Αυτά που έχουν συμβεί σε εκλογικό και δημοσκοπικό επίπεδο τα προηγούμενα δυόμισι χρόνια, είναι υπεραρκετά για να ρίξουν αναλυτές και γκαλοπατζήδες στα ναρκωτικά. Τον Απρίλη του ’23, δυο μήνες μετά το σοκ των Τεμπών, οι έρευνες έδειχναν τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα να πλησιάζει στις 3-4 μονάδες τη ΝΔ. Από κείνο το χρονικό σημείο, τα ανεβοκατεβάσματα των ποσοστών των κομμάτων και τα εσωτερικά τους ταρακουνήματα, φέρνουν ζαλάδα. Θυμηθείτε τα, όχι για ιστορικούς λόγους αλλά γα να συνειδητοποιήσουμε ότι ευκολότερα τετραγωνίζεται ο κύκλος, παρά προδικάζεται η πορεία του πολιτικού μας σκηνικού.
Ο Κυριάκος, από την οριακή διαφορά του μετά τα Τέμπη, μεταπήδησε στη σαρωτική διπλή του νίκη το καλοκαίρι του ’23. Από κει στην επώδυνη πτώση των ευρωεκλογών του Ιουνίου του ‘24 (δεκαπέντε μονάδες κάτω), στη δημοσκοπική του μικρο-επανάκαμψη στη συνέχεια, στην καταβύθισή του μόλις επανήλθαν τα Τέμπη με τα ξυλόλια και στη σημερινή του σχετική σταθεροποίηση. Πάντα δίχως να αμφισβητείται η κυριαρχία του, αλλά με όλα τα υπόλοιπα να τον ταλαιπωρούν αφάνταστα. Από την εσωκομματική αντιπολίτευση, ως την εμφανή λαϊκή κούραση και μουρμούρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βαυκαλίστηκε ως το ’23 ότι μπορεί να επανέλθει κι ύστερα μπήκε σ’ ένα τρομακτικό καθοδικό σπιράλ που σχεδόν τον ξέκανε. Ήρθαν κατά σειρά η συντριβή του ’23, η παραίτηση Τσίπρα, η έφοδος του Κασσελακικού χτικιού, η περαιτέρω πτώση τους στις Ευρωεκλογές, η τριπλή διάσπαση, η απώλεια της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η τελική τους καθήλωση στην αποκαρδιωτική θέση του 5%. Όπως και να το δούμε, η προηγούμενη τριετία ήταν καταραμένη περίοδος για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είδαμε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη, από το αδιάφορο 11% των εκλογών του ’23, να πηγαίνει σε μια δημοσκοπική εκτόξευση στη συνέχεια λόγω μιας υποδειγματικής εκλογής ηγεσίας, στη δημοσκοπική του άνοδο ως το 18% και στην κατάληψη της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κι από την ανάδειξη του για έναν χρόνο στον αντίπαλο πόλο του Μητσοτάκη, άρχισε η νέα κατρακύλα. Η αψυχολόγητη προσχώρηση του στο αντισυστημικό μέτωπο του δεύτερου γύρου των Τεμπών, το έστειλε στην τρίτη θέση στη ζώνη του 10%, με ορατό κίνδυνο να βρεθεί στην τέταρτη.
Τον Μάιο του ’23, η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν μπήκε στη Βουλή. Τον Ιούνιο τα κατάφερε οριακά. Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, οι δημοσκόποι τη δείχνουν στο 16-18%, στη δεύτερη θέση του βαθμολογικού πίνακα και την αναδεικνύουν σε ηγέτη της αντιπολίτευσης και βασικό αντίπαλο του Μητσοτάκη. Από Πασιονάρια της κυβερνώσας αριστεράς το 2015, την είδαμε πολύχρωμο κοριτσάκι με αγαπησιάρικες καρδούλες το 2023 και σε εθνικό εισαγγελέα το 2025. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν την πλάτη της.
Αναμετρώντας όλα αυτά που έγιναν μέσα σε μόλις δύο χρόνια, τι συμπέρασμα μπορούμε άραγε να βγάλουμε για τα επόμενα δύο; Προφανώς, κανένα. Αδύνατη κάθε πρόβλεψη, παρακινδυνευμένος κάθε σχεδιασμός. Η δύναμη των κομμάτων μας είναι σαν τους δασμούς του Τραμπ. Έρχονται, φεύγουν, ξανάρχονται, ξαναφεύγουν. Καμία σταθερότητα, καμία βεβαιότητα. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν προδικάζει τα παραμικρό για το αύριο κι αυτό που σήμερα μοιάζει αδύνατο αύριο μπορεί να το δούμε να ορθώνεται μπροστά μας.
Το εκλογικό σώμα δεν συμπεριφέρεται πια με τις στοιχειώδεις σταθερές του παρελθόντος, κάνει ό,τι του κατέβει ανά δίμηνο και τρίμηνο. Όσο εύκολα μπορούμε να δούμε τη Ζωή πρωθυπουργό, εξίσου εύκολα μπορούμε να ξαναδούμε τον Κυριάκο στο 40%. Μην στοιχηματίζετε για τίποτα και για κανέναν, η πολιτική μας σκηνή έχει μεταβληθεί σε έναν απρόβλεπτο συγκινησιακό και ψυχολογικό μαραθώνιο. Ο καλός Χριστούλης που αναστήθηκε ας μας βοηθήσει…