεταίχμιο) ότι γεννήθηκε μια σπουδαία λογοτεχνική φωνή. Ακροβατώντας σε δυο κόσμους, στη Χιμάρα όπου γεννήθηκε και στη Σκάλα Λακωνίας η οποία τον υποδέχθηκε, ο συγγραφέας έχει μια θέαση του κόσμου μαγική, μαγευτική και σπαρακτική.
Στο Liberal.gr μιλήσαμε για τα πάντα.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κύριε Γκέζο, θεωρείτε τον εαυτό σας περισσότερο ποιητή ή συγγραφέα; Και εν τοιαύτη περιπτώσει, από τη στιγμή που ανέλαβε ο συγγραφέας, τι απέγινε ο ποιητής;
Από πολύ νωρίς βρέθηκα αντιμέτωπος με αυτό το ερώτημα, περισσότερο άρρητα και υποσυνείδητα φυσικά. Ξεκίνησα να γράφω ποιήματα και διηγήματα σχεδόν ταυτόχρονα, για μένα ήταν μονάχα διαφορετικές λέξεις της ίδιας γλώσσας, δηλαδή της γλώσσας της φαντασίας. Όσο συνέχισα να διαβάζω και να γράφω, να ανακαλύπτομαι και να ερεθίζομαι δηλαδή δημιουργικά, αυτό το ερώτημα άρχισε να τίθεται με πιο υλικούς όρους μέσα μου.
Το γράψιμο λοιπόν για μένα πρώτα απ’ όλα είναι γλώσσα και φαντασία. Το πώς αυτές θα διαμορφωθούν και σχηματοποιηθούν εξαρτάται κάθε φορά από την ιστορία που θέλω να πω. Και τα δύο είναι μέθοδοι αφήγησης ιστοριών: το ποίημα μιας πιο σύντομης, με τρόπο πιο φαντασιακό και αφηρημένο, το πεζό μιας πιο εκτενούς, δομημένα και εγκεφαλικά. Σταδιακά αφοσιώνομαι περισσότερο στην πεζογραφία, γιατί είναι σε θέση να απασχολήσει το μυαλό μου με μεγαλύτερη συνέπεια και ενεργητικότητα. Και την ποίηση όμως δεν την εγκαταλείπω, είναι μια συνθήκη θεμελιακή για τον ψυχισμό μου.
- Τι προσφέρει σε έναν ποιητή ή συγγραφέα, η ποίηση και το μυθιστόρημα; Και τι είναι εκείνο ή εκείνα που απαιτεί απ’ αυτόν;
Η ποίηση σε εμένα προσωπικά προσφέρει παρηγοριά, ονειροπόληση, συναισθηματική βαθύτητα, μια επαφή με το συγκεχυμένο αλλά και με το θραύσμα της καθημερινότητας και του χρόνου. Το μυθιστόρημα από την άλλη, προσφέρει πνευματική εγρήγορση και μεγαλύτερη στον χρόνο δημιουργική ικανοποίηση. Μπορεί επίσης να είναι πιο διασκεδαστικό, γιατί σου δίνει το περιθώριο να χτίσεις πλήθος ιστοριών, με ανατροπές, πρόσωπα και περιπέτειες. Και τα δύο απαιτούν πολύ διάβασμα και τόλμη να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου, το μυθιστόρημα για αντικειμενικούς λόγους απαιτεί και περισσότερο χρόνο.
- «Χάθηκε βελόνι», να ξεκινήσουμε αποκωδικοποιώντας τον τίτλο;
Ο τίτλος είναι από ένα παιδικό τραγουδάκι, από ένα νανούρισμα της γενέτειράς μου της Χιμάρας (Χιμάρα ή Χειμάρρα: και οι δύο γραφές χρησιμοποιούνται, αν και ορθότερη είναι η πρώτη, αφού η ονομασία προέρχεται από τη Χίμαιρα κι όχι από τον χείμαρρο). Είχα κάποιους ενδοιασμούς αρχικά για τη χρήση του ως τίτλου, επειδή φοβόμουν ότι ίσως έδινε ένα στίγμα πιο παραδοσιακό από ό,τι είναι το βιβλίο στο σύνολό του, που εμπεριέχει φυσικά κι αυτό το στοιχείο αλλά ως μέρος μόνο. Τελικά όμως σκέφτηκα ότι αντιπροσωπεύει το βιβλίο, περιέχοντας διάφορους συμβολισμούς που με ενδιέφεραν, ενώ μου άρεσε και ο ρυθμός του.
- Στη «Λάσπη» ο ήρωάς σας είναι ένας νεαρός βορειοηπειρώτης, στο «Χάθηκε βελόνι» παρακολουθούμε τη μοίρα και τη διαδρομή μιας οικογένειας από το Δρέπενι της Β.Ηπείρου στην αχανή Αμερική, πόσο εύκολο είναι να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, γράφοντας; Τα όσα ζήσαμε είναι η βαριά λογοτεχνική μας σκιά και το προς επίλυση αίνιγμα;
Όταν γράφουμε όχι απλώς δεν ξεφεύγουμε από τον εαυτό μας, αλλά τον αναδεικνύουμε και περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή. Πέρα από το διάβασμα, πέρα από τις επιρροές και τι τεχνικές, ο καθένας στο γράψιμο δίνει ό,τι έχει κι ό,τι είναι.
- Ήρθατε μωρό σχεδόν, από μια δύσκολη πόλη και χώρα σε μια εξίσου δύσκολη περιοχή και χωριό, πόσο συνέβαλαν στο να αναδυθεί ο συγγραφέας από μέσα σας;
Συνέβαλαν μάλλον όσο τίποτε άλλο. Ήταν μια ζωή με ανορθόδοξο, σε σχέση με την πλειοψηφία της εποχής και της χώρας, ξεκίνημα, οπότε όλη η συνέχεια εξελίχθηκε αναμενόμενα περίπλοκα, αλλά με πολλές εμπειρίες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για πολύ τελικά κόσμο. Αντιπαθώ ωστόσο την ημερολογιακή γραφή και την έλλειψη φαντασίας στη λογοτεχνία, οπότε πάντα στα έργα μου επιδιώκω να χρησιμοποιώ τα βιώματά μου απλώς ως μια αφετηρία, πάνω στην οποία θα προσθέσω επιπλέον αφηγήσεις και θεματικές. Τη βαριά αυτοβιογραφία τη βαριέμαι κι εγώ ο ίδιος: είναι πολύ πιο συναρπαστικό να εκπλήσσεις τον εαυτό σου γράφοντας, επινοώντας μονοπάτια για τους χαρακτήρες, σκηνοθετώντας λοξοδρομίες, θριάμβους και ήττες.
- Η ανάγκη να γράψουμε είναι και μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού ή επικοινωνίας;
Είναι πάρα πολλά. Εγώ ξεκίνησα το γράψιμο με μια βαθιά δίψα για επικοινωνία με τον κόσμο, μπορεί και επειδή λίγο καιρό πριν είχα πάψει να πιστεύω στον Θεό. Και πράγματι, ο τρόπος που απευθύνθηκα στο γράψιμο είχε έναν θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς ήταν σαν να επεδίωκα να επικοινωνήσω με μια αόρατη δύναμη που δεν ήξερα ακόμα τι μπορεί να είναι. Ταυτόχρονα όμως, είχα και μια διάθεση για επαναπροσδιορισμό και αναδημιουργία των όρων της ζωής μου, αρχικά στο επίπεδο της φαντασίας και στης πραγματικότητας έπειτα.
- Κύριε Γκέζο, λένε ότι ο χαρακτήρας είναι η μοίρα μας, αλλά εγώ θα επιμείνω, το παρελθόν καθορίζει τον χαρακτήρα μας, άρα τη μοίρα μας;
Αυτό στα βιβλία μου είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα: άνθρωποι που ακριβώς δυναστεύονται από το παρελθόν τους, ένα παρελθόν που αποτελεί την κύρια πηγή δυστυχία τους, τόσο ως αντικειμενική συνθήκη όσο και ως φαντασίωση/εμμονή. Μοίρα βέβαια δεν υπάρχει, όσο ενδιαφέρον μυθιστορηματικά θέμα και αν είναι — υπάρχουν πιθανότητες για το πώς θα εξελιχθεί μια ζωή και πιθανότητες υπέρβασής της. Κι αυτή η υπέρβαση, ή ακόμα και η αποτυχία της κατά την προσπάθεια, με γοητεύει πολύ ως θέμα και ως πράξη.
- Ήρθατε τριών ετών από τη Χιμάρα της Αλβανίας στη Σκάλα Λακωνίας, έχετε αναμνήσεις από τη Χιμάρα; Ποιες είναι οι πρώτες, έστω από τις πρώτες αναμνήσεις σας, όσον αφορά τη Σκάλα Λακωνίας;
Έχω κάποιες αναμνήσεις επειδή επιστρέφαμε αρκετά συχνά στην αρχή, και μάλιστα μια-δυο φορές σχεδόν τα παρατήσαμε και γυρίσαμε μόνιμα στη Χιμάρα, οπότε μείναμε για πιο μεγάλα διαστήματα από μια σύντομη επίσκεψη. Τις περισσότερες πάντως αναμνήσεις τις έχω από ετεροχρονισμένες αφηγήσεις των δικών μου, τις οποίες τις αφομοίωσα και ως δικές μου. Από τη Σκάλα οι πρώτες εικόνες που έχω να θυμάμαι είναι 5-6 χρονών να γυρίζω στους δρόμους με μια ανάμεικτη αίσθηση σοκ και περιέργειας, θέλοντας ήδη να μάθω ό,τι μπορούσα περισσότερο, να γνωρίσω τον τόπο, τους ανθρώπους — επίσης να χορεύω στην αυλή μιας γιαγιάς της γειτονιάς, της θεια-Ντίνας, που πια έχει πεθάνει.
- Ένα παιδί, λένε οι ψυχολόγοι, έχει ανάγκη τη ρουτίνα του, αυτό το μεταναστευτικό ταξίδι σε τόσο μικρή ηλικία κατά πόσο βλέπετε να υπάρχει στο έργο σας και στην δική σας ψυχοσύνθεση;
Όπως ανέφερα παραπάνω, κατά τη μετάβασή μου αυτή υπέστην σίγουρα ένα πολυεπίπεδο πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό σοκ. Δεν ήρθαμε μόνο από μια άλλη χώρα, ήρθαμε από μια άλλη εποχή, ήταν σαν να μπήκα σε μια κάψουλα και να βγήκα ξαφνικά μετά από 50 χρόνια μες στον χρόνο. Αυτή η διαφορά φάσης υπήρχε και σε σχέση με την οικογένειά μου, μιας και εγώ ήμουν με διαφορά ο μικρότερος και ο μόνος που πήγε σχολείο και μεγάλωσε στην Ελλάδα.
Προφανώς όλα αυτά αποτυπώθηκαν βαθιά στην ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητά μου, αλλά και στο έργο μου: μια διαρκής αίσθηση αναζήτησης, μια οδυνηρή περιπλάνηση, ένα πάσχισμα να καλύψω το χαμένο έδαφος και να πάω εκεί που θεωρούσα ότι έπρεπε να έχω ξεκινήσει. Για δεκαετίες η ζωή μου ήταν ακριβώς αυτό, ένας αγώνας δρόμου για να αποτινάξω και να ισορροπήσω από τη μία αυτό το σοκ, και από την άλλη να τραβήξω τη ζωή μου λίγο από εδώ λίγο από εκεί, ώστε να ζήσω κατά το δυνατόν ελεύθερος.
- Είναι η αίσθηση του «μη ανήκειν» που μας δίνει την αίσθηση του προορισμού; Σας το ρωτώ διότι το έχω νοιώσει κάπως, το έχω ζήσει…
Είναι αλήθεια πως αν νιώθεις ότι δεν ανήκεις πουθενά, μπορείς να πας παντού. Η αίσθηση αυτή γίνεται αυτόματα κι ένας μεγάλος σκοπός, που μπορεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή σου. Είναι δίκοπο μαχαίρι και μεγάλη διαδρομή, και ίσως πάντα τελικά μένει μέσα σου ένα κατάλοιπο της αίσθησης αυτής.
- Κύριε Γκέζο, από την έλλειψη ή από το περίσσευμά μας γράφουμε;
Πρώτα από την έλλειψη. Αν δεν σου λείπει κάτι, δεν κάθεσαι να γράψεις. Αν είναι όλα καλά στη ζωή σου, απλώς τη ζεις, δεν μπαίνεις στη διαδικασία, τουλάχιστον αρχικά, να υποφέρεις μπροστά από τις λέξεις. Το ενδεχόμενο περίσσευμα είναι δευτερεύουσα υπόθεση — πιστεύω φυσικά ότι το γράψιμο είναι μια βαθιά εγωιστική πράξη.
- Τι είναι για σας η γλώσσα, κύριε Γκέζο; Σκέψεις, νοήματα, ρίζες, συνείδηση (λαμβάνοντας υπ’ όψη τον συγκλονιστικό μονόλογο της Ηλέκτρας);
Η γλώσσα είναι ένας τόπος οικειότητας, είναι μια μηχανή επικοινωνίας αλλά και ένα σύννεφο θαλπωρής. Για μένα ειδικά, η γλώσσα ήταν ίσως ο πιο σημαντικός τρόπος να χτίσω την ταυτότητά μου και να αποκτήσω αυτοπεποίθηση απέναντι στα πράγματα. Ευτυχώς από πολύ νωρίς η μάθηση με γοήτευσε, αλλά έπεσα και σε δασκάλους που με κινητοποίησαν και με ενέπνευσαν, και πάντα τους ευγνωμονώ.
Στον μονόλογο της Ηλέκτρας τώρα, η γλώσσα συνδέει τους δύο κόσμους (παλαιό και νέο), συνδέει, αλλά και χωρίζει ταυτόχρονα, και τους ήρωες. Λειτουργεί ως γλωσσική και αφηγηματική γέφυρα προς το τρίτο, πιο προκλητικό στιλιστικά και μορφικά μέρος. Δείχνει όμως ταυτόχρονα και το μεγάλο χάσμα που επικρατεί ανάμεσα, από τη μία, στον Αλέξανδρο, τον Μενέλαο και τον σύγχρονο κόσμο που αυτοί εκπροσωπούν, και από την άλλη στην οικογένεια και τα πατρογονικά τους εδάφη.
- Αλλά φαντάζομαι ότι ακόμα και τα διπλά ονόματά τους οι ήρωές σας τα διεκδίκησαν με το σπαθί τους, έτσι είναι ή κάνω λάθος;
Τα διεκδίκησαν, τα απαίτησαν και τα φέρουν και τα δύο. Είναι μέλη πια του σώματός τους, κομμάτια της διαδρομής τους. Όπως και τα δικά μου άλλωστε: το Αρμάντο δεν το χρησιμοποιούσα μεγαλώνοντας και για χρόνια το άκουγα με αμηχανία. Όταν έκανα τα πρώτα εκδοτικά μου βήματα, σκέφτηκα πολύ για το ποιο όνομα θα χρησιμοποιούσα και τελικά επέλεξα να βάλω και τα δύο.
- Κύριε Γκέζο, τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Αυθεντικότητα — όχι απέναντι σε κάποια υψηλότερη έννοια, αλλά πρώτα ως προς το ίδιο της το σώμα. Μια ιστορία δηλαδή που ξέρει τι (θέλει να) είναι.
- Και ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ο ήρωάς σας;
Ήρωας μπορεί να γίνει ο οποιοσδήποτε. Έχω συναναστραφεί ανθρώπους όλων των λογιών και το θεωρώ μεγάλο δώρο γιατί μπορώ να το αξιοποιήσω με διάφορους τρόπους δημιουργικά.
- Οι θετικές σπουδές σας, πιστεύετε, σας βοήθησαν ή καθόρισαν τη δομή στις ιστορίες σας; Και «Η λάσπη» αλλά ιδιαίτερα το «Χάθηκε βελόνι» έχουν μαθηματική δομή, διαθέτουν αρχιτεκτονικό κτίσιμο.
Πολύ χαίρομαι που το επισημαίνετε. Ναι, πιστεύω με έχουν επηρεάσει πράγματι, στον τρόπο που στήνω συνολικά τα πιο εκτενή μου κείμενα, αλλά και τις παραγράφους ή και τις προτάσεις ειδικότερα. Η ας την πούμε μαθηματική σκέψη με έχει βοηθήσει να συγκρατώ και να οργανώνω τον κατά τα άλλα συχνά χαοτικό μου λογισμό, αλλά και να μπορώ να αφαιρώ και να πετάω λέξεις χωρίς φόβο. Με έχει κάνει επίσης να επιδιώκω την πυκνότητα και να αντιπαθώ τις πολλές περιγραφές και τη θεωρητικολογία.
- Αλήθεια, θυμάστε ποια ακριβώς στιγμή είπατε «εγώ θα γράψω», «θα γίνω συγγραφέας»;
Το λέω συνέχεια, ότι ο Πόε είναι εκείνος που με ώθησε να γίνω συγγραφέας, όταν γύρω στα 19 τον πρωτοδιάβασα, και εντυπωσιάστηκα. Ο Πόε ταίριαξε γάντι με τη μετεφηβική γκόθικ ψυχολογία μου, τον ένιωσα αμέσως δικό μου άνθρωπο, έναν χαμένο συγγενή. Λειτούργησε μεταφυσικά, έτσι όπως ένας άνθρωπος που έζησε 150 χρόνια πριν με βρήκε σήμερα στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και με συγκίνησε. Λίγο πολύ σκέφτηκα «ναι, κάτι τέτοιο θέλω να κάνω κι εγώ στους άλλους».
- Και υπάρχει κάποιο βιβλίο που σας έκανε να σκεφτείτε «έτσι θέλω να γράψω κι εγώ;» δηλαδή που σας καθόρισε;
Αυτό συνέβη αρκετές φορές, γιατί κι η γραφή περνάει από πολλές φάσεις, αρνήσεις, αμφισβητήσεις και υπερβάσεις για να εξελιχθεί. Αθροιστικά λοιπόν αρκετά βιβλία με έχουν καθορίσει, έτσι ώστε σιγά σιγά πια να επιλέγω τα θέματα, το ύφος και τα αναγνώσματά μου: τα διηγήματα του Πόε, ο Κάφκα (Μεταμόρφωση) και ο Ντοστογιέφσκι (Υπόγειο), η Ξύλευση του Μπέρνχαρντ, τα διηγήματα του David Foster Wallace, το Αμερικανικό Ειδύλλιο του Ροθ και το Αββεσαλώμ Αββεσαλώμ του Φώκνερ.