Έγινε μόδα, ως φαίνεται, οι αστυνομικές επιχειρήσεις απέναντι στην ανομία να περνούν από το μικροσκόπιο του δημόσιου λόγου και της τηλεόρασης, να εξατομικεύονται σε κάθε σύλληψη ξεχωριστά και να τοποθετούνται άπαντες σαν επιθεωρητές Κλουζό, ξεχνώντας ότι το θέμα της ασφάλειας είναι ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό, που μας ταλαιπώρησε τα τελευταία χρόνια.
Τα κόμματα όμως οφείλουν να έχουν καθαρή και διακριτή γραμμή απέναντι στους πολίτες και στην κοινωνία, και να αφήσουν τα επιχειρησιακά στην αστυνομία.
Η αστυνομία είναι υπεύθυνη για την επιχειρησιακή διαχείριση, και κρίνεται από τις θεσμικές δικλείδες που διαθέτει η δημοκρατία. Η δημιουργία μιας πρόσθετης επιτροπής για τον έλεγχο περιστατικών υπέρβασης της αστυνομικής βίας υπό τον κ. Αλεβιζάτο είναι μια επιπλέον θωράκιση που δημιούργησε η παρούσα κυβέρνηση και όχι η προηγούμενη.
Αλλά και ο δημόσιος προβληματισμός που εξέφρασε πιθανώς βιαστικά ο κ. Αλεβιζάτος για την προχθεσινή επιχείρηση στο Κουκάκι δεν δικαιώνει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά βρίσκεται εντός των αρμοδιοτήτων που του ανατέθηκαν από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη.
Η κυβέρνηση στον τομέα της ασφάλειας είναι αποφασισμένη όπως δείχνει να κινηθεί χωρίς εκπτώσεις και αναχρονισμούς, μέσα ακριβώς στο πλαίσιο και πρότυπο των σύγχρονων αστικών δημοκρατιών της Ευρώπης. Η τοποθέτηση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, του μόνου ίσως τεχνοπολιτικού των θεμάτων ασφαλείας στη χώρα, στο τιμόνι του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη επιβεβαιώνει ότι το θέμα έχει τύχει τόσο θεωρητικής και ιδεολογικής επεξεργασίας όσο και πρακτικής.
Η κεντροαριστερή προέλευση, η αδιαπραγμάτευτη δημοκρατική του συγκρότηση και κυρίως η μεγάλη εμπειρία του είναι αυτά που λειαίνουν τις γωνίες της αναχρονιστικής διελκυνστίδας μεταξύ της παραδοσιακής Δεξιάς του παρελθόντος και της ριζοσπαστικής Αριστεράς ακόμη και του σήμερα. Αυτή η συνεχιζόμενη ιδεολογική «βεντέτα» ταλαιπώρησε βέβαια τη χώρα στο παρελθόν εκ μέρους του αστυνομικού κράτους της Δεξιάς του ''50, αλλά συνεχίζει να ταλαιπωρεί στο παρόν με την ενδοτική στάση σε κάθε είδους «επαναστατικές» ανομίες υπό το φαντασιακό της πρώην κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τις πρώτες αντιπολιτευτικές δηλώσεις του αρμόδιου τομεάρχη Γιάννη Ραγκούση του ΣΥΡΙΖΑ διαφάνηκε πως η επιθυμία δεν είναι η άρση των αδιεξόδων σε μια ορθολογική και σύγχρονη βάση, αλλά η πλαστή επαναφορά μίας δήθεν ιδεολογικής αντιπαράθεσης στο ξεπερασμένο μοτίβο Δεξιά - Αριστερά, ως επιβεβαίωση μάλλον της ελληνικής εξαιρετικότητας εν έτει 2019. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει την επιβολή του νόμου ως αστυνομοκρατία. Το πρόβλημά του είναι ότι ως κυβέρνηση περιέθαλψε και κολάκεψε την αντιεξουσιαστική παρανομία. Για να δούμε πώς χειρίστηκε τα θέματα ασφαλείας την περίοδο 2015-2019.
Η τότε κυβέρνηση επιχείρησε αρχικώς με τον καθηγητή - εγκληματολόγο Γιάννη Πανούση να επιστημονικοποιήσει τη δουλειά και να χρυσώσει το χάπι του άβολου για αυτήν υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Η μάλλον απλοϊκή σκέψη να γίνει μία ήπια και εναλλακτική διαχείριση της αστυνομίας από έναν διανοούμενο πολιτικό προϊστάμενο είχε ενδιαφέρον ως αφήγημα του αμφιθεάτρου, αλλά αδυναμία να εκπληρωθεί στην όντως πραγματικότητα όπως φάνηκε.
Όταν θεωρείς την προστασία των πολιτών και της κοινωνίας αστυνομοκρατία και ταυτόχρονα «χαϊδεύεις» υπόρρητα τα παιδιά της μπρουτάλ αντιεξουσιαστικότητας η εξίσωση δεν λύνεται. Ο αριστερός, αλλά σοβαρός Γιάννης Πανούσης τα βρόντηξε γρήγορα, γιατί καθώς αντιλαμβανόταν τουλάχιστον με όρους ακαδημαϊσμού τη θεμελιώδη αξία και σημασία της αστυνομίας σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, αναγκάστηκε να καταγγείλει τις ανομολόγητες εκλεκτικές συγγένειες ΣΥΡΙΖΑ και αντιεξουσιαστών - μπαχαλάκηδων.
Μετά την αποτυχία του πρόχειρου, αν όχι αφελούς, πειράματος, επιλέχθηκε στον αντίποδα η πιο μπανάλ λύση, εμπνευσμένη από τις τετριμμένες πρακτικές του παλαιοκομματισμού. «Ενας στρατηγός στους στρατηγούς». Τουλάχιστον για τα προσχήματα. Το εύρημα έδειχνε ιδανικό για τις ανάγκες της διπλής κυβερνητικής γλώσσας του ΣΥΡΙΖΑ. Μία λαϊκή φυσιογνωμία, χωρίς αντιστάσεις ισχυρής άποψης και μιλιτέρ backround ταυτόχρονα.
Μοναδικός διαθέσιμος στρατηγός της διπλανής πόρτας της πολυκατοικίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο Νίκος Τόσκας. Με καριέρα χαμηλού προφίλ στη γραφειοκρατία κυρίως του υπουργείου Αμυνας, υπήρξε πρόθυμος αλεξιπτωτιστής από τα πολιτικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ στην ντακότα εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Σε ελάχιστη σχέση επαφής και κατανόησης του μαγικού κόσμου της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ανέλαβε χωρίς αίσθηση και επίγνωση κινδύνου τον ρόλο.
Ετσι σύρθηκε γρήγορα στις αφόρητες πιέσεις της αντιεξουσιαστικής ριζοσπαστικότητας του πεζοδρομίου. Ερμηνεύοντας την αμηχανία και ενδοτικότητα του τότε πρωθυπουργού και της κυβέρνησης απέναντι στα «εξεργεμένα» παιδιά, ως κεντρική γραμμή, έγινε βασιλικότερος του βασιλέα και μετατράπηκε ο ίδιος σε «αχίλλειο πτέρνα» του υπουργείου του και βολικό άλλοθι της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Από ένα σημείο και μετά όμως, η κατάσταση εκτροχιάστηκε.
Κανείς στη θέση του δεν θα ήταν ευτυχής, ούτε ως πολιτικός, ούτε ως στρατηγός. Η Αθήνα πάντως επί των ημερών του κάηκε όσο χρειάστηκε με την παραμικρή αφορμή. Δύο εξίσου πρόχειρες και μόνο λύσεις που είχε τις εξάντλησε. Την πρώτη την έκαψε, από τη δεύτερη κάηκε... Και έτσι οδηγήθηκε στην τελευταία λύση τοποθέτησης της κυρίας Γεροβασίλη, ως μια κλασική κομματική επιλογή, που δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα επίσης στην ανομία του δημόσιου χώρου.
Η νέα αντίληψη, όπως εκφράζεται από τη σημερινή κυβέρνηση, διαπνέεται από αρχές και αξίες που έχουν εσωτερικευθεί εδώ και χρόνια νομοθετικά και συνταγματικά σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατικές χώρες της Ευρώπης: Για το σύγχρονο κράτος δικαίου η ασφάλεια είναι προϋπόθεση και μηχανισμός διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αστυνομία υπηρετεί το σύνολο της κοινωνίας, είναι ο φιλικός συμπαραστάτης του πολίτη και διώκτης της εγκληματικότητας.
Ο πολίτης πρέπει να αισθάνεται ασφαλής τόσο απέναντι για παράδειγμα σε τρομοκρατικές ενέργειες όσο και απέναντι σε αντι- τρομοκρατικά μέτρα. Ούτε η βία ανεξέλεγκτων ομάδων, ούτε καμία βία της αστυνομίας είναι ανεκτά. Και τέλος, ότι η κοινωνία του αφόρητου κινδύνου είτε με την επίκληση της καταστροφολογίας είτε με την όντως μεγάλη καταστροφή πρέπει να μετριαστεί, να αμβλυνθεί. Από τον κίνδυνο με ελάχιστη πιθανότητα μέχρι την πραγματική απειλή, η απόσταση είναι μεγάλη, αλλά ο ανθρώπινος φόβος είναι ίδιος. Στόχος είναι πάντα η ελαχιστοποίηση της συλλογικής ανασφάλειας.
*Αναδημοσίευση από Φιλελεύθερο της Παρασκευής 20 Δεκεμβρίου