Από την ημέρα (12 Αυγούστου, αν θυμάμαι καλά) που διέρρευσε η πληροφορία περί επακούμβησης της φρεγάτας «Λήμνος» με την τουρκική «Kemal Reis» μέχρι την ημέρα που το «Oruc Reis» επέστρεψε στο λιμάνι της Αττάλειας πέρασε ένας ακριβώς μήνας. Ήταν ο χρόνος που χρειάστηκε η καγκελάριος Μέρκελ, συνεπικουρούμενη από τον Πομπέο, για να παράξει το «διαμεσολαβητικό θαύμα» της, αποτρέποντας μια ελληνοτουρκική σύρραξη που είχε αρχίσει να μοιάζει αναπόφευκτη.
Από την έναρξη της αποκλιμάκωσης των εντάσεων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο μέχρι την ανακοίνωση περί «προσεχούς» έναρξης των διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πέρασε μία μόλις εβδομάδα. Ηταν ο χρόνος που χρειάστηκε η Γερμανίδα καγκελάριος για να πείσει τον «απασφαλισμένο» πρόεδρο Μακρόν να δώσει τόπο στην οργή και να τηλεφωνήσει στον πρόεδρο Ερντογάν, για να του θέσει, προφανώς, τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσε να συγκατατεθεί στη μη επιβολή κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας.
Ομως, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η επικοινωνία Μακρόν - Ερντογάν υπήρξε παραγωγική, το σίγουρο είναι ότι θα ήταν αδύνατο μέσα στις ελάχιστες ημέρες που απέμεναν μέχρι την προγραμματισμένη για τις 24 και 25 Σεπτεμβρίου Σύνοδο Κορυφής για τις ευρωτουρκικές σχέσεις να έχουν διασφαλισθεί οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την ολοκλήρωση του «διαμεσολαβητικού θαύματος» της καγκελαρίου με μια κατάληξη που θα έβαζε στο ψυγείο της Ευρωπαϊκής Ενωσης τις κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας.
Η ασύμμετρη συμπεριφορά της τελευταίας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο συνιστούσε ένα πρόβλημα που η «θαυματοποιός» γερμανική προεδρία είτε είχε αγνοήσει είτε είχε υποτιμήσει και πάντως δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί χωρίς να απειληθεί η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενώ σε ό,τι αφορά το Αιγαίο όλοι θα μπορούσαν να παραστήσουν ότι οι δηλώσεις περί επικείμενης επανέναρξης των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών είναι αρκετές για να εκτονωθεί η κρίση και να μην καταστεί υποχρεωτική η επιβολή κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο δεν πρόσφερε αντίστοιχα άλλοθι στο μπλοκ των κρατών-μελών, τα οποία εύχονταν να παρέλθει το πικρό ποτήρι των κυρώσεων από το τραπέζι των συζητήσεων για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Εκεί η επιθετικότητα της Τουρκίας συνεχίζεται κλιμακούμενη, με το γεωτρητικό «Γιαβούζ» και το σεισμογραφικό «Μπαρμπαρός» να επιχειρούν εντός Κυπριακής ΑΟΖ, νέα Navtext να παρατείνει τις έρευνές τους μέχρι τις 12 Οκτωβρίου και νέες απειλές να εκτοξεύονται για τον εποικισμό της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου κατά παράβαση των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Πώς, λοιπόν, η Λευκωσία να μην εμμείνει στην απειλή της να μπλοκάρει τις αποφάσεις για επιβολή κυρώσεων εις βάρος της Λευκορωσίας και πώς η αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να μην τρωθεί ανεπανόρθωτα, αν η προγραμματισμένη γι’ αυτή την εβδομάδα Σύνοδος Κορυφής πραγματοποιούνταν χωρίς να λάβει υπ' όψιν της τις αποφάσεις που το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών είχε πάρει στα τέλη Αυγούστου, εισηγούμενο την επιβολή άμεσων κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας σε περίπτωση που θα συνέχιζε να παραβιάζει απροκάλυπτα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας; Πώς το «διαμεσολαβητικό θαύμα» της καγκελαρίου θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με την Τουρκία να παραβιάζει την ευρωπαϊκή κυριαρχία, για την οποία μόλις προχθές ο πρόεδρος Μακρόν επαναλάμβανε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ότι είναι αδιαπραγμάτευτη;
Με τον κορωνοϊό να βάζει επιτηδείως το δαχτυλάκι του προκαλώντας την αναβολή της Συνόδου Κορυφής για μια εβδομάδα, ίσως αποδειχθεί ότι η κατά τα άλλα επάρατος πανδημία μπορεί να κάνει και αυτή τα δικά της θαύματα. Αλλωστε, όπως λένε και οι Κύπριοι, μέσα σε μια εβδομάδα πολλά μπορεί να ανατραπούν. Και φέρνουν το παράδειγμα των «απανωτών ανατροπών που ζήσαμε μέσα στις τρεις ώρες του απογεύματος της περασμένης Τρίτης: επανέναρξη ελληνοτουρκικού διαλόγου, επαναπροσέγγιση Μακρόν - Ερντογάν, αναβολή της Συνόδου Κορυφής, εξαγγελία νέας Navtext, από την Τουρκία για τη Λήμνο, και… ολοκληρωτικό θάψιμο της Κύπρου».
Με τα τόσα που έχουν περάσει βέβαια οι άνθρωποι, το να γίνονται πικρόχολοι είναι τουλάχιστον δικαιολογημένο. Και είναι ίσως ακόμα περισσότερο δικαιολογημένοι τώρα που, όπως φαίνεται, αισθάνονται παγιδευμένοι. Αν επιμείνουν στο veto μπλοκάροντας τις κυρώσεις για τη Λευκορωσία, κινδυνεύουν να βρεθούν απομονωμένοι εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης και όχι μόνον. Αν ενδώσουν στις πιέσεις και συγκατανεύσουν στην επιβολή των κυρώσεων εις βάρος της Λευκορωσίας, κινδυνεύουν όχι μόνο να χάσουν τη διαχρονική φιλία και στήριξη που είχαν από ένα μόνιμο μέλος του Σ.Α. του ΟΗΕ, όπως η Ρωσία, αλλά και την τελευταία ίσως ευκαιρία που έχουν να ξαναδούν την πατρίδα τους ενωμένη. Με την Κύπρο να θυσιάζεται στον βωμό του ευρωπαϊκού «ιστορικού συμβιβασμού» με την Τουρκία, η οριστική διχοτόμηση μπορεί να μοιάσει με τον πιο «ανώδυνο» μονόδρομο. Μόνο που αυτός ο μονόδρομος δεν είναι καθόλου ευρωπαϊκός.
Οπως δεν υπήρξε ποτέ ευρωπαϊκή η διχοτόμηση της Γερμανίας. Ο Ερντογάν δεν έχει κρύψει την προτίμησή του σε μια τέτοια λύση. Αλλά ο Ερντογάν ούτε είναι ούτε θέλει πια να γίνει Ευρωπαίος. Μένει να φανεί τι θέλουν και οι Τουρκοκύπριοι, για τους οποίους κόπτεται. Θα το ξέρουμε στις 11 Οκτωβρίου, οπότε θα ανοίξουν οι κάλπες του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στα κατεχόμενα. Ισως, όμως, μέχρι τότε να χρειαστεί ο κορωνοϊός να κάνει ακόμη ένα «θαύμα», δίνοντας περισσότερο χρόνο και περιθώρια στη διπλωματία να κατεβάσει καλύτερες ιδέες από αυτές που περνάνε από το μυαλό όσων σκέφτονται ότι μια «περιφερειακή διάσκεψη» με τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων ως «κράτους» ή ξεχωριστής «πολιτικής οντότητας» θα μπορούσε να αποτελέσει για την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας μια συζητήσιμη διέξοδο μέχρι να βρεθεί μια καλύτερη και ρεαλιστικότερη.
Ο πρόεδρος Αναστασιάδης έχει ήδη χρεωθεί με το τελευταίο από τα πολλά και μεγάλα λάθη που μετέτρεψαν διαχρονικά το Κυπριακό σε μια τραγική ιστορία χαμένων ευκαιριών: το ναυάγιο του Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017, με το οποίο βούλιαξε η τελευταία δυνατότητα που δόθηκε στις δύο κυπριακές κοινότητες για μια καταληκτική διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού. Η Τουρκία, που τα προηγούμενα χρόνια αρνούνταν να συζητήσει το ακανθώδες κεφάλαιο των Εγγυήσεων, είχε επιτέλους δεχθεί να μπει στη συζήτησή του, γιατί, όπως έγραψε ο Μακάριος Δρουσιώτης στο «Βήμα» της 12ης Φεβρουαρίου 2020, εκείνη τη στιγμή είχε θεωρήσει ότι το όφελος από μια συμφωνία ήταν μεγαλύτερο από το κόστος της μη λύσης. Σήμερα που η Τουρκία του Ερντογάν θέλει να στείλει μέσω Κύπρου το μήνυμα του πόσο αποφασισμένη είναι να διεκδικήσει τα δικά της κυριαρχικά δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο, το τελευταίο πράγμα που θα κάνει είναι μια διαπραγμάτευση για τα συμβατικά αναγνωρισμένα δικαιώματά της ως εγγυήτριας δύναμης.
Αν ο Αναστασιάδης φοβόταν το 2017 ότι θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως ενδοτικός και να χάσει τις εκλογές του 2018 αν δεχόταν μια σταδιακή και όχι άμεση αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο, πώς θα μπορέσει τώρα να δεχθεί την de facto διεθνή αναγνώριση της Βόρειας Κύπρου μέσω της συμμετοχής της σε μια «περιφερειακή διάσκεψη»; Με τα σημερινά δεδομένα, μόνον αν το «Γιαβούζ» ή το «Μπαρμπαρός» ή και τα δυο μαζί χρειαστούν… συντήρηση θα μπορέσει ίσως να ολοκληρωθεί το «διαμεσολαβητικό θαύμα» της Ανγκελα Μέρκελ. Ειδάλλως, η αποκλιμάκωση δεν φαίνεται να μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από όσο συνήθως κρατούν όλα τα θαύματα.
*Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας - αναλυτής
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί το Σαββατοκύριακο 26 - 27 Σεπτεμεβρίου