Του Δημήτρη Καμπουράκη
Το 2008 ο Γιώργος αποφάσισε να φτιάξει δικά του αντηλιακά. Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του ένα μικρό δίκτυο διανομής ψιλικών στην περιοχή του και έβλεπε ότι περίπτερα, ψιλικατζίδικα, σουβενιρατζίδικα και φαρμακεία είχαν γεμίσει τις προσόψεις τους με αντηλιακά. Πήγε σ' έναν χημικό, έμαθε πως γίνεται, έκανε κοστολόγηση του προϊόντος και προχώρησε κάνοντας μια απλή ανάλυση της αγοράς.
Πρώτον, κάθε παραθεριστής και τουρίστας αγόραζε υποχρεωτικά το αντηλιακό του. Δεύτερον, τα αντηλιακά των μεγάλων γνωστών εταιρειών ήταν ακριβά για το μέσο και χαμηλό βαλάντιο. Τρίτον, το ελαιόλαδο ήταν πολύ της μόδας. Έφτιαξε λοιπόν το πρώτο του προϊόν που ήταν φθηνότερο από τα γνωστά, σχετικά καλής ποιότητας και είχε βάση το ελαιόλαδο. Δυο χιλιάδες μπουκάλια έφτιαξε όλα κι όλα και πενήντα σταντ. Πήρε σβάρνα τα μαγαζάκια και παρακαλούσε τους ιδιοκτήτες: «Για βάλε κι αυτό και θα μου πληρώσεις ο, τι πουλήσεις.»
Σε μια βδομάδα άρχισαν να τον παίρνουν τηλέφωνο: «Για φέρε μερικά ακόμα. Είναι φθηνά και φεύγουν.» Τον πρώτο χρόνο μπήκε μέσα, αλλά έφτιαξε κι ένα after sun για να συνοδεύει το αντηλιακό του. Συνέχισε να τρέχει όλο και πιο μακριά ψάχνοντας σημεία πώλησης. Χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων. Τον τρίτο χρόνο είχε δέκα κωδικούς και εκατό μαγαζιά που τροφοδοτούσε. Το 2010 ήρθε ίσα βάρκα ίσα νερά στα έσοδα-έξοδα, αλλά η χώρα άρχισε να βουλιάζει στην δίνη της κρίσης.
Δεν έκατσε με σταυρωμένα χέρια. Βρήκε στο Βέλγιο μια βιομηχανία που του τα κατασκεύαζε πολύ φθηνότερα από δω. Μέσω των Βέλγων βρήκε μια αγορά στην Σουηδία. Και μέσω Σουηδίας άνοιξε μια κουφή πόρτα στην Ταϊβάν. Άρχισε να εξάγει, αλλά παραλλήλως έτρεχε σ' όλη την χώρα πιάνοντας περίπτερο το περίπτερο, φαρμακείο το φαρμακείο. Ούτε διανοήθηκε να πέσει στον δανεισμό, ούτε τον κατέλαβε το σύνδρομο της αστακομακαρονάδας. Δούλευε μέρα-νύχτα.
Προχωρούσε μέχρι εκεί που μπορούσε. Μέσα στα χρόνια της κρίσης, ο Γιώργος ανέβαινε κατά 20% κάθε σεζόν. Ξεκίνησε μόνος του με την γυναίκα του, το 2014 είχε έξι εργαζόμενους. Το 2015, με πάνω από 200 κωδικούς, είχε πια τόσες παραγγελίες που αποφάσισε να κατασκευάζει και να εμφιαλώνει τα προϊόντα του μόνος του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αγόρασε δυο μεταχειρισμένα μηχανήματα από την Ιταλία, νοίκιασε ένα βιομηχανικό κουφάρι, προσέλαβε άλλα έξι άτομα κι άρχισε να δουλεύει. Πέντε χρόνια αργότερα, οι τζίροι του είναι πια πολύ ψηλά, αλλά ούτε αυτοκίνητο δεν άλλαξε. Με το παλιό κυκλοφορεί και δουλεύει δεκάξι ώρες την ημέρα. Ξέρει με το μικρό τους όνομα όλους τους περιπτεράδες και φαρμακοποιούς της χώρας που έχουν τα προϊόντα του στο μαγαζί τους. Και στα 46 του μαθαίνει Αγγλικά για να συνεννοείται απ' ευθείας με τους έξω.
Το 2017 σκέφτηκε να μεταφέρει την έδρα στην Κύπρο, μη αντέχοντας τους φόρους και τις εισφορές. Δεν το 'κανε τελικά. Συνεχίζει με πείσμα. Τώρα πια εξάγει και στην Ρωσία, στην Γερμανία και (αν είναι δυνατόν) στο Μαρόκο. Πιστεύει ότι την επόμενη τριετία θα καταφέρει να φτιάξει ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, αποθήκες και εργοστάσιο, αν ο αναπτυξιακός είναι της προκοπής. Ως τώρα το ελληνικό κράτος μόνο του ζητούσε λεφτά. Κάθε χρόνο και περισσότερα. Τώρα κάτι πάει να γίνει, πιστεύει.
Μόνο που πριν λίγες βδομάδες –και γι'' αυτό γράφω το άρθρο- εμφανίστηκε από το πουθενά μια ισπανική εταιρεία καλλυντικών και του έκανε πρόταση εξαγοράς. Του δίνει 2,5 φορές πάνω την αξία της επιχείρησης όπως την κοστολογεί ο Γιώργος. Cash. Του δίνει επίσης μια καλοπληρωμένη θέση ειδικού συμβούλου με πενταετές συμβόλαιο, ώστε να συνεχίσουν τα προϊόντα του να έχουν σχέση με τα τοπικά υλικά που τα έκαναν πετυχημένα στην διεθνή αγορά (λάδια, κούμαρα, αλόες, σταμναγκάθια, κλπ). Ο σχεδιασμός θα γίνεται εδώ, αλλά η γραμμή παραγωγής θα πάει στην Ισπανία.
Δεν θέλει να πουλήσει. Λυπάται τους εργαζόμενους του που θα χάσουν την δουλειά τους και δεν θέλει από αφεντικό να γίνει υπάλληλος. Τα λεφτά όμως είναι πολλά, δεν θα αντιμετωπίσει ποτέ πια οικονομική σκοτούρα, ούτε αυτός ούτε τα παιδιά του. Από την άλλη, όπως λέει, και η επιχείρηση του παιδί του είναι. Πώς να πουλήσει το παιδί του; Κι όπως το σκέφτεται, βγάζει το παράπονο του: Άντεξα μέσα στην κρίση, ούτε το ελληνικό κράτος ούτε οι ελληνικές τράπεζες με βρήκαν για να προσφέρουν χέρι βοηθείας. Όλο ζητούσαν. Μόνο οι Ισπανοί με βρήκαν κι αυτοί για να με αγοράσουν. Γιατί;