Το μυθιστόρημα «Ο κληρονόμος από την Καλκούτα», κυκλοφόρησε το 1958 στην Ε.Σ.Σ.Δ. και αμέσως έγινε best seller. Ωστόσο, έχει τρομερό ενδιαφέρον, όχι τόσο το ίδιο το μυθιστόρημα που είναι οι περιπέτειες του ήρωα με πειρατές, κουρσάρους κ.λπ. αλλά η ίδια, η μυθιστορηματική ιστορία της συγγραφής του.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το 1958 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ο κληρονόμος από την Καλκούτα». Ήταν ένα βιβλίο περιπετειών, με πρωταγωνιστές πειρατές, κόμητες, ισπανικούς θησαυρούς, η πλοκή του οποίου εκτυλισσόταν σε δεκάδες χώρες και μέρη, κατά τον 18ο αιώνα.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου ήταν γραμμένα τα ονόματα των συγγραφέων: Ρόμπερτ Αλεξάντροβιτς Στίλμακρ και Βασίλι Πάβλοβιτς Βασιλιέφσκι. Δεν ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που δύο συγγραφείς μαζί έγραφαν ένα βιβλίο, ωστόσο, ένας από αυτούς, ο δεύτερος, ο Βασίλι Βασιλιέφσκι δεν είχε γράψει προηγουμένως ούτε μία γραμμή σε όλη του την ζωή.
Ο Στίλμαρκ είχε συλληφθεί το 1945, με την κατηγορία ότι ήταν Γερμανός και δεν πρόλαβε ο δυστυχής να πει τίποτα, αν και καταγόταν από Νορβηγούς.
Είχε βέβαια το κακό να είναι φλύαρος μπροστά σε ακατάλληλους ανθρώπους. Ζούσε στην Μόσχα και επέκρινε στον κύκλο του την κατεδάφιση του Πύργου Σουχάρεφσκαγια, καθώς και της Κόκκινης πύλης, διάσημα τοπόσημα της ρωσικής πρωτεύουσας. Την ίδια στιγμή, εγκωμίαζε τα αμερικανικά αυτοκίνητα, εκδήλωνε την δυσαρέσκειά του για την μετονομασία διαφόρων πόλεων προς τιμή των κομματικών στελεχών. Το χειρότερο απ’ όλα όμως ήταν οι ισχυρισμοί του πως η γερμανική τεχνολογία ήταν καλύτερη της σοβιετικής.
Η τιμωρία δεν άργησε να έρθει με βάση το άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα: «Προπαγάνδα ή αγκιτάτσια, για την κατάλυση, υπονόμευση ή αποδυνάμωση της σοβιετικής εξουσίας ή για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων αντεπαναστατικών εγκλημάτων, καθώς επίσης διάδοση ή κατασκευή ή φύλαξη βιβλίων του ιδίου περιεχομένου».
Ο ίδιος μπορεί να πολέμησε με γενναιότητα έξω από το Λένινγκραντ, αλλά αυτό δεν τον έσωσε. Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια στα στρατόπεδα.
Γεννήθηκε το 1909, ήταν απόφοιτος του Ανώτατου Λογοτεχνικού Ινστιτούτο «Β. Μπριούσοφ», η σύζυγός του Ευγενία Μπελάγκο-Πλάντερ ήταν ειδικός στην Ιαπωνία, είχε εργαστεί και ζήσει στην μακρινή αυτή χώρα για αρκετά χρόνια και ήταν μεγαλύτερη κατά 20 χρόνια από τον σύζυγό της.
Ο ίδιος ο Στίλμακρ ήταν εισηγητής και επικεφαλής του τμήματος σκανδιναβικών χωρών στην Πανενωσιακή Εταιρεία Πολιτιστικών Σχέσεων με το εξωτερικό. Δίδασκε ξένες γλώσσες στην Στρατιωτική Ακαδημίας «Β. Κουϊμπίσεφ».
Τον πατέρα του, Αλεξάντρ, τον είχαν συλλάβει το 1937 και τον εκτέλεσαν χωρίς να περάσει από ανάκριση και δίκη. Ήταν χημικός και πρώην αξιωματικός του τσαρικού στρατού.
Ο Στίλμαρκ κατέληξε σε ένα στρατόπεδο στον ποταμό Γιενισέι. Συνηθισμένα πράγματα, ημιτελή παραπήγματα, αιώνιος παγετώνας, ζώνη περιφραγμένη με συρματοπλέγματα.
Τις πρώτες δύο εβδομάδες, οι κρατούμενοι κοιμούνταν κατάχαμα στο μοναδικό παράπηγμα και παράλληλα έχτιζαν άλλα κτίσματα για να ξεχειμωνιάσουν, για την φρουρά, για το προσωπικό, αλλά και μία μονοκατοικία για τον διευθυντή του εργοταξίου κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής. Ήταν το περιβόητο εργοτάξιο Νο 503 της γραμμής Σαλεχάντρ-Ιγκαρκά, στο οποίο έχουμε αναφερθεί σε άλλο σημείωμα.
Ο Στίλμακρ ήταν κατά κάποιο τρόπο τυχερός. Κατά την διάρκεια του πολέμου απέκτησε την ειδικότητα του στρατιωτικού τοπογράφου και στο στρατόπεδο του ανέθεσαν τοπογραφικές εργασίες. Το 1948, όταν οι εργασίες κόντευαν σχεδόν να σταματήσουν, τον μετέφεραν στο θέατρο των κρατουμένων.
Στην θεατρική αυτή ομάδα συμμετείχαν διάφοροι ηθοποιοί από το Θέατρο Μαρίνσκι του Λένινγκραντ, αλλά και την όπερα. Συμμετείχαν συνολικά 102 άτομα και ο Ρόμπερτ έγινε «πολυθεσίτης» αφού έγινε υπεύθυνος του ρεπερτορίου, βοηθός σκηνοθέτη, διοικητικός διευθυντής, αναγνώστης, ομιλητής και παρουσιαστής. Πριν από κάθε παράσταση, ανέβαινε στην σκηνή, εξηγούσε την υπόθεση του έργου. Η αιτία για αυτή την ευνοϊκή μεταχείριση, θα πρέπει να αναζητηθεί στην αγάπη που έτρεφε ο διευθυντής του εργοταξίου Μπαράνοφ για το θέατρο.
Το θέατρο γνώρισε τεράστια επιτυχία, αφού ήταν η μοναδική διασκέδαση σε μία ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων μέσα στην τούνδρα, στα όρια του πολικού κύκλου. Πολλές φορές έδιναν δυο παραστάσεις την ημέρα.
Ο Μπαράνοφ, όμως, έπρεπε να δίνει λογαριασμό στο εποπτεύουν Ειδικό Πολιτικό Τμήμα, επικεφαλής του οποίου ήταν κάπιος Στανκό, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βάλει τέλος στην δραστηριότητα του θεάτρου, θεωρώντας πως η σχετικώς ελεύθερη ζωή των κατάδικων ηθοποιών, υπονομεύει την πειθαρχία των υπολοίπων.
Το 1950 το θέατρο σιωπηλά έκλεισε, το ξύλινο κτίριο που στεγαζόταν παραδόθηκε στην πυρά, κατά πάσα πιθανότητα από εμπρησμό που προκάλεσαν μικρά παιδιά, έγκλειστα στο τοπικό ορφανοτροφείο, τα οποία δυσαρεστήθηκαν που σταμάτησαν οι παιδικές παραστάσεις κάθε Κυριακή, μοναδική, άλλωστε, διασκέδασή τους.
Τα μέλη του θιάσου μεταφέρθηκαν στο Γιερμάκοβο, στα κοινά καταναγκαστικά έργα. Παρά το γεγονός πως ο Ρόμπερτ είχε χαρακτηριστεί ως μειωμένης απόδοσης λόγω καρδιακού προβλήματος, τον έστειλαν σε μία απομακρυσμένη ομάδα, γνωστή με τον αριθμό 37, σε απόσταση 150 χιλιομέτρων, όπου η συνήθης θερμοκρασία ήταν -20 βαθμοί.
Στις 12 Μαΐου 1950 ο Ρόμπερτ Στίλμαρκ συνάντησε τον Βασίλι Βασιλιέφσκι.
Ο Βασιλιέφσκι ήταν κι αυτός κρατούμενος, όχι όμως πολιτικός, μα ποινικός. Ήταν η τρίτη φορά που φυλακιζόταν, το δικαστήριο είχε αποφανθεί: 12 χρόνια. Ουσιαστικά, εκεί που η μοίρα έστειλε τον Στίλμακρ, ο Βασιλιέφσκι ήταν ήδη ένας μικρός θεός. Η τοπική διοίκηση αφοσιωμένη στα διαρκή μεθύσια της, είχε αναθέσει στον ποινικό Βασιλιέφσκι να διοικεί στην θέση της. Ο Βασιλιέφσκι ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων των κρατουμένων.
Διαβάζοντας τους φακέλους των νεοφερμένων, ο Βασιλιέφσκι διαπίστωσε πως ο Στίλμαρκ ήταν απόφοιτος του Λογοτεχνικού Ινστιτούτο και πως η προηγούμενη θέση του ήταν αναγνώστης και υπεύθυνος λογοτεχνίας του θεάτρου. Δίχως να χάσει καιρό, πήρε τον Στίλμαρκ στην ομάδα του, ο οποίος πέρασε την πρώτη του νύχτα στο νέο εργοτάξιο- στρατόπεδο σε ένα ζεστό παράπηγμα, την στιγμή που οι συγκρατούμενοι του έφτιαχναν ένα νέο κτίσμα σε θερμοκρασίες -16 βαθμών.
Και, στο σημείο αυτό, αρχίζει το αξιοπερίεργο της ιστορίας μας.
Ο Βασιλιέφσκι, για κάποιο λόγο, είχε διασπείρει την φήμη πως ήταν μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων και γράφει μυθιστορήματα, πράγμα που του προσέδιδε επιπρόσθετο κύρος μεταξύ των καταδίκων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μεγαλόσωμο κορμί του, την μεγάλη σωματική ρώμη και το κύρος του ποινικού.
Προφανώς, ήταν η στιγμή που σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα να γράψει ένα καλό, μεγάλο μυθιστόρημα και να το στείλει στον ίδιο τον Στάλιν, με την ελπίδα να αμνηστευτεί για τα προηγούμενα ανομήματά του.
Στο πρόσφατο παρελθόν είχε βρει έναν άλλο κατάδικο για να του αναθέσει αυτό το έργο, μα εκείνος δεν τα κατάφερε. Η άφιξη του Στίλμαρκ του έλυσε τα χέρια.
Ο Βασιλιέφσκι ήταν σχεδόν αγράμματος και δεν είχε την παραμικρή σχέση με την πολιτική. Είναι πολύ πιθανόν, κάποιος να του είπε πως άκουσε για μία περίπτωση, όταν έστειλαν στον Στάλιν ένα ιστορικό μυθιστόρημα, εκείνος το διάβασε και μείωσε την ποινή του κρατούμενου με ειδική διαταγή. Ο Βασιλιέφσκι το πίστεψε.
Ο Στίλμαρκ τις πρώτες ημέρες τοποθετήθηκε σε μία ομάδα βαριών καταναγκαστικών έργων, ο επικεφαλής, όμως, του ανέθεσε ελαφριές, όπως να προσέχει να μην σβήσει η φωτιά, όσο οι άλλοι υλοτομούσαν.
Στην συνέχεια ο Βασιλιέφσκι, του έδωσε ένα δωματιάκι, μελάνι και χαρτί, αλλά και πρόσβαση στην βιβλιοθήκη του στρατοπέδου. Όλα αυτά τα προνόμια, με αντάλλαγμα την γρήγορη συγγραφή του μυθιστορήματος, το οποίο, έπρεπε οπωσδήποτε να αρέσει στον Στάλιν.
Ο Στίλμαρκ ξεκίνησε να γράφει, μα η υπόθεση τραβούσε σε μάκρος. Το ημερολόγιο έγραφε 1951 και το μυθιστόρημα δεν έλεγε να τελειώσει, παρόλο που ο συγγραφέας είχε γράψει 1.600.000 γράμματα ή 40 τυπογραφικά.
Ένα δεύτερο αξιοπερίεργο σημείο είναι πως αν κάποιος διαβάσει τα πρώτα γράμματα, κάθε δεύτερης συλλαβής σε ένα απόσπασμα από το εικοστό τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, τότε σχηματίζεται η φράση «Ψευτοσυγγραφέας, κλέφτης και λογοκλόπος».
Στο μεταξύ, η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής περνούσε σε δεύτερη μοίρα, καθώς είχαν προκύψει νέα μεγαλεπήβολα σχέδια.
Ο Στίλμακρ θεωρητικά εργαζόταν σε εύκολες δουλειές, πότε ως υπεύθυνος της αποθήκης χρωμάτων, πότε της γενικής αποθήκης.
Ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματος μέσα σε ένα χρόνο και τρεις μήνες. Ο Βασιλιέφσκι πήρε το κείμενο αμέσως, το οποίο καθαρογράφτηκε και εμπλουτίστηκε με τους σχετικούς χάρτες. Το μυθιστόρημα κατατέθηκε στο Ειδικό Πολιτικό Τμήμα, στο οποίο το δαχτυλογράφησαν και το βιβλιοδέτησαν.
Ως συγγραφέας φαινόταν μόνο ο Βασιλιέφσκι. Ο ίδιος, όμως, αντιλαμβανόταν πως δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει το «έργο» του αν κατάφερνε να εξαπατήσει τον Στάλιν. Εκτός από αυτό, ο Στάλιν, είχε στο μεταξύ πεθάνει, το έργο στο οποίο δούλευαν είχε εγκαταλειφθεί κι έτσι δεν είχε σε ποιον να στείλει το μυθιστόρημα, πράγμα που, τελικά, έσωσε τον Στίλμαρκ.
Όσο το Ειδικό Πολιτικό Τμήμα δαχτυλογραφούσε το μυθιστόρημα, ο Στίλμαρκ ανέβαλε και πάλι καθήκοντα τοπογράφου, σε ένα άλλο εργοτάξιο στις όχθες του ποταμού Τουρουχάν.
Τον Οκτώβριο του 1952 ήρθε η διαταγή για την διακοπή των έργων κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής, ενώ μέχρι την απελευθέρωσή του ο Στίλμαρκ έπρεπε να περιμένει μέχρι την 4η Απριλίου 1955.
Εξέτισε την ποινή του στο Κρασνογιάρσκ, στο εργοτάξιο για την κατασκευή αποβάθρας. Το 1955 απελευθερώθηκε και το 1956 αποκαταστάθηκε δικαστικά, επιτρέποντάς του να επιστρέψει στην Μόσχα.
Για άλλη μία φορά, ο απόγονος Νορβηγών στάθηκε τυχερός. Απελευθερώθηκε πριν τον Βασιλιέφσκι και ο Στάλιν είχε πεθάνει. Ο Βασιλιέφσκι τον παρακάλεσε να προωθήσει το μυθιστόρημα, έστω και με την αναγραφή των δύο επιθέτων. Ο Στίλμαρκ κατέθεσε αίτηση στην Υπηρεσία Κρατικής Ασφαλείας για να το χορηγηθεί αντίγραφο του έργου του. Έξι μήνες αργότερα, το χειρόγραφο ήταν στα χέρια του.
Ο συγγραφέας Γιεφρέμοφ, έδωσε το μυθιστόρημα στον γιο του Άλαν να το διαβάσει κι εκείνος ενθουσιάστηκε. Αμέσως, ο Γιεφρέμοφ το έδωσε στον κρατικό εκδοτικό οίκο, όπου το μυθιστόρημα άρεσε ιδιαίτερα στον επιμελητή του τμήματος λογοτεχνίας.
Το 1958 το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε με δύο επίθετα στο εξώφυλλο του, του Στίλμακρ και του Βασιλιέφσκι. Ο Στίλμακρ δεν θέλησε να διεκδικήσει την πατρότητα του έργου του. Ο Βασιλιέφσκι, είχε «προειδοποιήσει» τον Στίλμακρ πως αν μιλήσει και πει την αλήθεια, τότε «θα τον βρουν σε κάποιο χαντάκι μαχαιρωμένο».
Μετά την πρώτη έκδοση, ο Στίλμαρκ κατέφυγε στο δικαστήριο, προκειμένου να προστατεύσει τα πνευματικά του δικαιώματα. Ο Βασιλιέφσκι είχε ήδη αποφυλακιστεί και ζούσε κάπου στα Ουράλια όρη.
Το 1959 το δικαστήριο αποφάνθηκε πως ο Βασιλιέφσκι δεν είχε γράψει ούτε μία αράδα από το μυθιστόρημα και δικαίωσε τον Στίλμαρκ. Την ίδια χρονιά, το βιβλίο ξανακυκλοφόρησε μόνο με το όνομα του Ρόμπερτ Στίλμαρκ, ενώ η πρώτη έκδοση αποσύρθηκε από την κυκλοφορία.
Το 1965 ο Στίλμαρκ έγινε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων.
Αδιευκρίνιστο και σκοτεινό σημείο στην βιογραφία του Στίλμαρκ παραμένει το ποιος τον κατέδωσε. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως ήταν η πρώτη του σύζυγος, η οποία ήθελε να πάρει το διαμέρισμά του στην Μόσχα, άλλοι πως το έκανε κάποιος οδηγός.
Ο Στίλμαρκ παντρεύτηκε τρεις φορές. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε τον γιο του Φέλιξ το 1931, από τον τρίτο, τον γιο του Αλεξάντρ το 1954.
Στο υπόλοιπο της ζωής του, δεν έγραψε πολλά πράγματα. Τον ενδιέφερε περισσότερο να διδάσκει. Μας κληροδότησε το βιβλίο «Επιβάτης της τελευταίας διαδρομής» το 1974 και λίγες νουβέλες. Το 1970 - 1981 έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Μια χούφτα φωτός», το οποίο εκδόθηκε ύστερα από 20 χρόνια, το 2001. Σε αυτό, περιγράψει με λεπτομέρειες τις περιπέτειές του στα στρατόπεδα αλλά και την διαδικασία συγγραφής του «Κληρονόμου από την Καλκούτα». Ο Στίλμαρκ πέθανε το 1985. Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, το μυθιστόρημα επανεκδόθηκε πολλές φορές, μεταφράστηκε και σε ξένες γλώσσες. Μόνο το διάστημα 1989-1993 ο «Κληρονόμος από την Καλκούτα» εκδόθηκε στα Ρωσικά, από δεκαπέντε διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους.