Του Γιάννη Κουτσομύτη
Η επίθεση με drones και πυραύλους cruise κατά των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Aramco στη Σαουδική Αραβία το περασμένο Σάββατο αποτελεί μια κρίσιμη κλιμάκωση στην πολυετή σύγκρουση ανάμεσα στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους και αντιπροσώπους τους στην ευρύτερη περιοχή. Το πλήγμα ακριβείας στην καρδιά του πλέον πολύτιμου asset της Σαουδικής Αραβίας κατέδειξε σε όλον τον πλανήτη ότι η μοναδική πηγή εσόδων του Ριάντ είναι εξαιρετικά ευάλωτη και πως σε περίπτωση πολέμου θα υπάρξουν παρενέργειες που θα αποσταθεροποιήσουν ολόκληρη την παγκόσμια οικονομική ισορροπία.
Αυτός ήταν και ο κεντρικός στόχος αυτής της εντυπωσιακής επιθετικής ενέργειας, η οποία προφανώς και οργανώθηκε από το Ιράν, είτε σε συνεννόηση με τον Πρόεδρο Ρουχανί είτε χωρίς καν να ενημερωθεί εκείνος, καθώς οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας ελέγχονται από τον Ανώτατο Ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεΐ. Η επίθεση πέτυχε δε και να καταδείξει τη στρατιωτική αδυναμία της Σαουδικής Αραβίας να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τους ζωτικούς πόρους της χώρας, παρ'' όλες τις γιγαντιαίες αμυντικές δαπάνες που φτάνουν τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, αλλά εξέθεσε και τα αμερικανικά αντιαεροπορικά συστήματα Patriot και Thaad που έχει προμηθευτεί το Ιράν.
Η υπαρξιακής σχεδόν διάστασης σύγκρουση ανάμεσα στο Ριάντ και την Τεχεράνη έχει και θρησκευτικές/δογματικές βάσεις, καθώς πρόκειται εν πολλοίς για τον αρχέγονο αγώνα ανάμεσα στους Σιίτες και τους Σουνίτες για την ηγεμονία στο χώρο του Ισλάμ. Η Αραβική Άνοιξη το 2011 όξυνε τη σύγκρουση, καθώς με πρόφαση την ανατροπή ανελεύθερων καθεστώτων δημιουργήθηκαν διάφορα ένοπλα κινήματα που υποστηρίχθηκαν από τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν για να ενισχυθεί η σύγκρουση.
Η εμφάνιση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, αφού θεωρήθηκε από την Τεχεράνη (ίσως όχι εντελώς άδικα) ως οργάνωση που λειτουργούσε με τη στήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή του Ριάντ. Το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στην Υεμένη το 2015 οδήγησε πλέον τα πράγματα στα άκρα, καθώς σε αυτό το πεδίο των επιχειρήσεων υπήρξε άμεση στρατιωτική εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της εναντίον των φιλοϊρανών Χούθι.
Η ποιοτική όμως κλιμάκωση της σύγκρουσης ήρθε με την ανάληψη της Προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ και την αποχώρηση της Ουάσινγκτον από την πυρηνική συμφωνία JCPOA με το Ιράν, την υιοθέτηση της πολιτικής της “μέγιστης πίεσης” απέναντι στην Τεχεράνη και της ανοικτής στήριξης του Ριάντ σε όλα τα πεδία της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή.
Η επιβολή από τις ΗΠΑ ασφυκτικών οικονομικών κυρώσεων κατά του Ιράν οδήγησε σε ριζική αλλαγή στρατηγικής από την ιρανική ηγεσία και έτσι η ήπιας σχετικά μορφής σύγκρουση σε τοπικό επίπεδο φαίνεται να μετατρέπεται σε μια προσπάθεια στρατιωτικής εκβίασης των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας αλλά και των Ευρωπαϊκών κρατών ώστε να αρθούν έστω και μερικώς οι κυρώσεις.
Η ιρανική ηγεσία έχει καταλήξει στο στρατηγικό συμπέρασμα ότι προκειμένου να περιμένει να υποστεί έναν αργό οικονομικό στραγγαλισμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει ακόμη και την κατάρρευση του καθεστώτος λόγω λαϊκών αντιδράσεων και ίσως και εξέγερσης που θα έχει και εξωτερική στήριξη, είναι προτιμότερο να ρισκάρει την πιθανότητα ενός πολέμου, ο οποίος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα οδηγήσει σε κάποια διαπραγμάτευση.
Σύμφωνα με τη θεωρία παιγνίων των Ιρανών, το καθεστώς είναι πολύ πιθανότερο να επιβιώσει και ακόμη και να βελτιώσει τη θέση του με έναν περιορισμένο πόλεμο, παρά εάν επιλέξει το δρόμο της υπομονής και της αντοχής απέναντι στις κυρώσεις. Ο Χαμενεΐ και οι Φρουροί της Επανάστασης γνωρίζουν επίσης ότι ο ιρανικός λαός είναι πολύ περισσότερο αποφασισμένος να εμπλακεί σε έναν πόλεμο από ότι είναι οι λαοί στις αραβικές χώρες και φυσικά οι ΗΠΑ.
Ο Πρόεδρος Τραμπ αμφιταλαντεύθηκε για ένα διάστημα με την πιθανότητα ενός πυραυλικού πλήγματος στο Ιράν, αλλά κατάλαβε έστω και την τελευταία στιγμή ότι θα ενέπλεκε τις ΗΠΑ σε έναν πόλεμο για τον οποίο δεν υπήρχε ρεαλιστικό σχέδιο τερματισμού.
Οι σοβαροί αναλυτές στο Πεντάγωνο και την Ουάσινγκτον γνωρίζουν καλά πως ένας πυραυλικός ή αεροπορικός πόλεμος εναντίον του Ιράν δεν πρόκειται να κάμψει τους αγιατολάδες και τους Φρουρούς της Επανάστασης και πως ο θεωρητικός στόχος των γερακιών για “αλλαγή καθεστώτος” απαιτεί χερσαίες επιχειρήσεις, εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες και χιλιάδες θύματα για την αμερικανική πλευρά. Οι πόλεμοι στο Ιράκ και τη Μέση Ανατολή τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια έχουν κουράσει σε μέγιστο βαθμό την αμερικανική κοινή γνώμη και δεν υπάρχει καμία διάθεση για έναν καινούργιο πόλεμο, όπως ξεκάθαρα δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις.
Σημαντική δε παράμετρος για την έλλειψη διάθεσης από τον Τραμπ να εμπλακεί σε έναν πόλεμο κατά του Ιράν είναι το γεγονός ότι το 2020 είναι προεκλογική χρονιά και οποιαδήποτε πολεμική επιχείρηση με άγνωστο τέλος θα ήταν βούτυρο στο ψωμία των Δημοκρατικών και θα εκμηδένιζε τις πιθανότητες επανεκλογής του Αμερικανού Προέδρου. Έχει εξάλλου γίνει σαφές τα τελευταία χρόνια ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ενδιαφέρεται πρωτίστως για την επανεκλογή του και όχι για την υπηρέτηση μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας ή ενός στόχου της εξωτερικής πολιτικής.
Σε αυτό το προφανές γεωπολιτικό αδιέξοδο ο μόνος λογικός δρόμος θα ήταν μια συνολική διαπραγμάτευση, ένα grand bargain, που θα επέλυε οριστικά τη διένεξη των Σουνιτών Σαουδαράβων και των Σιιτών Ιρανών με μια win-win συμφωνία που θα εγγυόταν την ειρηνική συνύπαρξη όλων των αντιμαχόμενων πλευρών. Κανείς όμως δεν μπορεί να είναι αισιόδοξος ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, καθώς οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν διοικούνται από ηγέτες που ενδιαφέρονται για το καλό των λαών τους αλλά κυρίως για την παραμονή και νομή της εξουσίας.
Η μόνη ίσως αισιόδοξη πλευρά αυτής της αδιέξοδης σύγκρουσης είναι πως το χτύπημα στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Αμπκάικ και του Κουράις έδειξε ότι ένας ενδεχόμενος πόλεμος μπορεί να προκαλέσει σοβαρές οικονομικές συνέπειες σε ολόκληρη την περιοχή αλλά και ευρύτερα από αυτή. Και το οικονομικό κόστος είναι πολλές φορές η αναγκαία αφορμή για τη διευθέτηση διαφορών.