Του Βασίλη Φασούλα*
Το νοιώθουμε όλοι σε μία αποθεσμισμένη και εξαχρειωμένη κοινωνία, ζαλισμένη και απηυδισμένη εν μέσω «θριάμβων» Ρουβικώνων, Κουφοντίνων και, αλίμονο, εκτός συνόρων, των Ερντογάν ... Η ρίγη του μεταιχμίου υποδόρια πλήν συλλογική. Η εποχή μας ζητεί την Επανάσταση από την… χρόνια Μεταπολίτευση και δη εντός των ασφυκτικών χρονοπλαισίων της 4ης Βιομηχανικής Επαναστάσεως της Ρομποτικής και του εικονοκεντρικού ανθρώπου. Ζητεί την 4η Ελληνική Δημοκρατία πριν η ίδια η Ελλάδα αποτελέσει μία ιστορική ανάμνηση.
Μία «νέα στάση», μία «επανατοποθέτηση» όπως είναι η πραγματική επανάσταση. Όχι με την γνωστή μέθοδο και τον… πατροπαράδοτο τρόπο: πολωτικά, ράθυμα και μικροσυμφεροντολογικά, αλλά: ορθολογικά, με τον πραγματικό πόνο και τις οδύνες της Ανάγκης του Καινούργιου.
Στην Ελλάδα επί πολλά έτη τις τύχες του τόπου διαφεντεύουν κατά το πλείστον οπορτουνιστές και ανιστόρητοι πολιτικοί, κάτι ενδιαφέρον αν σκεφθούμε ότι παρά ταύτα η Ελλάς παράγει εξαιρετικούς επιστήμονες και επιχειρηματίες. Μέτριοι, δόλιοι και άφοβοι για την ιστορική τους καταγραφή, αδυνατούν να εννοήσουν και να εφαρμόσουν την πολιτική των επομένων γενεών.
Σε όρους real politik η έλλειψη ιστορικής συνειδητότητος και ενσυναισθήσεως δεν φέρει για τον πολιτικό μόνον θεωρητική έλλειψη αλλά και επί του πρακτέου συμπεριφορολογία του καταστροφική για το κράτος. Επί παραδείγματι, ο πρόσφατος χειρισμός του «Μακεδονικού» καθώς και, διαχρονικά, η αστεία αντιμετώπιση της παιδείας μας είναι μέρη του αυτού προβλήματος. Η δε, συνεχής αδιαφορία ενός ολόκληρου πολιτικού καθεστώτος στο υπέρτατο ζήτημα της βιολογικής μας συνέχειας ως κοινωνία, το δημογραφικό, το αποδεικνύει τραγικά.
Η συναντίληψη ότι έχομε παρελθόν, παρόν και μέλλον όχι μόνον παρόν, ότι αποτελούμε το μέλλον του παρελθόντος των προγόνων μας και το παρελθόν του μέλλοντος των παιδιών μας, καθώς και η συναίσθηση της διαχρονίας των πράξεών μας καθίσταται πλέον αδιάφορη έως άγνωστη, ή, σε κάποιες αναίσχυντες περιπτώσεις, απεχθής.
Στην μικρή παράγραφο της ελληνικής διαχρονίας που αναγράφεται ως «σύγχρονη ιστορία», δεν είναι κρυφό ότι ο αριστερισμός υπήρξε όντως το «ένοχο μυστικό» και συνάμα ο «δούρειος ίππος» του μεταπολιτευτικού μη ιστοριοκεντρικού ιδεολογήματος, καθώς πολλοί και σημαντικοί εβάσισαν και βασίζουν την «σωτηριολογία» τους σε αυτόν. Αλλά και ο αριστερισμός κάπου «φύτρωσε», σε κάποιες βασικές δομικές θεωρήσεις και συμφωνίες.
Έτσι ο διαλεκτικός υλισμός διαπρυσίως κηρύττει ότι η ιστορία είναι σαφής όσον αφορά τις σχέσεις αιτίας - αιτιατού, υλική όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής αποτελεσμάτων , αλληλοεπιδρώμενη, άνευ μεταφυσικών γνωρισμάτων και καθοριστικών ατομικών πράξεων. Ο μαρξισμός «διδάσκει» εν πολλοίς ότι το άτομο είναι ευεξήγητο και εν πολλοίς ανεύθυνο ως πλήρως εξαρτώμενο από τις παραγωγικές διεργασίες μιας κοινωνίας και ενός Κράτους. Η Ιστορία λοιπόν τον προσπερνά. Όπως και η Ευθύνη.
Το Μεγάλο Κράτος φροντίζει για όλα, οι έχοντες βούληση για ιδιωτική πρωτοβουλία «εχθροί, αιμοδιψείς, ανήθικοι». Υπό αυτές τις δικαιοπολιτικές συνθήκες αναζητήθηκαν «κατάλληλοι τιμονιέρηδες του συνόλου». Το άτομο όμως, ως «πλήρωμα» του «τιμονιέρη», εξαχρειώνεται για να επιβιώσει, και ο «τιμονιέρης» καταντά ο εξουσιαστής της εξαχρείωσης του πληρώματος και όχι ο κυβερνήτης ανθρώπων επί του «πλοίου».
Φυσικά δεν φταίει ο αριστερισμός για όλα… Θα ήταν μέγιστη υποκρισία και ιστορική αμνησία για τα ορμέμφυτα του νεοέλληνα να το ισχυρισθούμε. Άλλωστε η Πλατεία Κλαυθμώνος, προς τιμήν των κλαυθμών και οδυρμών των εκάστοτε απολυομένων δημοσίων υπαλλήλων, προϋπήρχε. Απλώς το ιδεολογικό υπόστρωμα του «αριστερίζειν» εν τέλει βόλευσε απόλυτα και, σχεδόν, σε όλα τα πολιτικά μήκη και πλάτη, την περαιτέρω εξαχρείωση των πολιτικών μας ηθών και την απενοχοποίηση της μικροπολιτικής εν μέσω βαρονιών και φραξιών. Έτσι ήλθαμε στο σήμερα.
Περισσότερο από κάθε ιδεολογικό εργαλείο, είτε π.χ. αυτό αφορά την σοσιαλδημοκρατία, είτε π.χ. τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, είτε κάποια άλλη, πρωταρχικής σημασίας για την απαρχή της 4ης Ελληνικής Δημοκρατίας αποτελεί η συναισθηματική μας επανανοηματοδότηση, η επανάσταση της ψυχικής μας καταστάσεως.
Κατά την κρίση μου τουλάχιστον, ο Αναστοχασμός μας είναι η μόνη Ελπίδα. Η μόνη μη αυταπάτη. Μέρος αυτού αποτελεί η επαναθέσμιση του Ορθού Λόγου ως πρωταρχικό καθήκον, η επαναφορά της Ιστορικής Μνήμης ως οδοδείκτη της πολιτικής πράξεως με αποτέλεσμα την επανατοποθέτηση και συλλογική συναντίληψη του πολιτικού ως ιστορικού όντος . Χωρίς τα ανωτέρω δεν νοείται η Ηθική εντός της Πολιτικής Λογικής.
Ο δε οντολογικός αυτός επαναπροσδιορισμός στην πολιτική πρακτική θα επανεισάγει την έννοια της Υστεροφημίας. Κάτι θεμελιώδες. Βλέπετε η υστεροφημία αποτελεί συνάμα την ένοχη συνείδηση ενός πολιτικού αλλά ταυτοχρόνως και την υπαρξιακή του ασπίδα στην απενοχοποιημένη του πολιτική διαφθορά και δη την ασύστολη.
Η Υστεροφημία απειλεί, προειδοποιεί, προστατεύει, εξευγενίζει τον λαό, τους πολιτικούς, εν τέλει την κοινωνία ολόκληρη. Και τώρα που το θρησκευτικό συναίσθημα είτε υποχωρεί, είτε αφορά μόνον συγκεκριμένες μάζες ανθρώπων, το κενόν «ευγενούς μεταφυσικού φόβου των ατόμων» μόνον με αυτήν μπορεί να καλυφθεί. Καλώς ή κακώς. Ιδίως σε μία χώρα με περίσσευμα Ιστορίας και συνειδητή απουσία Μνήμης όπως η δική μας.
Μόνη προϋπόθεση η ανυπόκριτή μας βούληση και η απαρέγκλιτή μας ευψυχία για την εσωτερική μας αλλαγή, μία αλλαγή που, όπως όλες, συνήθως συμβαίνει συλλογικά, αστραπιαία και απρόσμενα. Αλλοιώς, αν συνεχίσουμε ως έχουμε, ας αποχαιρετίσουμε όλοι την κοινωνία μας. Και ο αποχαιρετισμός αυτός είναι εγγύτερος από ποτέ. Ίσως μερικοί να τον ζήσουμε κιόλας. Θέμα μερικών δεκαετιών είναι.
Καλή ψήφο σε όλους .
*Ο κ. Βασίλης Φασούλας είναι δικηγόρος, Υπεύθυνος Οργανωτικού της Δημοκρατικής Ευθύνης