Η έξοδος

Η έξοδος

Tου Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη

Όλο και πληθαίνουν γύρω μου τα ακούσματα για ανθρώπους που μεταναστεύουν για εργασία έξω από την Ελλάδα. Δεν είναι πια μόνον οι νέοι αυτοί που ψάχνουν τον δρόμο της ατομικής ευτυχίας τους σε άλλες κοινωνίες. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας παίρνουν των ομματιών τους. Μηχανικοί που δουλεύουν στον αραβικό κόσμο, γιατροί που πηγαίνουν σε ευρωπαϊκές χώρες, εύποροι που αλλάζουν τη φορολογική κατοικία τους στην Κύπρο, εταιρείες που μετακινούν την έδρα τους.

Πολλές, όλο και περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις δεν καταγράφονται καν σαν μετανάστευση. Καθώς όσοι φεύγουν δεν μπαίνουν στον κόπο να ενημερώσουν την αδηφάγο φορολογική μηχανή του κράτους μας, η οποία υποτίθεται θα ήθελε να πάρει μερτικό και από την εργασία τους στους ξένους προορισμούς που αυτοί κατευθύνονται. Φεύγουν και αφήνουν εδώ το εικονικό στίγμα τους, σαν κάτοικοι Ελλάδας, ενώ η δράση τους συμβαίνει αλλού.

Υπάρχει η παρηγοριά. Ότι δηλαδή η πλειοψηφία μπαινοβγαίνει στη χώρα, αφήνει εδώ μέρος της κατανάλωσης των όσων κερδίζει αλλού, ενώ φουσκώνει και τους αριθμούς των επισκεπτών της «επιβατικής κίνησης». Που κάνει εμάς τους υπόλοιπους να χαιρόμαστε για την αύξηση του τουριστικού ρεύματος, που έτσι φαίνεται λίγο ακόμα πιο μεγάλο.

Η χώρα αντιμετωπίζει αυτό το φαινόμενο με τον συνηθισμένο τρόπο της. Δηλαδή με αδιαφορία. Και πώς να γίνει διαφορετικά, αφού οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται στο έρεβος της καταστροφής των εισοδημάτων και των περιουσιών που έχει προκαλέσει η πολύχρονη πλέον οικονομική κρίση.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ το 72% των μισθωτών πληρώνεται με λιγότερα από 1.000 ευρώ καθαρά τον μήνα. Στον ιδιωτικό κυρίως τομέα, όπου σχεδόν η πλειοψηφία πληρώνεται πια με λιγότερα από 600 ευρώ. Είναι ο θρίαμβος της «εσωτερικής υποτίμησης», που αποτελούσε από την αρχή στόχο του σχεδιασμού των μνημονίων. Μόνο που υπάρχει σαν παρενέργεια αυτό που όλο και περισσότερο παρατηρούμε: η έξοδος των Ελλήνων από τη δυστοπία της χώρας σε άλλες πιο παραγωγικές και αναπτυγμένες κοινωνίες. Τουλάχιστο εκείνων που έχουν τις δυνατότητες, τη θέληση και το θάρρος να το δοκιμάσουν. Καθώς η χώρα δεν είναι, ευτυχώς, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Και οι Έλληνες έχουν υψηλό δείκτη κινητικότητας, όλοι άλλωστε έχουν συγγενείς στην έξω της χώρας ομογένεια.

Η φυλακή των χαμηλών εισοδημάτων είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της εξοντωτικής φορολογίας της εργασίας. Εκείνοι οι τυχεροί που θα πάρουν 1.000 ευρώ μηνιαίο μισθό καθαρά, θα έχουν πληρώσει επιπλέον 2.000 ευρώ (οι ίδιοι και οι εργοδότες τους) στο κράτος υπό μορφή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Ένα τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί να υποστηρίξει σενάρια ατομικής ευτυχίας, προγράμματα οικογενειακής ζωής με παιδιά, οράματα μέλλοντος ευημερίας.

Οι άνθρωποι φεύγουν και το ρίσκο της κοινωνίας μας είναι αυτή η έξοδος να μεγαλώνει όσο θα επιστρέφει η κανονικότητα στην χώρα, αντί να μικραίνει. Μας στοιχειώνει το φάντασμα της εμπειρίας των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες μετά την κατεδάφιση της σοβιετικής δυστοπίας τους και την επιστροφή τους στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων είδαν την έξοδο των πολιτών τους προς τη Δυτική Ευρώπη να μεγαλώνει. Μεγαλώνει ακόμη και σήμερα.

Για να σταματήσουμε αυτή τη μεγάλη έξοδο πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ανεβούν τα εισοδήματα των εργαζομένων στη χώρα. Δεν μπορούμε να διατάξουμε κάτι τέτοιο, ασφαλώς, καθώς οι ακαθάριστοι μισθοί πρέπει να ακολουθούν την παραγωγικότητα της χώρας, η οποία είναι ακόμα χαμηλή όσο δεν έχουμε επενδύσεις. Μπορούμε όμως να μειώσουμε τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές για να αυξήσουμε τις καθαρές αποδοχές των εργαζομένων.

Αν δεν θέλουμε να απορφανιστούμε.

 

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 30 Οκτωβρίου.