«Εξετάζοντας αναδρομικά τα βιβλία μου, διαπίστωσα ότι ένα μοτίβο αναδύεται ξανά και ξανά. Είναι η παρουσία μιας μορφής προσώπου που σε ένα από τα πρώτα βιβλία μου, στον “Μανικιουρίστα», έχω περιγράψει ως: “μονώτης”. Εκείνος δηλαδή που στέκει μόνος, αυτεξούσιος (και ίσως γι' αυτόν τον λόγο παραμένει ατελής). Είναι το πρόσωπο που διαθέτει και ορίζεται από μια δική του, ιδιοσυγκρασιακή (μα και συνεκτική) πηγή ταυτότητας. Τι σημαίνει, λοιπόν, να είναι κανείς ένα τέτοιο πρόσωπο; Πώς καταφέρνει να ζήσει; Τι αποκλείει και τι κερδίζει στον βίο του; Τι σημαίνει η παρουσία του για τους άλλους; Πώς καταλαβαίνει ο ίδιος τον εαυτό του; Αυτά είναι πιστεύω τα πυρηνικά ζητήματα στα οποία επιστρέφει η λογοτεχνία μου».
Κάθε βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου αποτελεί λογοτεχνικό γεγονός. Είναι εκείνος ο συγγραφέας που πάντα τολμά να πειραματίζεται με το λογοτεχνικό υλικό του, ποτέ του δεν δουλεύει τα ίδια, επανέρχεται με νέες προτάσεις, κάθε βιβλίο του είναι ένα ξάφνιασμα για το αναγνωστικό κοινό. Στο Liberal.gr μας ξεναγεί στο συγγραφικό του εργαστήρι: τελετουργία γραφής, αγαπημένοι ήρωες και συγγραφείς, ακόμα και ο Ροβινσώνας Κρούσος των παιδικών χρόνων που ευθύνεται μάλλον για τις σημερινές εμμονές του όλα θα έρθουν στο φως. Φυσικά και οι παραμυθάδες από πηλό που φτιάχνει σήμερα για την κόρη του.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κύριε Χρυσόπουλε, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Πάντα έγραφα στην Αθήνα, ξεκινώντας νωρίς το πρωί, στο γραφείο μου, ανάμεσα στα αναγνώσματα και στις σημειώσεις που συνόδευαν τη γραφή του κάθε βιβλίου και ανάμεσα στα λεξικά που -ακόμα και τώρα- προτιμώ να συμβουλεύομαι στο χαρτί και όχι ηλεκτρονικά. Κατόπιν, η επιμέλεια του πρώτου «χειρογράφου» θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε – και όντως πολλές φορές το οριστικό κείμενο καθορίστηκε σε κάποιον τόπο μακριά από την Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι συνθήκες εξασφάλιζαν ησυχία και περιφρουρημένο χρόνο. Όλα ετούτα διαμόρφωναν την ασφάλεια μιας συνήθειας και μια ορισμένη -απαραίτητη ίσως- μυθοποίηση της γραφής.
Μετά όμως από την ολοκλήρωση του τελευταίο βιβλίου μου («Άλμα», Εκδόσεις Νεφέλη, 2019) γνωρίζω ότι η γραφή πλέον μπορεί να συντελεστεί οπουδήποτε: σε παιδικές χαρές, σε μπαρ, σε στάσεις λεωφορείων... Σε οποιονδήποτε χρόνο, ακόμα και αποσπασματικά. Γνωρίζω πλέον ότι η γραφή μπορεί να συντελεστεί με τρόπο άμεσο και επιτακτικό όποτε δοθεί ευκαιρία. Γιατί ο συγγραφέας δουλεύει κυρίως όταν δεν γράφει: όταν παρατηρεί, όταν στοχάζεται, όταν διαμορφώνει την αντίληψη για το νέο έργο του.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Κάθε έργο επιβάλλει τους δικούς του κανόνες και διαμορφώνεται από τη συγκυρία της δημιουργίας του. Η αφετηρία μπορεί να είναι μια εικόνα ή μια φράση, ή ακόμα και η μεταστοιχείωση μιας αφορμής σε μια άλλη. Αυτό συνέβη λ.χ. Με τον «Φακό στο στόμα». Μια εικόνα που συνάντησα αργά μια νύχτα στην Αθήνα, έγινε φράση και αποτέλεσε τον τίτλο του βιβλίου. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Στην «Άλμα», η αφετηρία ήταν το βίωμα της πατρότητας. Η γραφή ήταν ο αναστοχασμός του βιώματος και -ως τέτοιος- δεν είχε κατάληξη παρά μόνο ορισμένη αφετηρία.
Πάντως, μέσα στα πάνω από είκοσι πέντε χρόνια που γράφω και εκδίδονται βιβλία μου, πιστεύω ότι σταδιακά εμπιστεύομαι ολοένα και περισσότερο την αυθορμησία της γραφής και προσπαθώ να αφήνω χρόνο και χώρο ώστε να εκδιπλωθεί με έλεγχο αλλά δίχως αυτολογοκρισία, προτού καταλήξει στο σχήμα κάποιας μορφής.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Νομίζω ότι το ανέφερα προηγουμένως. Είναι η «Άλμα». Όχι μόνο λόγω των περιστατικών της γραφής, αλλά πρωτίστως εκ του γεγονότος ότι η συγγραφική ταυτότητα απέκτησε πλέον μια ακόμα εκδοχή μέσω της γονεϊκότητας. Είναι, άλλωστε, αναπόφευκτο οι δυο ιδιότητες να αποτελούν πλέον συγκοινωνούντα δοχεία.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Εξετάζοντας αναδρομικά τα βιβλία μου, διαπίστωσα ότι ένα μοτίβο αναδύεται ξανά και ξανά. Είναι η παρουσία μιας μορφής προσώπου που σε ένα από τα πρώτα βιβλία μου, στον «Μανικιουρίστα», έχω περιγράψει ως: «μονώτης». Εκείνος δηλαδή που στέκει μόνος, αυτεξούσιος (και ίσως γι' αυτόν τον λόγο παραμένει ατελής). Είναι το πρόσωπο που διαθέτει και ορίζεται από μια δική του, ιδιοσυγκρασιακή (μα και συνεκτική) πηγή ταυτότητας.
Τι σημαίνει, λοιπόν, να είναι κανείς ένα τέτοιο πρόσωπο; Πώς καταφέρνει να ζήσει; Τι αποκλείει και τι κερδίζει στον βίο του; Τι σημαίνει η παρουσία του για τους άλλους; Πώς καταλαβαίνει ο ίδιος τον εαυτό του; Αυτά είναι πιστεύω τα πυρηνικά ζητήματα στα οποία επιστρέφει η λογοτεχνία μου.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Πρέπει να δημιουργήσει μια επιθυμία και να τη διατηρήσει ζωντανή καθώς γράφεται.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Το στοιχείο αυτό είναι πιστεύω αλληλένδετο με το προηγούμενο: είναι η επιθυμία. Με την υπόδειξη βέβαια ότι ένας ήρωας μπορεί εξίσου εύκολα να αποδειχτεί στη μυθοπλασία αναξιόπιστος ή έμπιστος, συνεπής ή αντιφατικός, δύστροπος ή υπάκουος...
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Γιώργο Μακρή στον «Βομβιστή του Παρθενώνα». Δεν είναι βεβαίως ο βασικός χαρακτήρας της νουβέλας, αλλά εντός της μυθοπλασίας, αποτελεί πρότυπο και ίνδαλμα για τον ήρωα του βιβλίου. Με παράδοξο, όπως λέτε, τρόπο, εγώ και ο Μακρής είχαμε την ίδια λογοτεχνική ιδέα: να ανατιναχθεί ο Παρθενώνας. Γεγονός που διαπίστωσα αφότου είχα ολοκληρώσει την πρώτη γραφή του βιβλίου. Στη συνέχεια -φυσικά- ο Μακρής έγινε δικαιωματικά ο σκιώδης πρωταγωνιστής του βιβλίου. Θα μπορούσα να πω αστειευόμενος ότι «επέβαλε την παρουσία του στο βιβλίο».
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Σίγουρα ο «Ροβινσώνας Κρούσος», και ίσως αυτό να μην είναι εντέλει τυχαίο αν αναλογιστεί κανείς το μοτίβο του «μονώτη» που αναπτύχθηκε αργότερα στη μυθοπλασία μου και ανέφερα παραπάνω.
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Επιστρέφω διαρκώς στην ποίηση της Λώρας Ράιντινγκ Τζάκσον. Από τη στιγμή που γνώρισα το έργο της το 2006 αποτελεί για μένα έναν σταθερό συνομιλητή. Μετά από το βιβλίο που της αφιέρωσα («Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον») συνεχίζω αργά τη μετάφραση του ποιητικού της έργου, ελπίζοντας κάποια στιγμή στο μέλλον να το ολοκληρώσω.
- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Αν πρέπει να αναφερθώ στο συνολικό έργο και όχι σε επιμέρους βιβλία, θα έλεγα: η Λώρα Ράιντινγκ Τζάκσον, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, ο Χ. Λ. Μπόρχες, ο Ι. Καλβίνο, ο Ν. Χαρμς, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Ν. Καχτίτσης, ο Μ. Σαχτούρης, η Μ. Αξιώτη.
- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Ναι, η γραφή κάθε έργου διαμορφώνει το δικό της πλαίσιο αναγνώσεων. Είναι τα βιβλία που διαβάζω ενόσω γράφω και άλλες φορές επιλέγονται εμπρόθετα ή μπορεί και να παρεισφρήσουν τυχαία στη γραφή, όπως συνέβη με το κείμενο του Γιόζεφ Ροτ: «Τα παιδιά που γνωρίζουν», που διάβασα τυχαία καθώς διόρθωνα το τελικό χειρόγραφο της «Άλμα» και μέρος του αποτέλεσε το επίμετρο του βιβλίου.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Αυτή την περίοδο δεν γράφω με συγκεκριμένο σκοπό. Κρατώ σημειώσεις προς κάτι που ακόμα διαμορφώνεται και ολοκλήρωσα την μετάφραση των «Συριγμών» του Σ. Μπέκετ.
- Μια φωτογραφία σας στο γραφείο ή και άλλες φωτογραφίες του γραφείου σας [αγαπημένα ή απαραίτητα αντικείμενα, άλλα που για σας αποτελούν γούρι ή έμπνευση]...
Φτιάχνω για την κόρη μου μικρές φιγούρες από πλαστελίνη, τις οποίες αποκαλούμε «παραμυθάδες» και με αυτές αυτοσχεδιάζουμε διάφορες ιστορίες. Σας στέλνω μια από αυτές που πιστεύω ταιριάζει με το κλίμα της κουβέντας μας.