Η εξέγερση έχει συνδεθεί με πράξεις αντίστασης σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και για αυτό θεωρήθηκε ένα αποδεκτό πολιτικό όπλο στον αγώνα ανατροπής τους. Η εξέγερση όμως σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, ενάντια σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, βρίσκεται έξω και από τα ακρότατα όρια του πολιτεύματος. Σε αυτή την περίπτωση οφείλουν να ενεργοποιηθούν τα νόμιμα αντανακλαστικά της προστασίας του, που προβλέπονται από τους θεσμούς. Γιατί και η δημοκρατία έχει το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, όταν κινδυνεύει η ύπαρξη της από την δράση οργανωμένων μειοψηφιών.
Πάνω σε αυτό το πρόβλημα, δηλαδή ποια είναι τα όρια ανοχής του δημοκρατικού πολιτεύματος απέναντι σε πράξεις που το προσβάλλουν βάναυσα, υπάρχει ένας διαρκής διάλογος μεταξύ των διανοούμενων του αστικο—φιλελεύθερου χώρου.
Βέβαια ο πυρήνας του προβλήματος δεν είναι πώς αντιδρά μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά γιατί εξεγείρεται με καταστροφές, πυρπολήσεις και προπηλακισμούς ένα κομμάτι της Αριστεράς μέσα σε καθεστώς πλήρους δημοκρατίας. Γιατί θεωρεί την βία μια μορφή απονομής δικαιοσύνης, γιατί υιοθετεί την αυτοδικία που βρίσκεται έξω από το αξιακό σύστημα των πολιτισμένων κοινωνιών εδώ και αρκετούς αιώνες.
Είναι γνωστό πως η μαρξιστική Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, δεν αποδέχεται το πολίτευμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας που έχει ως έναν από τους βασικούς πυλώνες του την διάκριση των εξουσιών. Συνεπώς θεωρεί πως η δικαιοσύνη σε ένα φιλελεύθερο καθεστώς, επειδή έχει ταξικό πρόσημο, δεν μπορεί να εκφράζει το «περί δικαίου λαϊκό αίσθημα», το οποίο έχουν αναλάβει να εκφράζουν διάφορες ασήμαντες, πλην άριστα οργανωμένες μαχητικές, μειοψηφίες.
Η μόνη λύση απέναντι στην αδικία είναι πλέον η εξέγερση, στην οποίαν οι αριστεροί έχουν προσδώσει μιαν υπερβατική μορφή. Την βιώνουν σε φαντασιακό επίπεδο και την θεωρούν πράξη κοινωνικής ανατροπής.
Οι φωτογραφίες των ερωτευμένων στα οδοφράγματα του Παρισιού τον Μάιο του 1968 ενεγράφησαν στο υποσυνείδητο των αριστερών με μια μορφή επαναστατικού ρομαντισμού και απολίτικης αμφισβήτησης των πάντων. Σαν τα μπλουζάκια του Τσε.
Βέβαια, οι πραγματικές εξεγέρσεις με τους χιλιάδες νεκρούς, όπως αυτή της Ουγγαρίας το 1956, επειδή δεν έχουν το μαρξιστικό πρόσημο είτε αποσιωπώνται είτε καταδικάζονται.
Στην Ελλάδα ζήσαμε την καταστροφή του κέντρου της Αθήνας πριν από δώδεκα χρόνια, λόγω ενός αποτρόπαιου γεγονότος. Οι εξεγερθέντες δεν είχαν εμπιστοσύνη στους θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας γιατί δεν πίστευαν σε αυτούς. Αυτές οι μειοψηφίες λειτουργούσαν και λειτουργούν, λόγω της ανοχής και της ευρυχωρίας αυτών ακριβώς των θεσμών που επιδιώκουν την καταστροφή τους. Στην δημοκρατία όλοι χωρούνε.
Η τότε κυβέρνηση, ως γνωστόν, αντιμετώπισε την κατάσταση φοβικά και ενοχικά, χωρίς καμιά αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στους θεσμούς του πολιτεύματος που εκπροσωπούσε. Πίστεψε πως αφήνοντας τις οργανωμένες μειοψηφίες — συμμορίες να αυτοδικήσουν, πυρπολώντας και καταστρέφοντας, η κατάσταση σταδιακά θα εκτονωνόταν. Τραγικό λάθος, όχι μόνον γιατί καταστράφηκαν περιουσίες και ανθρώπινες ζωές, αλλά γιατί κυρίως νομιμοποιήθηκε πολιτικά και ηθικά η εξέγερση ως τρόπος αντίδρασης. Σε τέτοιο σημείο ώστε από τότε «στην πραγματικότητα αυτό που γιορτάζουν δεν είναι η μνήμη του Γρηγορόπουλου, είναι η μνήμη των καταστροφών», όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην «Καθημερινή».
Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει τους κανόνες του και έχει και τις άμυνες του. Και έχει και τις εκλεγμένες κυβερνήσεις που το υπερασπίζονται.
Η εξέγερση δεν έχει καμία θέση σε αυτό. Πολύ δε περισσότερο η μνήμη της.