Προϊόν μυστικής διπλωματίας, άρνηση συνεννόησης με το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, καθαρή εργαλειοποίηση ενός εθνικού θέματος για να προκληθεί βλάβη στον αντίπαλο: αυτή ήταν η κριτική που κάναμε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν θα αλλάζαμε ούτε τελεία από αυτά που γράφαμε τότε στο «Φιλελεύθερο» κι εδώ, στο Liberal.
Και για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, το διακύβευμα τότε ήταν να κερδίσει η Νέα Δημοκρατία τις εκλογές και μάλιστα αυτοδύναμη. Η εκκρεμότητα με τους Βορειομακεδόνες σαφώς και έπρεπε κάποια στιγμή να επιλυθεί, πολλώ μάλλον δε όταν ο κίνδυνος να αρχίσουν μια προς μια οι χώρες να τους αναγνωρίζουν ως «Μακεδονία», χωρίς άλλο προσδιορισμό ήταν υπαρκτός, όμως δεν ήταν αυτό που μας «έκαιγε» τότε.
Άλλωστε, αν η προηγούμενη κυβέρνηση έκρινε ότι η επίλυσή του συγκεκριμένου ζητήματος στη δεδομένη συγκυρία είχε χαρακτήρα επείγοντος, διέθετε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να την επικυρώσει στη Βουλή. Την ευθύνη της χώρας την έχει η εκάστοτε κυβέρνηση, όχι η αντιπολίτευση.
Σήμερα, η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια πραγματικότητα και η συζήτηση για το ενδεχόμενο ακύρωσή της αδιανόητη αφού η διαχρονική και αταλάντευτη θέση της Ελλάδας είναι ο σεβασμός στο Διεθνές Δίκαιο. Μια στάση που κρατάμε για να αποκρούουμε τις παρανοϊκές αξιώσεις της Τουρκίας για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης.
Η εμπλοκή στην επικύρωση από τη Βουλή των τριών συμφωνιών με τη Βόρεια Μακεδονία μας ανησυχεί.
Και μας ανησυχεί γιατί η διαιώνιση της εκκρεμότητας αυτής δεν συμφέρει την Ελλάδα.
Για το συγκεκριμένο ζήτημα η Ελλάδα έχει σπαταλήσει απροσδιόριστα μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο αντί να στρέψει την προσοχή της στο πως θα αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη ολόκληρης της περιοχής των Βαλκανίων και των Δυτικών και των Νότιων μια δύναμη που έτσι κι αλλιώς, πολιτικά και οικονομικά είναι.
Η Ελλάδα έχει κάθε όφελος να επιδείξει την πραγματική της ισχύ στην περιοχή, να γίνει «η μανούλα των Βαλκανίων» με όρους σχήματος ιεραρχίας. Πρέπει δηλαδή να αναδειχθούμε στη δύναμη που τα βαλκανικά κράτη θα θέλουν να έχουν σύμμαχο και θα προστρέχουν σε αυτή για να τους επιλύσει τα προβλήματα τους με τις Βρυξέλλες και τη Δύση.
Η διαιώνιση της εκκρεμότητας μας κάνει και ευάλωτους στις κάθε λογής «πιέσεις». Μια από τη Γερμανία, μια από τις ΗΠΑ ή τις Βρυξέλλες. Γιατί να έχει ο οποιοσδήποτε διαπραγματευτικά όπλα πίεσης και εκβιασμού σε βάρος της χώρας μας;
Τέλος, γιατί η Νέα Δημοκρατία και αναφερόμαστε στο σύνολό της, σε όλες τις τάσεις ή τις φράξιες, να είναι μονίμως ευάλωτη από τα Δεξιά της; Γιατί να παραχωρεί ζωτικό πολιτικό χώρο σε ομάδες και άτομα ο πολιτικός λόγος των οποίων περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτό το θέμα γιατί δεν έχουν καμία άλλη θέση ή πρόταση για τα ζητήματα που καίνε τη χώρα και θέλουν απλώς να πλιατσικολογούν ψήφους στις παρυφές της Δεξιάς;
Αντίθετα, από άλλους, πολλούς, εμείς δεν πιστεύουμε ότι για την καθυστέρηση με τη Βόρειο Μακεδονία ευθύνεται κάποιο εσωκομματικό παιχνίδι και μάλιστα από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς. Κανένα πρόβλημα δεν θα δημιουργούνταν αν ο πρόεδρος Α. Σαμαράς καταψήφιζε και ο πρόεδρος Κ. Καραμανλής απείχε της ψηφοφορίας.
Κανείς δεν μπορεί να υποδείξει στους πρώην προέδρους και πρώην πρωθυπουργούς τι θα κάνουν. Εξάλλου οι θέσεις τους είναι σαφείς, γνωστές, η στάση τους αυτή δεν θα προκαλούσε έκπληξη και φυσικά και ως εκ τούτου και κανένα τριγμό στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η Νέα Δημοκρατία είναι πολύ ανθεκτική στις εσωκομματικές στάσεις και διαφωνίες κι αυτό της το χαρακτηριστικό είναι και μια από τις βασικές αιτίες της επιτυχίας της ως κόμμα αλλά και της αντοχής που επέδειξε στην κρίση.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος λοιπόν να μην κλείσει το ζήτημα με τη Βόρεια Μακεδονία. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα απολύτως συμφέρον να συμβάλλει στην περαιτέρω αποδυνάμωση του Ζόραν Ζάεφ που είναι μετριοπαθής και αντιλαμβάνεται ότι το συμφέρον το δικό του και της χώρας του περνάει μέσα από την Ελλάδα.
Οι συμφωνίες με τη Βόρεια Μακεδονία πρέπει να επικυρωθούν και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν. Αυτό είναι το συμφέρον μας.