Στα χρόνια μας, δηλαδή τις πρώτες δεκαετίες μετά τον μεγάλο πόλεμο, το υπόδειγμα της αξιολόγησης στην πρωτοβάθμια και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν πολύ απλό.
Ανά κάποια χρονικά διαστήματα περνούσε ο επιθεωρητής από την τάξη, παρακολουθούσε την διδασκαλία, ρωτούσε δύο-τρεις μαθητές να σχολιάσουν την διαδικασία, έκανε τις σημειώσεις του, και έφευγε.
Για τους δασκάλους και τους καθηγητές μας, η προσέλευση του επιθεωρητή ήταν μεγάλο γεγονός, γιατί η επαγγελματική τους πορεία επηρεαζόταν από το συμπέρασμα που έβγαζαν και κατέθεταν οι επιθεωρητές στη διεύθυνση του σχολείου.
Κάποια στιγμή, για τους ίδιους λόγους που όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έπαψαν να είναι υπάλληλοι και έγιναν μόνιμοι ιδιοκτήτες του κράτους, το πιο πάνω απλό υπόδειγμα αξιολόγησης καταργήθηκε, χωρίς να υποκατασταθεί με ένα άλλο πιο εξελιγμένο ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών.
Έκτοτε, και κυρίως από την μεταπολίτευση και μετά, δεν υπήρξε κυβέρνηση που να νοιάζεται για το μέλλον της χώρας η οποία να προσπάθησε να επιβάλλει ένα υπόδειγμα αξιολόγησης στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης και να μην απέτυχε. Οι κύριοι λόγοι γι’ αυτήν την αποτυχία είναι οι ίδιοι με αυτούς που διαμορφώνουν τους δείκτες της διάχυτης παρακμής της χώρας μας, οι οποίοι δημοσιεύονται με εκνευριστική συχνότητα στον εγχώριο και διεθνή τύπο.
Το κράτος έχει καταληφθεί από οργανωμένες προσοδοθηρικές μειοψηφίες, οι οποίες ανεβοκατεβάζουν επί τέσσερις δεκαετίες κυβερνήσεις ανήμπορες να αντισταθούν στις απαιτήσεις τους. Παντοδύναμες μεταξύ αυτών είναι τα συνδικάτα τα οποία δρουν στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Δεδομένου ότι γνωρίζουν τη διαπραγματευτική δύναμη που διαθέτουν έναντι των αδύναμων κυβερνήσεων που εκλέγονται, από μόνα τους αυτά τα συνδικάτα δεν έχουν κανένα λόγο να δεχθούν οποιαδήποτε υπόδειγμα αξιολόγησης το οποίο σε τελευταία ανάλυση μπορεί να αναγκάσει τα μέλη τους σε μεγαλύτερη προσπάθεια για βελτίωση. Οι ίδιοι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές σ’ αυτές τις βαθμίδες της εκπαίδευσης διεκδικούν για τους εαυτούς τους το δικαίωμα να αξιολογούν όλους του άλλου πολίτες, από τον φούρναρη μέχρι τον γιατρό και τον καθηγητή πανεπιστημίου, αλλά οι ίδιοι απαιτούν να βρίσκονται πέρα από οποιοδήποτε έλεγχο για την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν.
Σε μένα είναι πλέον προφανές ότι οι πολίτες, το μέλλον των παιδιών των οποίων είναι συνυφασμένο κυρίως με την στοιχειώδη και την μέση εκπαίδευση, γιατί είναι σ’ αυτά τα στάδια που σχηματίζεται ο γνωσιακός και ηθικός χαρακτήρας των ατόμων, πρέπει άμεσα να θέσουν θέμα.
Πρέπει να απαιτήσουν όλα τα κόμματα, αριστερά, φιλελεύθερα και δεξιά, να υποστηρίξουν είτε την άρση της μονιμότητας, και συνάμα την εκ βάθρων αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, περιλαμβανομένης και της εκπαίδευσης, είτε την απαγόρευση του συνδικαλισμού στο δημόσιο.
Όταν τα συνδικάτα των δασκάλων και των καθηγητών αντιληφθούν ότι δεν τους παίρνει να συνεχίσουν να αρνούνται την αξιολόγηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου που προσφέρουν, σύντομα θα συνεργαστούν για την εγκατάσταση ενός λειτουργικού υποδείγματος αξιολόγησης, το οποίο χρειάζεται κατεπειγόντως για να σχεδιαστούν οι όποιες βελτιωτικές παρεμβάσεις χρειάζεται να γίνουν εκ μέρους της πολιτείας.
* O Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.