Του Φοίβου Καρζή
Η εκλογή αρχηγού στη Νέα Δημοκρατία εμπλέκει όσους (θα δούμε πόσοι) θα πάνε αύριο να ψηφίσουν, αλλά αφορά πολύ περισσότερους. Παρά το φλερτ με την αυτογελοιοποίηση, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εκπροσωπεί έναν πολιτικό χώρο που ιστορικά έχει αποδείξει ότι διαθέτει μεγαλύτερες δυνάμεις επιβίωσης και συνασπισμού γύρω από τον κεντρικό φορέα του από οποιοδήποτε άλλο τμήμα του πολιτικού φάσματος.
Για την Αριστερά, κομμουνιστική και μη, για τη Σοσιαλδημοκρατία, όπως και για το Κέντρο, αλλά ακόμη και για την Ακροδεξιά, ο κατακερματισμός ή η λαθραία επιβίωση μέσα σε ευρύτερα σχήματα με διαφορετικό ιδεολογικό κέντρο βάρους, υπήρξε συνήθης κατάσταση, συχνά για δεκαετίες.
Αντίθετα, η συντηρητική παράταξη ανασυγκροτήθηκε πολύ γρήγορα ακόμη και μέσα στις πιο αρνητικές συνθήκες, με κορυφαίο παράδειγμα την ανόρθωση του Λαϊκού Κόμματος από τον Παναγή Τσαλδάρη και την ανάδειξή του σε αξιωματική αντιπολίτευση στις πρώτες εκλογές που πήρε μέρος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αλλά η εκλογή αρχηγού στη Ν.Δ. δεν περιορίζεται στην προοπτική ενίσχυσης ή αποδυνάμωσης μιας μεγάλης πολιτικής παράταξης. Αυτή τη φορά θα επηρεάσει τον τρόπο συγκρότησης του πολιτικού συστήματος στη χώρα για το ορατό μέλλον. Κατά πόσον δηλαδή η ύπαρξη ενός ισχυρού πολιτικού φορέα ως εναλλακτικής εξουσίας θα αποτελέσει τροχοπέδη στο σχεδιασμό που φαίνεται να έχει δρομολογήσει η κυβερνητική πλειοψηφία – η κάθε συνιστώσα της για διαφορετικούς, αλλά συγκλίνοντες, λόγους.
Η ιδέα του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ευανάγνωστη: με τη διατήρηση ενός συστήματος απλής αναλογικής, με ελαχιστοποίηση της πριμοδότησης στο πρώτο κόμμα, ενδεχομένως δε και με μείωση του ορίου εισόδου στη Βουλή, θέλει να ενισχύσει τις φυγόκεντρες τάσεις στους άλλους πολιτικούς χώρους. Εφόσον αυτός ο σχεδιασμός ευοδωθεί, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ο ισχυρότερος πολιτικός φορέας, σημείο αναφοράς για το σύνολο του πολιτικού συστήματος ως απαραίτητος εταίρος για κάθε συνασπισμό εξουσίας.
Η εκλογή του Σεπτεμβρίου έδειξε πως η Ν.Δ. δεν μπορεί να διατηρήσει ηγετική παρουσία και προοπτική στρεφόμενη αποκλειστικά στην ιστορική της βάση, ήδη πολιτικά απογοητευμένη, οργανωτικά απούσα και, κυρίως, γενεαλογικά συρρικνωμένη. Κερδίζοντας δέκα ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω από ό,τι στις εκλογές του Μαΐου του 2012, η Ν.Δ. βρέθηκε την επομένη των εκλογών σε μια βαθιά κρίση ταυτότητας.
Στην πραγματικότητα, για όσους δεν ανήκουν στο στενό κομματικό χώρο, η εκλογή θα κρίνει κατά πόσον έχει προοπτική μια τάση ανασύστασης, έστω σε μικρότερη βάση, του παλιού δικομματισμού, δηλαδή της ύπαρξης πολυσυλλεκτικών κομμάτων, τώρα που η βασική συνθήκη της πελατειακής συγκόλλησης ετερόκλητων συνιστωσών δοκιμάζεται από την απουσία κρατικού χρήματος για διανομή.
Οι εξελίξεις θα κριθούν από τη δυνατότητα της συντηρητικής παράταξης να πάρει μέρος στην ανασύνθεση του κεντρώου χώρου. Και αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη διεύρυνσή της προς νέα ακροατήρια, υπαρκτά ή εκείνα που θα δημιουργεί η φθορά της διακυβέρνησης, είτε μέσα από τη διάσπασή της. Η νέα ηγεσία της δεν θα έχει την πολυτέλεια μιας στρατηγικής του «ώριμου φρούτου» .