Σε παλιότερες εποχές κάθε οικογένεια είχε έναν ανύπαντρο θείο. Συνήθως αδελφό της μαμάς. Ερχόταν σπίτι για φαί τα κυριακάτικα μεσημέρια και στην διάρκεια του φαγητού ανέπτυσσε την αγαπημένη του θεωρία. Μπορούσε να ήταν ότι το μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται στο εμπόριο ξηρών καρπών ή ότι η μεγαλύτερη στιγμή της ιστορίας ήταν το κίνημα Λεοναρδόπουλου, Γαργαλίδη. Χωρίς να παίζει κανένας να δίνει μεγάλη σημασία αφού όλοι το είχανε μάθει απ' έξω. Ο θείος μίλαγε μέχρι την στιγμή που η μαμά έλεγε «Λευτεράκη σταμάτα. Μας ζάλισες με τα ίδια και τα ίδια». Και ο Λευτεράκης το βούλωνε. Περιμένοντας την επόμενη Κυριακή, για να ξαναπεί τα ίδια. Συμπαθής, βαρετός και υπό όρους ακίνδυνος. Όπως είναι σήμερα ο Παναγιώτης Λαφαζάνης.
Στην συνέντευξή του της Τετάρτης στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ ο Παναγιώτης Λαφαζάνης αναφέρθηκε στο αγαπημένο του θέμα. Στην ανάγκη επανόδου της Ελλάδας – με επιστημονικά κριτήρια - σε εθνικό νόμισμα. Με τα παλαιότερα επιστημονικά κριτήρια του Δημήτρη Στρατούλη η ισοτιμία εθνικού νομίσματος, το ευρώ έπρεπε να είναι 1:1. Με τα νέα του Παναγιώτη Λαφαζάνη δεν παίζει κανένα ρόλο. «Στην οικονομική λειτουργία, είτε πεις μία μονάδα εθνικού νομίσματος προς ένα ευρώ είτε προς πέντε ή δέκα, αυτό δεν έχει καμία επίπτωση στα εισοδήματα, στη λειτουργία της οικονομίας και η ισοτιμία είναι ένα θέμα που θα οριστεί από την επόμενη κυβέρνηση σε μία σχέση που θα είναι και λειτουργική και εύχρηστη ώστε να λειτουργήσει με το καλύτερο δυνατό τρόπο η οικονομία». Παλιά ήταν το σημείο που η μαμά θα έλεγε «Παναγιώτη σταμάτα. Μας ζάλισες με τα ίδια και τα ίδια». Ο Παναγιώτης όμως δεν κρατιόταν. Και χτυπούσε αμείλικτα.
«Η ισοτιμία είχε κάποια μεγάλη αξία όταν έγινε η μετατροπή της δραχμής σε ευρώ... Τότε επιλέχθηκε να είναι 340 δραχμές το ευρώ, κάτι που οδήγησε σε καταλήστευση της χώρας. Σε μία νύχτα λεηλατήθηκε ο εθνικός της πλούτος χώρας. Η ισοτιμία του ενός ευρώ δεν έπρεπε να είναι πάνω από 100 δραχμές. Με την ισοτιμία που επιλέχθηκε οι κάτοχοι τότε του ευρώ απέκτησαν τριπλάσια αγοραστική αξία από αυτήν που θα έπρεπε να έχουν και για αυτήν την τεράστια υποτίμηση του εθνικού πλούτου δεν έγινε καμία συζήτηση ούτε καν νύξη». Σε αυτό το σημείο χίλιοι δραχμολάγνοι αυτοκτονούσαν από την ζήλια.
Από την ζήλια που δεν είχαν σκεφτεί πρώτοι ότι το 2002 σε μια μυστική διαπραγμάτευση με την Λέσχη Μποντιμπίλντερ και τους Σοφούς της Σιών κάποιοι έλληνες γερμανοτσολιάδες ξεπούλησαν τον εθνικό πλούτο συμφωνώντας στην ισοτιμία 1ευρώ=340 δρχ, ενώ θα μπορούσαν να το είχαν ανταλλάξει στο 1:100 που ήταν η διεθνής τιμή της ελληνικής τυρόπιτας. Για να μην πω ότι στο 1:10, που ήταν η ισοτιμία της τσίχλας. Τώρα ότι το γερμανικό μάρκο το 1999 μπορεί να έκανε 170 δρχ. και εάν τα δύο γερμανικά μάρκα «αγόραζαν» ένα ευρώ, 340 δρχ. να ήταν η ισοτιμία του ευρώ δεν μοιάζει να απασχόλησε ποτέ τον Λαφαζάνη.
Ούτε ότι αυτή η φοβερή ιδέα με τις ισοτιμίες εφαρμοζόταν και στην Ελλάδα με αποτέλεσμα αυτοί που ταξιδεύανε στο εξωτερικό να βάζουν δολάρια στα παπούτσια. Ούτε ότι εφαρμοζόταν ακόμα πιο αυστηρά στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ. Με αποτέλεσμα για παράδειγμα στην Τσεχοσλοβακία η επίσημη ισοτιμία κορώνας : μάρκου να είναι 1:1 αλλά για τους ρεσεψιονίστες των ξενοδοχείων να είναι 7:1. Με την δεύτερη ισοτιμία να επικρατεί κατά κράτος της πρώτης, εκτός αν δύο κύριοι με φτηνά κουστούμια μπαγλαρώνανε τον ρεσεψιονίστα αποκαθιστώντας το 1:1. Μια μέθοδος προσωρινά αποτελεσματική, στην διάρκεια όμως αναποτελεσματική αφού δημιουργούσε έλλειψη σε ξένο συνάλλαγμα. Και σε ρεσεψιονίστες. Καλή για να την αναπολούν οι θείοι τις Κυριακές αλλά που κανένας λογικός άνθρωπος – χωρίς αυτό να έχει σχέση με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη - δεν θα σκεπτόταν να ξαναδοκιμάσει.