Ήταν εντυπωσιακά όμορφη. Ταλαντούχα ηθοποιός. Η ελπίδα του ρωσικού θεάτρου και κινηματογράφου. Πρόλαβε όμως να συμμετάσχει σε δύο μόνο ταινίες. Προηγήθηκε μία μοιραία συνάντηση και ένα χαστούκι.
Γεννήθηκε το 1915 στην πόλη που διασχίζει ο ποταμός Νέβα και αποκαλούν Βενετία του Βορρά, την Αγία Πετρούπολη. Ο πατέρας της ήταν αγρονόμος και η μητέρα της λογίστρια. Η ίδια όμως αποφάσισε πως πρέπει να γίνει ηθοποιός. Και έγινε. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 η οικογένεια μετακόμισε στο Κίεβο, όπου η νεαρή κοπέλα τελείωσε το σχολείο και στη συνέχεια φοίτησε στη δραματική σχολή του Θεάτρου Δραματουργίας.
Το 1939 συμμετείχε στην ταινία «Ο πέμπτος ωκεανός», γεγονός που της έφερε μεγάλη δημοσιότητα και έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό της Σοβιετικής Ρωσίας. Λίγο αργότερα το 1941 γνώρισε τον υδροβιολόγο μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Πιότρ Σιρσόφ.
Η ζωή κυλούσε ανέφελα και το μέλλον έδειχνε λαμπερό, παρά τις δύσκολες συνθήκες του πολέμου για το νεαρό ζευγάρι που κυκλοφορούσε με άνεση στους κύκλους της κρατικής και κομματικής νομενκλατούρας. Ο Σιρσόφ διορίστηκε στην επίζηλη θέση του λαϊκού κομισάριου του Στάλου και εκείνη πρωταγωνίστησε σε μία δεύτερη ταινία με τίτλο «Ο άπιαστος Γιαν», ενώ παράλληλα έγινε μέλος του θιάσου του Σοβιέτ της Μόσχας. Ο Σιρσόφ ήταν παντρεμένος και είχε δημιουργήσει μία άλλη οικογένεια, η οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε μεταφερθεί στα μετόπισθεν. Όλο αυτό το διάστημα η ηθοποιός τον συνόδευε παντού και λίγο πριν λήξει ο πόλεμος γέννησε την κόρη της Μαρίνα. Τίποτα δεν προμήνυε πως μερικούς μήνες όλα θα καταρρεύσουν και από τον παράδεισο θα βρεθεί στην κόλαση.
Το 1946 σε μία δεξίωση, την πρόσεξε ο πανίσχυρος αρχηγός της N.K.V.D. Λαβρέντι Μπέρια, ο οποίος φημιζόταν για τις ερωτικές του περιπέτειες. Σύμφωνα με την κόρη της Μαρίνα, ο Μπέρια άρχισε να φλερτάρει με τρόπο ανοίκειο την μητέρα της. Τότε δεν υπήρχε ο όρος «σεξουαλική παρενόχληση» ούτε το κίνημα me too.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί η αγέρωχη πανέμορφη ηθοποιός χαστούκισε τον αγαπημένο του Στάλιν και αρχιδιάβολο της κόκκινης τρομοκρατίας. Όλοι πάγωσαν. Ο Μπέρια έφυγε ντροπιασμένος.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στο εξοχικό της οικογένειας, όπου βρισκόταν μόνη της, κατέφτασε επιβαίνοντας στο προσωπικό του αυτοκίνητο ο υπουργός Κρατικής Ασφάλειας Αμπακούμοφ. Παρουσιάστηκε μπροστά της και ευγενικά της είπε: «Μα, δεν δουλεύει το τηλέφωνο στο εξοχικό σας; Σας περιμένουν για πρόβα στο θέατρο» και προσφέρθηκε να την μεταφέρει. Η ηθοποιός ανυποψίαστη τον ακολούθησε.
Αντί για το θέατρο, το μαύρο, κρατικό αυτοκίνητο διέσχισε την πύλη της φυλακής Λουμπιάνκα στο κέντρο της Μόσχας. Βλοσυροί ανακριτές της ανακοίνωσαν πως κατηγορείται για κατασκοπία επειδή κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν εγκατέλειψε την Μόσχα, περιμένοντας την είσοδο των Γερμανών σε αυτή. Η ποινή γι’ αυτή την κατηγορία, αλλά και για την προπαγάνδα με σκοπό την κατάλυση του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία ήταν θάνατος δια τουφεκισμού. Ο σύζυγος της, παρά το γεγονός πως ήταν μέλος της κυβέρνησης δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πού κρατείται η σύζυγός του και ποιες κατηγορίες αντιμετωπίζει. Έφαγε τον κόσμο, παρακάλεσε, ικέτευσε και τελικά έμαθε.
Η κόρη της, πολλά χρόνια αργότερα, έλεγε πως ο πατέρας της, μέσω φίλων του, κατάφερε να μεταφέρει το αίτημα του για τη σωτηρία της συζύγου του στον Ηγέτη των λαών. Ο Στάλιν όμως είπε αδιάφορα στον μεσολαβητή: «Θα του βρούμε άλλη σύζυγό». Στο ντοκιμαντέρ «Κρατούμενη Νο 13» που προβλήθηκε μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στη Ρωσία, η Μαρίνα αφηγείται πως ο πατέρας της, πιστός και αφοσιωμένος σταλνιστής, έσκισε τη φωτογραφία του Στάλιν που κρεμόταν στο σαλόνι τους και την ποδοπάτησε. Δεν έχασε όμως το κουράγιο του ο πικραμένος λαϊκός κομισάριος του Στόλου και ταπεινωμένος έτρεχε σε διάφορες υπηρεσίες, προκειμένου να ελαφρύνει το βαρύ φορτίο της συζύγου του. Τελικά, κατάφερε να μετατραπεί το κατηγορητήριο και να καταδικαστεί σε οκταετή εκτόπιση. Ακολουθώντας τη συνήθη, για τα εκατομμύρια αθώα θύματα, διαδρομή, πήρε το δρόμο προς ανατολάς με τελικό προορισμό το χωριό Ομστάκ, στην περιοχή του Μαγκαντάν.
Ήταν το τελευταίο της ζωής της ταξίδιον.
Ήταν 33 ετών, όταν το 1948 η λαμπερή, όμορφη και ταλαντούχα ηθοποιός πέθανε στο άγνωστο χωριουδάκι του Μαγκαντάν, όπου ζούσε εκτοπισμένη. Μέχρι σήμερα, παρά το άνοιγμα των αρχείων και την πρόσβαση σε αυτά των μελών των οικογενειών και των ιστορικών, δεν έχουμε αξιόπιστη καταγραφή των συνθηκών και των περιστάσεων του θανάτου της.
Κατά μία εκδοχή, αυτοκτόνησε παίρνοντας μεγάλη ποσότητα υπνωτικών χαπιών.
Μαζί της στην εξορία ήταν και η μητέρα της, η οποία δεν πρόλαβε να δει την αποκατάσταση της κόρης της το 1956. Ο σύζυγός της, είχε πεθάνει νωρίτερα, το 1953 από καρκίνο. Η κόρη της την είδε για τελευταία φορά όταν ήταν οκτώ ετών.
Το όνομα αυτής της γυναίκας ήταν Ευγενία Γκαρκούσα - Σιρσόβα.