Τα δεδομένα δείχνουν, ότι με κριτήριο το σύνολο των φόρων από την ακίνητη περιουσία σαν ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα βρίσκεται στην 3η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με την πρώτη θέση να κατέχει η Γαλλία. Στους δε φόρους κατοχής ακινήτων τύπου ΕΝΦΙΑ, η Ελλάδα βρίσκεται στην υψηλότερη θέση της Ε.Ε. με ποσοστό 1,7% επί του ΑΕΠ. Για πόσο θα συνεχίζεται αυτός ο παραλογισμός;
Σύμφωνα με διαρροές από το υπουργείο Οικονομικών, η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου, που επιβάλλεται μαζί με τον ΕΝΦΙΑ σε όσους έχουν ακίνητη περιουσία άνω των 250.000, που αποτελούσε προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας, αναβάλλεται εκ νέου. Η σκληρή φορολόγηση, τόσο της κατοχής ακίνητης περιουσίας, όσο και των εισοδημάτων από αυτήν, φαίνεται ότι θα συνεχιστεί επ’ αόριστον.
Η εμπειρία δείχνει ότι η πλειοψηφία των φόρων που επιβάλλονται στη βασική κατηγορία των φορολογικών υποζυγίων, δηλαδή στους ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας, σπάνια καταργούνται. Συνήθως αλλάζοντας όνομα, ή και μεταφερόμενοι σε άλλο φορέα του δημοσίου, υιοθετούνται και διατηρούνται διαχρονικά από όλες τις κυβερνήσεις.
Οι παλαιότεροι θυμούνται τον «Φόρο Ακίνητης Περιουσίας» (ΦΑΠ), ο οποίος όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά μετονομάστηκε σε «Τέλος Ακίνητης Περιούσιας» (ΤΑΠ) και εισπράττεται μαζί με τους λογαριασμούς της ηλεκτρικής ενέργειας για λογαριασμό των Δήμων.
Αλλά και οι νεότεροι θυμούνται τον «Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Χώρων», εν συντομία ΕΕΤΗΔΕ, που επιβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2011 από τον τότε υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, επειδή «χρειαζόμασταν κάτι που να είναι δίκαιο και κοινωνικά αποδεκτό, που να διαφοροποιεί τον πλούσιο από τον φτωχό και να αποδώσει άμεσα και να μην εξαρτάται από τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό».
Το 2013 ο ΕΕΤΗΔΕ μετονομάστηκε σε ΕΝΦΙΑ (Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων) που θα συμπεριλάμβανε και το μέρος του ΦΑΠ που δεν είχε περάσει στον ΤΑΠ.
Μετά ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ που υποσχέθηκε την πλήρη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, αλλά και τη θέσπιση ενός νέου φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Δεν έκανε τίποτα από τα δυο. Ωστόσο, προχώρησε στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τα εισοδήματα από ενοίκια.
Έτσι ο συντελεστής για εισόδημα έως 12.000 ευρώ αυξήθηκε από το 11% στο 15%, για εισόδημα από 12.000 έως 35.000 ευρώ αυξήθηκε από το 33% στο 35% και για εισόδημα πάνω από 35.000 ευρώ αυξήθηκε από το 33% στο 45%. Απολύτως παράλογες κινήσεις βασισμένες στις ιδεοληψίες του Σύριζα που όριζε το 2017, σαν μεσαία τάξη τα νοικοκυριά με εισοδήματα από 12.000 έως 18.000 ευρώ.
Bέβαια ο εμπνευστής αυτής της αύξησης της φορολόγησης των εισοδημάτων από ακίνητα, Ευκλείδης Τσακαλώτος, το 2019 στην κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση του Σύριζα για τον απολογισμό της εκλογικής συντριβής της 26ης Μαΐου 2019, είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι «είμαστε μια κυβέρνηση με ταξική μεροληψία. Να παραδεχόμαστε ότι μεροληπτούμε ταξικά υπέρ των ασθενέστερα οικονομικά τάξεων». Και το συνέχισε στον τηλεοπτικό σταθμό Open, λέγοντας ότι «Η ‘ταξική μεροληψία’ λέει, πως έπρεπε να μπουν τα πράγματα σε μία σειρά και να βγει η χώρα από τα μνημόνια».
Άλλωστε και ο ΕΕΤΗΔΕ είχε επιβληθεί για να βγει η χώρα από τα μνημόνια, επειδή η τότε κυβέρνηση αρνιόταν να ακουμπήσει την ιερή αγελάδα των «επιδοτήσεων» και των δικαιωμάτων των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων σε προνομιούχες ΔΕΚΟ και είχε βρει την εύκολη λύση, της εκ νέου φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας.
Το 2021 ο λογαριασμός του ΕΝΦΙΑ ανήλθε στα 2,093 δισ. ευρώ εκ των οποίων ο συμπληρωματικός φόρος που επιβάλλεται σε ιδιοκτήτες με ακίνητα άνω των 250.000 ευρώ να φτάνει τα 368,4 εκατ. ευρώ. Είναι δε γνωστό ότι το ποσό που πρέπει να εισέλθει στον κρατικό προϋπολογισμό το 2022 από τον ΕΝΦΙΑ, δεν θα πρέπει να είναι μικρότερο των 2,1 δισ. ευρώ με βάση τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς.
Για να αντιληφθούμε, το μέγεθος αυτών των περίπου 370 εκατ. ευρώ που εισπράττονται από τον συμπληρωματικό φόρο του ΕΝΦΙΑ, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας την σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ. Σύμφωνα λοιπόν με το ΙΟΒΕ, η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου θα οδηγήσει σε πρόσθετη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,7% και θα αυξήσει την απασχόληση με τη δημιουργία 33.000 θέσεων εργασίας.
Δηλαδή η κατάργηση των 370 εκατ. φόρων του συμπληρωματικού φόρου, θα προσέθετε με βάση το εκτιμώμενο ΑΕΠ του 2021, 1,4 δισ. ευρώ στην ανάπτυξη της χώρας και 33.000 θέσεις εργασίας. Δηλαδή το κράτος θα «έχανε» έσοδα ύψους 370 εκατ. ευρώ και θα «κέρδιζε» 1,4 δισ. ευρώ σε ανάπτυξη και 33.000 θέσεις εργασίας.
Ας ελπίσουμε ότι το νέο περιβάλλον με τις αναπροσαρμογές των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, την επέκταση του συστήματος των αντικειμενικών αξιών σε πάνω από 3.600 νέες ζώνες / περιοχές, θα οδηγήσει την κυβέρνηση στη λήψη ορθολογικών και αναπτυξιακών αποφάσεων. Διότι άλλο πράγμα είναι η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου και άλλο πράγμα είναι η αναμενόμενη «ενσωμάτωση του» στην κλίμακα του κύριου φόρου του ΕΝΦΙΑ.