Όπως λέγαμε και χθες, από μία συγκυρία της τύχης γίναμε κοινωνοί μίας μαζικής πράξης αλληλεγγύης απέναντι σε έναν συνάνθρωπό μας που κινδύνευε άμεσα. Ο τρόπος ήταν εντυπωσιακός, ενώ ο χρόνος μέσα στον οποίο κινητοποιήθηκαν οι φίλοι που θέλησαν να δείξουν τη συμπαράστασή τους (πολλοί, και σχεδόν όλοι άγνωστοι τόσο μεταξύ τους όσο και με τη νεαρή γυναίκα που βρέθηκε ένα βήμα πριν από τον θάνατο) ήταν πραγματικά ελάχιστος. Είδαμε στην πράξη, με άλλα λόγια, αυτό που λέμε γρήγορα «κοινωνικά αντανακλαστικά».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη κάτι παρόμοιο, προς Θεού? ήταν μία από τις άπειρες — και ασφαλώς δεν θα είναι η τελευταία. Εδώ και χρόνια, άλλωστε, ακούμε σχεδόν σε τακτική βάση για ανθρώπους που βρίσκονται στον αέρα, είτε από έναν συνδυασμό ατυχών γεγονότων, είτε από την ανεπάρκεια του κοινωνικού κράτους, είτε λόγω της απουσίας οικείων δομών, ή μάλλον της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν σε όλα τα ανάλογα περιστατικά: στη «ζήτηση», με άλλα λόγια, καθώς περί αυτού πρόκειται.
Από την άλλη, είναι εξίσου γνωστό ότι οι άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, αλληλοβοηθιούνται σε σταθερή βάση, ενώ δεν είναι και λίγοι όσοι έχουν οργανώσει τουλάχιστον στοιχειωδώς επανδρωμένες «ερασιτεχνικές» φιλανθρωπικές ομάδες που λειτουργούν σε επίπεδο γειτονιάς. Μόνο εγώ τυχαίνει και γνωρίζω αρκετούς που βοηθούν συστηματικά τρίτους —ανθρώπους που βρέθηκαν σε δυσχερή οικονομική και κοινωνική θέση για τον ένα ή τον άλλο λόγο: πολλοί είναι μετανάστες, άλλοι είναι ηλικιωμένοι χωρίς συγγενείς και πόρους, άλλοι είναι νέοι με μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα—, ή «απλώς» ζωάκια.
Έγραφα επίσης ότι, αντιθέτως, απασχολούμενοι με το ένα ή το άλλο καθημερινό μικροπολιτικό που κατά πλειονότητα απορρέει από το Μαξίμου την τελευταία τετραετία, όπως απέρρεε από το πεζοδρόμιο την προηγούμενη εξίσου φρικτή πενταετία, απασχολούμενοι, επαναλαμβάνω για ακόμη μία φορά, με τα τρέχοντα σε καφενειακό επίπεδο, παίζοντας δηλαδή με τους όρους και στο γήπεδο του αντιπάλου, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να χάνουμε πολύτιμο χρόνο: χρόνο που θα μπορούσαμε να επενδύσουμε σε εμάς, ή και στην «κοινωνία» — χρόνο που τον κλέβουμε από τον εαυτό μας? αλλά και από τους άλλους.
Υποστηρίζω λοιπόν ότι, όσοι θέλουν, θα έπρεπε ίσως να σκεφτούν ακόμη πιο σοβαρά από όσο ενδεχομένως το έκαναν μέχρι τώρα πώς θα μπορούσαν να διαθέσουν αυτό τον «περισσευούμενο» χρόνο τους, ώστε να πιάσει τόπο. Γιατί έχουν πράγματι χρόνο. Γιατί υπάρχουν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν για καιρό, μεγάλες ανάγκες. Και γιατί, αν μη τι άλλο, ποτέ δεν είναι αργά για να αποκτήσει κανείς μία νέα συνήθεια — και για να κόψει μία εσχάτως (μόλις την τελευταία «αγανακτισμένη» δεκαετία…) αποκτηθείσα κακή, ολέθρια συνήθεια: την επιδερμική, ξαναλέμε, ενασχόληση με τη μικροπολιτική, που αρχίζει και τελειώνει σε σχόλια στο Facebook. Ή στην οποία απλώς εκτονώνουμε την —απολύτως δικαιολογημένη— οργή μας.
Δεν είναι δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο, αρκεί όμως πρώτα κανείς να καταλάβει, και ακολούθως να πείσει τον εαυτό του, πως οι συνήθεις δραστηριότητές του δεν ωφελούν στ' αλήθεια κανέναν, καθώς δεν παράγουν κανένα απολύτως έργο. Απλώς ξεδίνει κανείς. Όχι ότι είναι λίγο αυτό, αλλά σίγουρα δεν αποφέρει κάποιο κέρδος: θα μπορούσε απλώς εξαρχής να κλείσει τα αυτιά του στις μικροκομματικές Σειρήνες — να μη δίνει σημασία. Θα ήθελα, ει δυνατόν, να το σκεφτούμε άλλη μία φορά αυτό.
Τώρα, όπως όλοι ξέρουμε, υπάρχουν πολλές οργανώσεις που ζητούν χέρια και ώρες από ανθρώπους. Και τα ζητούν απεγνωσμένα, και σε διαρκή βάση: όχι μόνο όταν γίνεται γνωστή μία μεγάλη κρίση, ένα μεγάλο γεγονός, ή όταν ξεσπά μια καινούργια. Αυτές οι οργανώσεις δεν είναι όλες τους μεγάλες ΜΚΟ, προς τις οποίες —για μία σειρά από λόγους— υπάρχει εν πολλοίς μία κάποια δυσανεξία από κάποιους. Υπάρχουν και πολλές μικρότερες, ίσως πιο ευέλικτες, ίσως πιο γρήγορες και λιγότερο «γραφειοκρατικές». Όπως υπάρχει πάντα και η Εκκλησία βέβαια, για όποιον νιώθει κοντά σε αυτό τον θεσμό. (Εγώ δεν νιώθω. Αλλά αναγνωρίζω πως το φιλανθρωπικό έργο που παράγεται μέσω των δομών της είναι μεγάλο και σεβαστό. Και, δυστυχώς, πάντα απαραίτητο και κρίσιμο). Το να βρει κανείς πού θα επενδύσει τον περισσευούμενο χρόνο του είναι πανεύκολο: αρκεί ένα γρήγορο γκουγκλάρισμα.
Όπως δεν είναι καθόλου δύσκολο και να αυτοοργανωθεί. Κυριολεκτικά, απαιτείται κατά 90% θέληση και κατά 10% όλο κι όλο τεχνογνωσία.
Η Ελλάδα περνά μία οικονομική κρίση του είδους που έχει λυγίσει κάποιες μεγάλες αμερικανικές πόλεις στο πρόσφατο παρελθόν. Μεγάλου επιπέδου, δηλαδή, και τέτοια που αφήνει για καιρό τα αχνάρια της. Όμως όλοι αυτοί οι οικονομικοί κύκλοι της ιστορίας κλείνουν κάποτε — και οι πόλεις, και οι χώρες, αργά ή γρήγορα ανακάμπτουν. Έτσι θα συμβεί και με εμάς, εις πείσμα των συγκεκριμένων ολιγαρχών που βυσσοδομούν και του κόμματος που στηρίζουν με νύχια και με δόντια. Αλλά για να γίνει μια ώρα αρχύτερα αυτό, ή έως ότου γίνει, ας βάλουμε κι εμείς το χέρι μας. Όσο λίγο μπορούμε.
Το λίγο των πολλών είναι ήδη πάρα πολύ.
ΥΓ1. Σημαντικότατο ρόλο για την επιστροφή στην ανάπτυξη μίας οικονομίας σε κρίση παίζει φυσικά η φιλανθρωπία μεγάλης κλίμακας, ιδίως στους τομείς των τεχνών, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης — αυτή δηλαδή που πηγάζει από τους Μεγάλους Ευεργέτες. Γιατί μόνο έτσι συντηρείται μία σοβαρή ποιότητα ζωής για τον πολύ κόσμο, μόνο έτσι διατηρείται ζωντανή η προσδοκία για κάτι καλύτερο — για κάτι καλό, πραγματικά καλό. Πρέπει να στηρίζουμε με νύχια και με δόντια, όλοι, αυτές τις μεγαλειώδεις προσπάθειες: είναι ο πλούτος μας.
ΥΓ2. Έγραφα πιο πριν ότι υπάρχουν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν για καιρό, μεγάλες ανάγκες. Έτσι είναι. Η ανάπτυξη —που θα έρθει: έτσι γίνεται με αυτά— είναι μία διαδικασία, δεν είναι μία απόφαση που εφαρμόζεται με διατάξεις και αλλαγές νόμων προς το πιο «φιλελεύθερο». Και, νομοτελειακά, εμφανίζεται πρώτα στη ζωή, στην καθημερινότητα και στην τσέπη των μισθωτών και μικρομεσαίων, και τελευταία στους πολύ αδυνάτους ή σε όσους αποσυνάγωγους δεν έχουν αφήσει να κρατηθεί μέσα τους καμία ελπίδα. Γι' αυτό και λέμε: αν μπορείτε, όσο μπορείτε, έχετέ τους στον νου σας: στηρίξτε τους.