Του Γιάννη Παντελάκη
Εδώ και καιρό, σε κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, κυριαρχούν τεράστιες αφίσες με προβεβλημένα τηλεοπτικά πρόσωπα επιπέδου Πάνιας ή Φουρθιώτη. Τις βλέπουμε καθημερινά, τις βλέπουν και οι επισκέπτες της πόλης. Όσο υπερβολικό και αν ηχεί, αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής τηλεοπτικής πραγματικότητας. Σηματοδοτεί κάτι και αναρωτιέμαι αν υπάρχει καλύτερη λέξη για να το περιγράψεις από αυτή της παρακμής.
Αν την αξίζουμε αυτήν την τηλεόραση είναι ένα σημαντικό ζήτημα. Ένα ζήτημα, ωστόσο, το οποίο δεν θα συζητήσουμε ποτέ. Γιατί η σημερινή πανηγυρικού τύπου έναρξη της διαδικασίας για τις τηλεοπτικές άδειες δεν αγγίζει τέτοια θέματα. Σαν να μη την αφορά. Ζητούμενο είναι να ξαναμοιραστεί η τράπουλα των τηλεοπτικών αδειών με νέους και παλιούς παίκτες. Και να μαζευτεί και ένα σχετικά μικρό ποσό για τον δημόσιο κορβανά. Ως εκεί.
Τα υπόλοιπα που αφορούν στο παραγόμενο τηλεοπτικό προϊόν και την ποιότητά του –που διαμορφώνουν συνειδήσεις και αισθητική– δεν αποτελούν στοιχεία για τη διεκδίκηση μιας άδειας. Η αντιμετώπιση των φαινομένων υποκουλτούρας που κυριαρχούν, οι κανόνες που δεν τηρούνται, η δεοντολογία που αποτελεί είδος προς εξαφάνιση, ο πλουραλισμός που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, ο κιτρινισμός, ο μη σεβασμός της προσωπικότητας και ένα σωρό άλλα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να περιοριστούν δεν αποτελούν αρνητικές προϋποθέσεις για μια τηλεοπτική άδεια. Ούτε καν το παρελθόν των υποψήφιων καναλαρχών δεν εξετάζεται.
Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, αρκεί να έχει μεγάλο πορτοφόλι. Έστω και αν το περιεχόμενό του είναι αμφισβητούμενης προέλευσης. Άλλωστε το είπε τις προάλλες και ο Τσίπρας. Δεν περιμένει να διεκδικήσουν τις άδειες ευαγή ιδρύματα!
Η αδειοδότηση έχει τα χαρακτηριστικά μιας απόλυτα εμπορικής πράξης, μιας οικονομικής πλειοδοσίας. Πίσω από τη διαμάχη κυβέρνησης - καναλαρχών για τις πολυπόθητες άδειες υπάρχει μόνο μια σκοπιμότητα. Η κυβέρνηση αναζητά μερικούς επιπλέον καναλάρχες που (εκτός από τη δημόσια τηλεόραση) θα την στηρίζουν. Οι νυν καναλάρχες προσπαθούν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, έστω και αν αποκτήθηκαν με προνομιακό τρόπο. Και κάποιοι τρίτοι αναζητούν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση των ήδη υπαρχόντων. Η επιρροή και η δύναμη του Μέσου αποτελεί το μοναδικό ζητούμενο. Τίποτα περισσότερο.
Και αν κάποιοι επιχειρηματίες δεν έχουν σοβαρούς λόγους για να αναζητούν κάτι περισσότερο, μια κυβέρνηση που επικαλείται ένα διαφορετικό ήθος θα έπρεπε να απαιτεί κάτι περισσότερο. Πολλά περισσότερα. Τουλάχιστον κάποιους στοιχειώδες κανόνες στη λειτουργία του Μέσου και οι οποίοι θα περιορίσουν μια δυσάρεστη πραγματικότητα που υπάρχει εδώ και χρόνια. Μια πραγματικότητα η οποία δεν αφορά μόνο στη διαμορφωμένη από την ιδιωτική τηλεόραση υποκουλτούρα (που είναι επίσης σημαντικό), αλλά και στους όρους του πολιτικού παιχνιδιού. Δίκαιη εκπροσώπηση των πολιτικών απόψεων, πλουραλισμός, δεοντολογία. Είδη σε ανεπάρκεια εδώ και καιρό. Που, όπως φαίνεται, θα παραμείνουν έτσι.
Αυτά τα τελευταία θα μπορούσε να τα επιβάλει μόνο ένα ανεξάρτητο όργανο με κύρος και ισχύ. Κάτι σαν το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, το οποίο, αντί να ενισχύσουν, έσπευσαν ουσιαστικά να καταργήσουν. Όπως και κάθε ανεξάρτητη αρχή άλλωστε, όπου αυτό ήταν δυνατό. Το όργανο αυτό που και σύμφωνα με το Σύνταγμα (βλέπε δηλώσεις καθηγητή Σωτηρέλη) είναι το μόνο που θα έπρεπε να διεξαγάγει τον διαγωνισμό για τις άδειες.
Η κυβέρνηση είχε μια διαφορετική άποψη. Ένα ανεξάρτητο μη ελεγχόμενο όργανο δεν θα έκλεινε το μάτι σε «δικούς της» υποψήφιους ή νυν καναλάρχες. Και θα έβαζε τόσες προϋποθέσεις (π.χ. αποκλεισμός υποψηφίων, αν κατηγορούνται για κακουργήματα) που το παιχνίδι θα έφευγε από τις προσδοκίες και επιθυμίες.
Δεν χρειάζεται να είναι κανένας μάντης για να προβλέψει πως κάποιοι από τους νυν ή κάποιοι νέοι επιχειρηματίες θα διαμορφώσουν ένα νέο τηλεοπτικό τοπίο το οποίο σίγουρα θα γέρνει πιο φιλικά προς την κυβέρνηση. Εύκολο να προβλέψουμε ακόμα πως το παραγόμενο προϊόν από τα κανάλια θα έχει τον ίδιο κατηφορικό δρόμο. Οι αφίσες της Πάνιας ή άλλων αναλόγου αισθητικής τηλεοπτικών προσώπων θα συνοδεύουν και τη νέα πραγματικότητα. Η οποία μάλιστα δεν θα έχει και την προσδοκία μιας μελλοντικής αλλαγής του τοπίου. Ποιος να την κάνει άλλωστε...