Του Αλέξανδρου Σκούρα
Πριν από λίγες μέρες, το Lithuanian Free Market Institute δημοσίευσε τον Δείκτη Εργασιακής Ευελιξίας για του 2019 - μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε μόλις πέρσι, αλλά ήδη αποτελεί ένα χρήσιμο και πολυσυζητημένο εργαλείο για τη σύγκριση των ρυθμιστικών πλαισίων που αφορούν την εργασία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.
Ο δείκτης υπολογίζεται βάσει των επιδόσεων των χωρών σε τρία πεδία: τις ρυθμίσεις που αφορούν την πρόσληψη, τα ωράρια εργασίας και τις απολύσεις. Οι ερευνητές τονίζουν ότι η υπερβολική ρύθμιση δημιουργεί εμπόδια στην αποτελεσματική κατανομή της εργασίας σε παραγωγικές δραστηριότητες, που αποτελεί με τη σειρά της προϋπόθεση της ανάπτυξης. Μεγάλος όγκος εμπειρικών δεδομένων καταδεικνύει πως οι αυστηρές προστατευτικές πολιτικές, παρά τις συχνά αγαθές προθέσεις των εμπνευστών τους, οδηγούν κατά κανόνα σε μείωση της απασχόλησης, της κατανάλωσης και της παραγωγικότητας, ενώ η μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία αυξάνει τη συνολική ανταγωνιστικότητα της εκάστοτε χώρας.
Φέτος, η Ελλάδα βρίσκεται στην 35η θέση μεταξύ 41 χωρών - μια καθόλου τιμητική επίδοση, παρά το γεγονός ότι αυτή τη δεκαετία της κρίσης έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Τις χαμηλότερες επιδόσεις τις έχει η χώρα μας σε ό,τι αφορά το ωράριο εργασίας, όπου ισχύουν μεταξύ άλλων οι γνωστοί περιορισμοί στις αργίες, και οι υπερωρίες 75% για εργασία σε ημέρα ανάπαυσης, αλλά και στα κόστη απόλυσης, όπου η μέση αποζημίωση ισοδυναμεί με αμοιβή 15,9 εβδομάδων.
Και βεβαίως, η επίδοση αυτή της χώρας μας αναμένεται να χειροτερέψει ακόμη περισσότερο του χρόνου, μετά την ψήφιση της αύξησης του κατώτατου μισθού - μια κίνηση που δεν αντιστοιχεί στα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας, θα δημιουργήσει σωρεία αρνητικών αποτελεσμάτων και έχει ως μόνο στόχο την προβολή ενός φιλεργατικού προφίλ από τη σημερινή κυβέρνηση.
Το χειρότερο όμως απ' όλα τα πορίσματα της έρευνας είναι μάλλον κρυφό. Η έρευνα μετρά πράγματα που μπορούν να μετρηθούν και αφορούν κανονικές οικονομίες. Δεν λαμβάνει υπόψη της δομικά, ιδιαίτερα προβλήματα της Ελλάδας όπως για παράδειγμα το μέγεθος της μαύρης και αδήλωτης εργασίας, το άγος της γραφειοκρατίας και των εισφορών, το εύρος των συλλογικών συμβάσεων ή την ευκολία με την οποία ένας διόλου αντιπροσωπευτικός συνδικαλιστικός φορέας μπορεί να κηρύξει απεργία ή να κάνει με άλλους τρόπους δύσκολη τη ζωή εργοδοτών και εργαζομένων.
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα είναι προϋπόθεση όχι μόνο για την ανάπτυξη γενικά, αλλά και για την αύξηση της απασχόλησης και την πραγματική βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων και των νοικοκυριών με χαμηλότερα εισοδήματα. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθούμε αυτό, κι όσο πιο γρήγορα μια ελληνική κυβέρνηση κινηθεί επιτέλους σ' αυτή την κατεύθυνση, τόσο το καλύτερο.