Του Αντώνη Πανούτσου
Με την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ελβετία να απαγορεύουν συγκεντρώσεις για το τουρκικό δημοψήφισμα και τη Δανία να ζητά τη ματαίωση της επίσκεψης του Binali Yildirim, η Ελλάδα βρέθηκε σε μια απρόσμενα πλεονεκτική θέση. Στη μεγαλύτερη μετά τα Ίμια κρίση στις σχέσεις με την Τουρκία, είδε να σχηματίζεται μια πανευρωπαϊκή αντιτουρκική συμμαχία. Υπό κανονική κυβέρνηση η επόμενη κίνηση θα ήταν force'. Μια κατηγορηματική δήλωση του πρωθυπουργού «Η Ελλάδα έκανε τη δημοκρατία, το σύστημα που οικοδομήθηκε η Ευρώπη και ξέρει να την υπερασπίζεται». Και ταυτόχρονα κάποιο non paper, από τη βιοτεχνία του Μαξίμου, που θα έλεγε πόσο ωραία το χειριστήκανε οι βορειοευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα η κυβέρνηση το αντιμετώπισε ουδέτερα. Σαν να ήταν όχι μια διένεξη ανάμεσα στο πολιτικό γκρουπ όπου ανήκει η χώρα και στο άσπονδο εχθρό της, αλλά ανάμεσα στο Πακιστάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Με μια άχρωμη δήλωση Νίκου του Κοτζιά «η Τουρκία προσπαθεί να μεταφέρει τη νευρικότητά της σε τρίτες χώρες». Και μια ουδέτερη του Γιώργου Κατρούγκαλου. «Δεν υπάρχει λόγος να απαγορεύσουμε την επικοινωνία μαζί τους, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει και κανένας λόγος να τροφοδοτήσουμε μια ένταση, που αυτή τη στιγμή υπάρχει στην Ευρώπη και κινδυνεύει να δημιουργήσει προβλήματα στη σχέση μας». Ουδέτερη έως και εχθρική προς τους Ευρωπαίους, αφού περισσότερο από μια καταδίκη της Τουρκίας για τις συγκεντρώσεις μοιάζει για καταγγελία ότι μας χαλάνε τις σχέσεις μας με την Τουρκία. Στέλνοντας το μήνυμα στους Τούρκους ότι αν έχουν πρόβλημα αλλού εμείς «ανοίξαμε και δεχόμαστε». Αφού εκτός των άλλων είπε «Εμείς προσπαθούμε πάντοτε οι σχέσεις μας με την Τουρκία να είναι φιλικές. Έχουν γίνει στο παρελθόν επισκέψεις τούρκων αξιωματούχων στη Θράκη».
Ένας λόγος για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην Τουρκία είναι ο φόβος. Είχε φανεί από τη θέση της κυβέρνησης απέναντι στους οκτώ Τούρκους που είχαν ζητήσει άσυλο. Φαίνεται ξανά με τις «ίσες αποστάσεις» που στέλνουν το μήνυμα στην Τουρκία ότι στην σύγκρουσή της με τους Ευρωπαίους η κυβέρνηση θα μείνει ουδέτερη. Ο δεύτερος λόγος είναι ο αντιευρωπαϊσμός του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι η Ευρώπη τον πρόδωσε. Σαν ένας προφήτης που βλέπει τις προφητείες του να μην βγαίνουν, ο Αλέξης Τσίπρας αντί να προβληματιστεί για τις ικανότητές του τα βάζει με την πραγματικότητα. Αντί να αναρωτηθεί αν οι προβλέψεις του ότι το οικονομικό σύστημα θα καταρρεύσει, θα σχηματιστεί η συμμαχία του Νότου και η Ευρώπη θα γίνει σοσιαλιστική με ηγέτη τον ίδιο, οφειλόντουσαν σε ιδεοληψίες μοιάζει να κατηγορεί την Ευρώπη που δεν τον δικαίωσε. Αυτή την Ευρώπη δεν την αγαπάει. Ενώ στις συναντήσεις του με ευρωπαίους πολιτικούς δείχνει συνήθως σαν αποπαίδι, στο Ιράν ή την Κούβα μοιάζει πανευτυχής. Παραφράζοντας τον Λουκά Νοταρά, που πριν την Άλωση της Πόλης φέρεται να είπε ότι προτιμάει το τουρκικό σαρίκι από την παπική τιάρα, ο Τσίπρας προτιμάει το σομπρέρο, το καλπάκι, τη μαντήλα, τη μπούργκα, την κελεμπία, το φέσι. Οτιδήποτε εκτός από το καταραμένο ευρωπαϊκό κουστούμι με τη γραβάτα.
Το δράμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η κυβέρνηση τον έφερε στην λάθος πλευρά του λόφου. Ένα κόμμα φτιαγμένο για να διοργανώνει πολυπολιτισμικά πανηγύρια αναγκάζεται να παίρνει εθνικές αποφάσεις. Ένα κόμμα που φτιάχτηκε για να κατέβει σε διαδήλωση στα Προπύλαια για την απαγόρευση των συγκεντρώσεων ξένων από τη «ρατσιστική ολλανδική κυβέρνηση» λόγω Τουρκίας, αναγκάζεται να χειριστεί ένα εθνικό θέμα. Και επειδή δεν γουστάρει «σέρνει τα πόδια του» και τα πάει χάλια. Με τις χαμένες ευκαιρίες να σημαδεύουν την εξουσία σαν τα φασόλια σε ένα παραμύθι που δεν πηγαίνει πουθενά.