Του Γιάννη Στεφανίδη*
Όλες οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται ενόψει των ευρωεκλογών και των εθνικών εκλογών έχουν ως κοινό παρονομαστή τα υψηλά ποσοστά αδιευκρίνιστης στάσης μπροστά στην κάλπη. Απαντήσεις του τύπου «Δεν έχω αποφασίσει», «Δεν θα ψηφίσω», «Άλλο Κόμμα» κυμαίνονται μεταξύ 20 και 30% του δείγματος. Σε παλαιότερες εποχές, η πλειονότητα αυτής της κατηγορίας εκλογέων εν τέλει «το έριχνε» υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος εξουσίας και εν πολλοίς έκρινε το τελικό αποτέλεσμα. Από το 2012, όμως, και εντεύθεν μεγάλο μέρος της δημοσκοπικά αδιευκρίνιστης ψήφου διασπείρεται σε μικρότερα κόμματα, με τα άκρα του πολιτικού φάσματος να διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος. Ταυτόχρονα, η αποχή από την κάλπη μεγεθύνεται εντυπωσιακά, φτάνοντας από 34,9%, τον Μάιο του 2012, σε 43,4%, τον Σεπτέμβριο του 2015. Τα συμπτώματα αυτά, που τείνουν να επαναληφθούν και στις προσεχείς εκλογές, αποκαλύπτουν την απογοήτευση έως και αποστροφή που διακατέχει μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος απέναντι στα κόμματα που διαχειρίστηκαν την εξουσία και, πιθανότατα για το ίδιο το εγχώριο πολιτικό σύστημα.
Η αρνητική αυτή στάση προφανώς δηλώνει ματαίωση ελπίδων, διάψευση προσδοκιών και ανασφάλεια για το μέλλον? διότι, αν μη τι άλλο, η ψήφος αποτελεί ένα είδος ψυχικής επένδυσης. Συμμετέχοντας στην εκλογική διαδικασία, ο ψηφοφόρος εκφράζει είτε την ελπίδα να βελτιωθούν τα πράγματα είτε τον φόβο μήπως, αν επικρατήσουν «οι άλλοι», επιδεινωθούν οι συνθήκες για τον ίδιο, τον κύκλο του ή/και τη χώρα. Μία επιπλέον κατηγορία, ευδιάκριτη στην Ελλάδα της κρίσης, προσέρχεται στην κάλπη με κίνητρο την οργή και σκοπό την τιμωρία εκείνων που κυβέρνησαν τη χώρα. Τέλος, όσοι πολίτες επιλέγουν την αποχή, ουσιαστικά δηλώνουν αδυναμία να διεκδικήσουν την πραγμάτωση των ελπίδων ή την απάλειψη των φόβων τους μέσα από την εκλογική διαδικασία.
Μεταξύ 2012 και 2015, όλο και περισσότεροι πολίτες πριμοδοτούσαν τα λεγόμενα «αντισυστημικά» κόμματα σε βάρος της Νέας Δημοκρατίας και, ιδίως, του ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές του Μαΐου 2012, οι ψηφοφόροι που γύρισαν την πλάτη στα δύο αυτά κόμματα κατανεμήθηκαν σχεδόν ισομερώς στο αριστερό (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) και στο δεξιό (ΑΝΕΛ, Χρυσή Αυγή) άκρο του πολιτικού φάσματος. Στις επόμενες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, μια σαφής πλειονότητα των πρώην «συστημικών» ψηφοφόρων επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ ως την ανερχόμενη εναλλακτική δύναμη με προοπτική εξουσίας. Αυτό είχε αρνητικό αντίκτυπο στα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ, αλλά και των κομμάτων της Δεξιάς, «αντισυστημικών» και μη. Κοινή συνισταμένη αυτής της κατηγορίας εκλογέων, που εντέλει έφεραν τον Αλέξη Τσίπρα στην πρωθυπουργία, ήταν η αντίθεση στα «Μνημόνια» και η τάση φυγής από τη σκληρή πραγματικότητα. Περαιτέρω, η στάση τους μπορεί να αναχθεί σε επιμέρους κίνητρα, όπως ο φόβος μπροστά σε επώδυνες αλλαγές/μεταρρυθμίσεις, η προσδοκία για τη διατήρηση κεκτημένων, η ελπίδα για αναδιανομή εισοδήματος, η διάθεση τιμωρίας των «προηγούμενων» – ιδίως αυτό το κίνητρο δεν πρέπει να υποτιμηθεί, καθώς σε ένταση μπορεί να παραλληλιστεί με το μένος απατημένου συντρόφου: «Ρε κερατάδες, εγώ που σας ψήφιζα χρόνια (με το αζημίωτο) κι εσείς με αφήσατε στα κρύα του (μνημονιακού) λουτρού»!
Το σύνδρομο του απατημένου συντρόφου διακατέχει αρκετούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την «κωλοτούμπα» του Ιουλίου 2015, οπότε ο Τσίπρας εν μία νυκτί μετέτρεψε το βροντερό «ΟΧΙ» της αντιμνημονιακής πλειοψηφίας του 62% σε «ΝΑΙ». Και ναι μεν μια σχετική πλειοψηφία εμπιστεύθηκε τον συνδυασμό Τσίπρα-Καμμένου να διαχειριστεί το τρίτο και βαρύτερο μνημόνιο, ωστόσο, μια σημαντική μερίδα δεν αισθάνεται σήμερα ενθουσιασμένη με τα αποτελέσματα σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Αν μη τι άλλο, διαχειριζόμενος τα απόνερα της δικής του αντιμνημονιακής σαπουνόφουσκας, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε σχεδόν πλήρως το «αντισυστημικό» του πλεονέκτημα.
Δυστυχώς για τη Δημοκρατία μας, η αποτυχία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν σημαίνει κατ' ανάγκην όφελος για τα κόμματα που έμπρακτα αποδέχονται τις αξίες και τους κανόνες της. Ορισμένα, όπως η ΔΗΜΑΡ, το Ποτάμι και η ιδιότυπη Ένωση Κεντρώων, τείνουν προς εξαφάνιση? το ΚΙΝΑΛ ακόμα αντιστέκεται στην «Κίρκη της εξουσίας», αλλά δημοσκοπικά δεν αγγίζει παρά το ένα έκτο των ποσοστών του μητρικού ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2009? το σημαντικότερο, η Νέα Δημοκρατία έχει «πιάσει ταβάνι» στις δημοσκοπήσεις και δείχνει αδύναμη να υποδεχτεί τους απογοητευμένους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αυτό αφήνει σημαντικά περιθώρια στις «αντισυστημικές» δυνάμεις που δεν έχουν δοκιμαστεί στην κάμινο της εξουσίας.
Και δεν εννοώ το σκληρωτικό και, παρά τη ρητορεία του, πλήρως ενσωματωμένο στο πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης ΚΚΕ, τα ποσοστά του οποίου καθηλώθηκαν πέριξ του 5%, μεταξύ Ιουνίου 2012 και Σεπτεμβρίου 2015. Το εκκρεμές στις διαθέσεις των εκλογέων με αδιευκρίνιστη συμπεριφορά κινείται πλέον προς το δεξιό άκρο του φάσματος. Αφού εις μάτην εναπέθεσαν τις ελπίδες τους για φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ, στρέφονται πλέον στους λοιπούς κήρυκες του αυταρχικού λαϊκισμού, υφιστάμενους (Χρυσή Αυγή) ή εκκολαπτόμενους (Ελληνική Λύση και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει με την επίνευση ισχυρών παραγόντων, ιδίως στον πολλαπλώς ευαίσθητο Βορρά).
Κοντόφθαλμα σκεπτόμενη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να θεωρεί την εξέλιξη αυτή ως το μικρότερο κακό. Έτσι, η ευθύνη πέφτει στους ώμους του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το διακύβευμα δεν είναι άλλο από την ποιότητα και το μέλλον της Δημοκρατίας μας.
*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας Α.Π.Θ.