Μάζεψαν όσες ήταν να μεταφερθούν. Μας υποχρέωσαν να παραταχθούμε. Ο χοντρός διοικητής βγήκε με τον κατάλογο. Άρχισαν να φωνάζουν τα επίθετα: «Μαζέψτε τα πράγματά σας!».
Μεταγωγή; Για πού;... Αρχίσαμε να τρέχουμε στο στρατόπεδο: μαζεύαμε από τα σχοινιά τα πλυμένα ρούχα, ψάχναμε τις κατσαρόλες, τινάζαμε τα σακιά και τα στρώματα. Η γκριζομάλλα Βαλέρια Ρουντολφοβνά, φορώντας τις λευκές της κάλτσες και την φροντισμένη ζακέτα της, έδενα βιαστικά ένα δέμα και η Νάντια Λόμποβα την βοηθούσε. Καλούσαν όλες όσες είχαμε έρθει μαζί με την προηγούμενη μεταγωγή, αλλά και πολλές παλιότερες από εμάς.
Αμέσως σχηματίστηκε ουρά μπροστά στην αποθήκη: έδιναν τα στρώματα. Στα παραπήγματα ανακατωσούρα. Κάποιος χτύπησε την κρεμασμένη σιδηρογραμμή στην πύλη: συγκέντρωση!
Έξω από την πύλη οι φρουροί με τα λυκόσκυλα δεμένα. Άρχισαν να φωνάζουν επίθετο: «Όνομα, επίθετο; Έτος γέννησης; Ποινή; Άρθρο;»
Μέσα από ένα φαρδύ, γυμνό από δέντρα δρόμο μας οδήγησαν στα λουτρά. Δεν είχαν ανάψει τα καζάνια όμως, το νερό ήταν κρύο, μα ήταν χειμώνας! Χαρήκαμε όμως που είχαμε νερό, θα πλέναμε την σκόνη που είχε κολλήσει πάνω μας, χαιρόμασταν που θα καθόμασταν στο σταχτί ξύλο των σκαμνιών και θα βουτούσαμε στο νερό τα σκασμένα πόδια μας. Μερικές γελούσαν και πιτσιλούσαν τις άλλες με νερά. Πλυθήκαμε.
- Φτάνει τόσο, βγείτε! Ιατρική εξέταση! Παραταχθήκαμε στον προθάλαμο των λουτρών!
- Πού είναι τα πράγματά μου, τα ρούχα μου;
- Πρώτα θα εξετάσουν και μετά θα ντυθείτε. Θα σας τα φέρουν από τον προθάλαμο... Παραταχθείτε!
Μια εκατοντάδα γυμνών γυναικών παρατάχθηκε. Καμία δεν είναι σκεφτεί να πάρει μαζί της πετσέτα, ήταν όλες απλωμένες υγρές για να στεγνώσουν.
Ήρθε η επιτροπή. Ο γκριζομάλλης, με τα κρεμασμένα μάγουλα ταγματάρχης, φορούσε μία άτσαλα ριγμένη στους ώμους του ιατρική ποδιά. Μία χοντρή γυναίκα που, επίσης φορούσε λευκή ποδιά. Χωρίς ποδιές ήταν ο διοικητής της φρουράς και ο λογιστής που κρατούσε ένα φάκελο με χαρτιά.
Οι γυναίκες άρχισαν να διαμαρτύρονται:
- Αφήστε μας να ντυθούμε. Μας έχετε γυμνές!
- Σας είπαμε πως θα γίνει ιατρικός έλεγχος... οι γιατροί.
- Μα εδώ δεν ήρθαν μόνο γιατροί! Είναι ο λογιστής, οι φρουροί στην πόρτα!
- Κανείς δεν θα σας δει... Πρέπει να γίνει καταγραφή... Παραταχθείτε!
Τα κορμιά ήταν νεαρά, κοριτσίστικα, τα γυναικεία είχαν κρεμαστά από την πείνα στήθη, τα γερασμένα με κιτρινωπές ρυτίδες. Οι μακρυμαλλούσες προσπαθούσαν να σκεπάσουν με τα μαλλιά τα στήθη τους, τα κορίτσια κοκκίνιζαν από ντροπή. Οι γριές ήταν αδιάφορα υπάκουες.
Ο ταγματάρχης περπάτησε κατά μήκος της σειράς, ρίχνοντας βιαστικές ματιές στα σώματα. Διάλεγε το εμπόρευμα. Εσύ στην παραγωγή. Εσύ στο ραφείο! Στο αγρόκτημα! Στη ζώνη! Στο νοσοκομείο! Ο λογιστής κατέγραφε τα επίθετα.
Τότε δεν ξέραμε γιατί έστελναν στο ραφείο μόνο νεαρές και υγιείς. Στη συνέχεια τα καταλάβαμε όλα: οι συνθήκες εκεί ήταν τέτοιες, που μετά από ένα δυο χρόνια οι υγιείς πάθαιναν φυματίωση.
Οι αδύναμες επιβίωναν πιο εύκολα στα στρατόπεδα: το κακό εμπόρευμα δεν το χρησιμοποιούν συχνά, το κάνουν θαλαμοφύλακα ή φύλακα. Μετά από λίγο κοιτούσες κι έβλεπες πως ο άνθρωπος αυτός είχε ήδη προσαρμοστεί και επιβίωνε. Η γεροδεμένη, υγιή εργατική δύναμη πήγαινε στην κρεατομηχανή της παραγωγής και την τσάκιζαν.
Εγώ, μετά την πρώτη ποινή, ήμουν μεταχειρισμένο εμπόρευμα, σχεδόν ανάξιο προσοχής. <...>
Στη ζώνη υπήρχαν δώδεκα παραπήγματα. Εστιατόριο, λουτρά, νοσοκομείο, αποθήκη, το κτίριο της διοίκησης. Στην άκρη της ζώνης ήταν ένα ξεχωριστό τμήμα: το εργοστάσιο κατασκευής ρούχων. Είχε δική του είσοδο με θυρωρό. Εκεί πήγαιναν κι έρχονταν μόνο όσες δούλευαν, κατά ομάδες. Δούλευαν δέκα ώρες καθημερινά, σε γραμμή παραγωγής, ράβοντας. Παρατεταγμένες έβγαιναν για το μεσημεριανό, για το βραδινό και μετά από αυτό πήγαιναν, πάλι κατά ομάδες στα παραπήγματα. Τα δικά τους παραπήγματα ήταν ακριβώς δίπλα στο εργοστάσιο. Θεωρούνταν τα καλύτερα, «είχαν καθημερινές ανέσεις», δεν ήταν τόσο στενάχωρα τοποθετημένα τα ξυλοκρέβατα, ανά δύο άτομα είχαν ένα κομοδίνο. Το τραπέζι στο κέντρο του παραπήγματος είχε λευκό τραπεζομάντιλο, τα παράθυρα είχαν κρεμάσει κουρτίνες από γάζες. Δεν υπήρχε όμως κανείς για να καθίσει σε αυτό το τραπέζι, εκτός από τον θαλαμοφύλακα, αφού επιστρέφοντας από τη δουλειά, πλένονταν στους νεροχύτες και τα κορίτσια αμέσως σωριάζονταν στα ξυλοκρέβατα από την κούραση.
Εμείς, οι βοηθητικές εργαζόμενες του στρατοπέδου, καθαρίζαμε τους χώρους παραγωγής. Ήταν σαν τα Κόκκινα Σάββατα, καθαρίζαμε το πάτωμα από τα σκουπίδια, φτιάχναμε βράγιες, φυτεύαμε λουλούδια κατά μήκος των τριών κτιρίων του εργοστασίου.
Μία φορά μπήκα στα κτίρια: ήταν ένα παράπηγμα σαν όλα τα άλλα, ένα ξύλινο παράπηγμα. Είχε μεγάλους πάγκους σε δυο σειρές. Πάνω στους πάγκους ήταν οι ραπτομηχανές. Ήταν μάλιστα τόσο κοντά τοποθετημένες η μία με την άλλη, που μπορούσες να γυρίζεις το χερούλι αλλά και να δώσεις στη διπλανή σου το ύφασμα για να συνεχίσει το ράψιμο του μανικιού, της τσέπης, του γιακά.
Από το χαμηλό ταβάνι τύφλωναν τα μάτια οι δυνατές λάμπες. Μούγκριζαν οι ραπτομηχανές. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη σκόνη, κλωστούλες που πετάγονταν από τους κουμπωμένους επενδύτες. Ήταν πολύ δύσκολο να αναπνέεις. Δεν είχες χρόνο όμως να αναπνεύσεις, γιατί ερχόταν ο φρουρός και σου έλεγε πως πρέπει να πιάσεις τη νόρμα. Αν δεν την έπιανες μέσα στις δέκα ώρες, τότε έμενες άλλη μία ή δύο. Όταν συστηματικά δεν έπιανες την νόρμα, τότε μειωνόταν η μερίδα του ψωμιού και δεν σου έδιναν τίποτα άλλο εκτός από σούπα. Αν όμως κάλυπτες το πλάνο σου υπόσχονταν ότι θα σου δώσουν ένα ρεπό στο τέλος του μήνα, ότι θα οργανώσουν «χοροεσπερίδα με παλικάρια», τα οποία ήταν κρατούμενοι στο διπλανό στρατόπεδο που είχε εργοστάσιο επίπλων και είχαν υπερκαλύψει το πλάνο. Φυσικά, τα έφερναν με τη συνοδεία φρουρών.
Πόσο σαγηνευτική ήταν όμως αυτή προοπτική. Να συναντηθείς με κρατούμενους ενός άλλου στρατοπέδου! Να μάθεις νέα, ίσως, να δεις τον αδελφό, τον αρραβωνιαστικό, τα ίχνη του οποίου είχε χάσει. Ίσως όμως απλά να ξεχαστείς χορεύοντας στους ήχους του ακορντεόν. Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσεις χωρίς μία στιγμή χαρά, όπως δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς φαγητό και νερό. Οι στιγμές του γέλιου είναι οργανικά αναγκαίες. Αυτό το αντιλαμβάνεται η διοίκηση του στρατοπέδου: για να δουλεύουν αποτελεσματικά οι κοπέλες, επιτρέπει τη διοργάνωση γιορτών, με αυτές μπορεί να πετύχει την υπερκάλυψη του πλάνου.
Δύο εκατοντάδες γυναίκες αλέθει η κρεατομηχανή της δεκάωρης – δωδεκάωρης εντατικής εργασίας. Είναι μία μάζα που διευθύνει κάποιος άλλος. Έχουν στερηθεί τους δικούς τους, τις κινήσεις, την ελευθερία τους, είναι παρατημένες σε μία τρομακτική μοναξιά και νοσταλγία. Αν τους στερήσεις τη διασκέδαση, τότε θα τις εξαντλήσει η δουλειά, το εργοστάσιο δεν θα καλύψει το πλάνο του. Η διοίκηση ανακοίνωσε πως στα τέλη του μήνα αν υπερκαλυφθεί το πλάνο, τότε θα χορηγήσει μία ημέρα αργίας.
Οι κοπέλες δουλεύουν μέχρι λιποθυμίας, ανταγωνιζόμενες η μία την άλλη και υπερκαλύπτουν το πλάνο. Μερικές φορές τις εξαπατούν, δεν δίνουν ρεπό, μερικές φορές όμως το δίνουν.
Κάνοντας σημειωτόν με τις βαριές μπότες, εν παρατάξει, με τη συνοδεία φρουρών, έρχονται οι άντρες. Στο εστιατόριο του στρατοπέδου έχουν στήσει μία σκηνή. Η αυλαία είναι φτιαγμένη από κουβέρτες του στρατοπέδου και την έχουν διακοσμήσει οι ζωγράφοι, οι οποίες συμμετείχαν στην καλλιτεχνική ομάδα.
Μετακινούν τα τραπέζια και στήνουν σειρές με πάγκους. Από την μία πλευρά, ο φρουρός προστάζει τους άντρες να καθίσουν, από την άλλη κάθονται οι γυναίκες: όπως κάποτε κάναμε στην εκκλησία. Συμμετέχουν και οι δύο με τη σειρά. Πρώτα τραγούδησε η αντρική χορωδία. Παράξενα και βαρύτονα ακούγονται οι χαμηλές αντρικές φωνές, χτυπώντας στο σκοτεινό ταβάνι του εστιατορίου. Είχαμε ξεσυνηθίσει να ακούμε αντρικές φωνές, να βλέπουμε αντρικά πρόσωπα. Μας κοίταζαν κι εκείνοι. Στα μάτια τους διακρίναμε τρυφερότητα. «Φτωχές κοπέλες, πόσο δύσκολα είναι γι' αυτές όλα τούτα»- ψιθυρίζει κάποιος. Σφίγγεται η ψυχή των κοριτσιών: επενδύτες, ξυρισμένα κεφάλια, πλυμένα παντελόνια: «Μπράβο παιδιά, μπράβο!»
Τραγούδησε με δακρυσμένα μάτια η γυναικεία χορωδία, ακούγονται ουκρανικά τραγούδια. Σκοτείνιασαν τα αντρικά πρόσωπα. Γίνεται ένας άφατος διάλογος.
Κάποιες φορές ακολουθεί το φιλοδώρημα της διοίκησης, ο χορός. Αρχίζει μία επικοινωνία χωρίς λόγια, μπορούν και να μιλήσουν όμως αν θέλουν, να στείλουν σημειώματα, λειτουργεί το ταχυδρομείο του στρατοπέδου που μεταφέρει τα νέα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
- Παραταχθείτε!
Το ακορντεόν σταματάει απότομα. Οι γκριζόμαυρες φιγούρες των αντρών παρατάσσονται, διασχίζουν το δρομάκι, βγαίνουν από την πύλη και πηγαίνουν στη ζώνη τους.
- Έχετε γεια!
Έγιναν τέτοιες συναντήσεις το πρώτο εξάμηνο της παραμονής μας στο 6ο τμήμα του στρατοπέδου. Την εποχή εκείνη μόλις είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν ένα αντρικό τμήμα και το εργοστάσιο επίπλων. Δεν είχαν προλάβει να φτιάξουν το εστιατόριο και έφερναν εν παρατάξει τους άντρες σε εμάς, αφού τελειώναμε με το φαγητό μας.
<....> Τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν πουθενά, αλλά οι οποίες μπορούσαν να μετακινούνται μόνες τους, τις στοίβαξαν σε ένα τεράστιο παράπηγμα, το οποίο αποκαλούσαμε «παράπηγμα των ανηλίκων» γιατί όλες ήταν από 60 μέχρι 80 ετών. Καθισμένες η μια δίπλα στην άλλη πάνω στα ξυλοκρέβατα δεν πρόσεχαν τις διπλανές τους, ο άνθρωπος δεν ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Μερικές φορές καυγάδιζαν: άρχιζαν να φωνάζουν και να βρίζουν, να βγάζουν από αυτοσχέδια μαχαίρια από λυγισμένα κουτάλια, με τις λαβές τυλιγμένες με κουρέλια. Οι φωνές κόπαζαν κι άρχιζαν να κουβεντιάζουν ήρεμα. Μερικές έκλαιγαν στη γωνιά τους, άλλες τις παρηγορούσαν, αναστενάζοντας και κουνώντας τα κεφάλια τους. Κάποιες άλλες ήταν άρρωστες, οι διπλανές έκαναν τον γιατρό, ψιθυρίζοντας πως η καρδιά της θα σταματήσει σε λίγο.
Εκεί δίπλα μια θυμωμένη μουρμούριζε:
- Θα σταματήσει; Υποκρίνεται! Κι εγώ πονάω, αλλά δεν μιλώ.
- Τι λες, τι λες! Είναι αμαρτία να μιλάς έτσι! Αν δεν βοηθήσουμε η μια την άλλη, ποιος θα μας λυπηθεί;
Το κουδούνι για να πάνε για φαγητό, χτυπούσε αφού έτρωγαν οι εργάτριες. Σερνόταν από το παράπηγμα μέχρι το εστιατόριο με μεγάλη σειρά από γριούλες. Τρεις εκατοντάδες που κεφάλια που έτρεμαν, μάτια που δάκρυζαν, ρυτίδες που κουνιόταν. Περπατούσαν με μπαστούνια και πατερίτσες. Τις τυφλές τις έπιαναν άλλες και τις οδηγούσαν.
Μία τρομακτική πομπή βγαλμένη από την φαντασία του Γκόγια;
Όχι, αυτή ήταν η πραγματικότητα: η παράταξη των «εχθρών του λαού» που εξέτιαν την ποινή τους.
Να, ποιοι ήταν οι εχθροί: σε ένα σκαμνί καθόταν η 80χρονη ηγουμένη ενός μοναστηριού. Δεν αναγνωρίζει και δεν θυμάται πια κανέναν. Σιωπηλά λαγοκοιμάται. <...>
Να, μία πρώην μπαλαρίνα:
Σπουδάζαμε μαζί με την Ξεσίνσκαγια, είχα καλύτερους βαθμούς στη σχολή, μας έλεγε, σκουπίζοντας τα μαύρα δακρυσμένα μάτια της· τα χέρια και τα πόδια της έτρεμαν, μα όταν την έπνιγαν οι αναμνήσεις, γελούσε φιλάρεσκα.
Μια γεροδεμένη 70χρονη γριούλα, φορώντας ένα καλό φόρεμα μας έλεγε: με έφεραν στο δικαστήριο και μου είπαν: ένοχη για αντισοβιετική προπαγάνδα. Μου έριξαν 25 χρόνια. Υποκλίθηκα στους δικαστές και τους είπα: “Ευχαριστώ! Όσο ζήσω θα εκτίω την ποινή μου, τα υπόλοιπα χρόνια γιόκες μου, τ' αφήνω σ' εσάς! Έτσι δεν θέλησαν και μετέτρεψαν την ποινή μου σε δέκα χρόνια.
Της Νίκα Γκάγκεν - Τορν
Η Νίνα Γκάγκεν – Τορν, γεννήθηκε στην Πετρούπολη το 1901. Ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου της γενέθλιας πόλη της, εργάστηκε ως εθνολόγος στην Ακαδημία Επιστημών. Την συνέλαβαν το 1936 για την «υπόθεση της Ακαδημίας επιστημών» και την καταδίκασαν σε 10 χρόνια καταναγκαστικών – σωφρονιστικών έργων.
Μετάφραση από τα Ρωσικά
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης