Του Κώστα Δημόπουλου*
Μόλις μια μέρα πριν δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα των βάσεων εισαγωγής για τα Τμήματα των Ελληνικών Α.Ε.Ι, ως κορύφωση για μια ακόμα χρονιά του γνωστού δράματος που παίζεται εδώ και χρόνια στη χώρα μας. Το εν λόγω δράμα συγκροτείται από τον κύκλο «φροντιστήρια-εξετάσεις-καλοκαιρινά πρωτοσέλιδα με εικασίες περί του ύψους των βάσεων-αγωνία οικογενειών-έκδοση αποτελεσμάτων-αναζήτηση φοιτητικής στέγης, κ.ο.κ».
Η Ελλάδα είναι ίσως μοναδική περίπτωση χώρας όπου οι εισαγωγικές εξετάσεις και τα αποτελέσματά τους μονοπωλούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, και με τόσο κεντρικό τρόπο το δημόσιο πεδίο. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί εκδήλωση της έντονης ζήτησης της ελληνικής κοινωνίας για πανεπιστημιακά πτυχία (και όχι απαραίτητα για σπουδές), φαινόμενο το οποίο ο γνωστός οικονομολόγος της Εκπαίδευσης Γιώργος Ψαχαρόπουλος έχει περιγράψει με τον χαρακτηριστικό όρο «ασθένεια των πτυχίων» (diploma disease) και αντανακλά την πεποίθηση των γονιών ότι ένα πανεπιστημιακό πτυχίο είναι μονόδρομος στην οικονομική και κοινωνική ανέλιξη των παιδιών τους.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι ακόμα και εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης η Ελλάδα παρέμεινε σταθερά στην πρώτη τριάδα των χωρών μελών του ΟΟΣΑ και στη δεύτερη θέση των χωρών μετά την Κύπρο στην ΕΕ με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες για πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μεγάλο μέρος αυτών των ιδιωτικών δαπανών (υπολογίζεται γύρω στο 1 δις ευρώ ετησίως) αφορά στις δαπάνες για φροντιστήρια προετοιμασίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις.
Η διαιωνιζόμενη αυτή κατάσταση έχει οδηγήσει σε μια σειρά από στρεβλώσεις οι οποίες λειτουργούν ως εμπόδιο για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης στη χώρα μας. Οι βασικότερες από αυτές τις στρεβλώσεις είναι:
1. Πολλές κυβερνήσεις εξαντλούν τις «μεταρρυθμιστικές» τους προσπάθειες στην αναζήτηση του βέλτιστου εξεταστικού συστήματος, ξεχνώντας ότι οι εξετάσεις δεν είναι παρά ένα τελικό στάδιο πιστοποίησης της αποκτηθείσας γνώσης. Κατά βάση η έμφαση θα έπρεπε να δίνεται στα στάδια απόκτησης των γνώσεων, αλλιώς ως εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται να βάζουμε το κάρο πριν από το άλογο.
2. Στη συνείδηση των μαθητών η εκπαιδευτική τους προσπάθεια κορυφώνεται με την είσοδό τους στα Πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα εν συνεχεία πολλοί από αυτούς να χαλαρώνουν τις προσπάθειές τους και έτσι να σωρεύονται μεγάλα ποσοστά λιμναζόντων φοιτητών ή και φοιτητών που εν τέλει εγκαταλείπουν τις σπουδές τους. Η σωστή προσέγγιση θα ήταν να θεωρήσει κανείς την είσοδό του σε ένα ΑΕΙ ως το πρώτο μόνο βήμα μιας δια βίου εκπαιδευτικής προσπάθειας.
3. Η φετιχοποίηση των εισαγωγικών εξετάσεων με τη συνακόλουθη δραματοποίησή τους οδηγεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας στην αντίληψη ότι οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες εξαντλούνται με την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Έτσι όμως χάνονται από την οπτική πολλών νέων ανθρώπων οι δυνατότητες που διανοίγονται μέσω πολλά υποσχόμενων και αξιόλογων για το μέλλον δρόμων όπως είναι η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, η δια βίου μάθηση, η πιστοποίηση προσόντων που έχουν αποκτηθεί μέσω επαγγελματικής εμπειρίας ή μη τυπικής μάθησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat στην Ελλάδα μόλις το 3.3% του πληθυσμού συμμετέχει σε δομές δια βίου μάθησης όταν το αντίστοιχο μέσο ποσοστό των χωρών της Ε.Ε. είναι περίπου το τριπλάσιο (10.7%).
Αναμφίβολα θα ήταν ουτοπικό να ελπίσει κανείς ότι η κοινωνία μας και οι εκπαιδευτικές της προτεραιότητες θα μπορούσαν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ωστόσο θα ήταν σκόπιμο η συζήτηση στο δημόσιο πεδίο να αρχίσει να μετατοπίζεται σταδιακά σε πιο ουσιαστικά ζητήματα που άπτονται της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της δημιουργίας ουσιαστικών εκπαιδευτικών ευκαιριών ανοικτών προς όλους. Τέτοια ζητήματα θα μπορούσαν να είναι «τι μαθαίνουν πραγματικά οι μαθητές στα σχολεία και οι φοιτητές στα Πανεπιστήμια μας;», «πόσο συνδεδεμένα είναι τα προγράμματα σπουδών με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και της κοινωνίας;», «πόσο συμβάλλει το εκπαιδευτικό μας σύστημα στην ενίσχυση των ευκαιριών των λιγότερο κοινωνικά ευνοημένων;», «ποια είναι η συμβολή του εκπαιδευτικού μας συστήματος στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας;». Η αναζήτηση απαντήσεων σε τέτοια ερωτήματα θα μας απομάκρυναν από τη άχαρη ετήσια συζήτηση περί του «χρηματιστηρίου» των βάσεων και θα έφερναν στο επίκεντρο τα ουσιώδη εκπαιδευτικά προβλήματα. Μόνο με ένα τέτοιο δημόσιο διάλογο θα μπορούσαμε να προσανατολιστούμε ως κοινωνία σε ουσιώδεις επεξεργασίες και λύσεις για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ας αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας για αυτήν την αλλαγή ατζέντας, ο καθένας βέβαια από τη θέση που κατέχει.
* Ο Κώστας Δημόπουλος είναι καθηγητής Παν/μιου Πελοποννήσου.