Του Γιάννη Στεφανίδη*
Την ιδέα του σημερινού άρθρου μού έδωσε Έλληνας πολιτικός που προέρχεται από τον χώρο των θετικών επιστημών. Πρόκειται για την έννοια του «ορίζοντα των γεγονότων», που δηλώνει το όριο στο κατώφλι μιας μαύρης τρύπας στο σύμπαν, πέρα από το οποίο ούτε το φως δεν μπορεί να αποδράσει. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια «κοσμική» απόδοση του όρου «σημείο χωρίς επιστροφή».
Τα τελευταία δέκα χρόνια η Ελλάδα βρέθηκε τρεις φορές κοντά στο σημείο αυτό: το 2010, το 2012 και το 2015. Αν δεν περάσαμε στην άγνωστη πλευρά, αυτό οφείλεται στην ελκτική δύναμη που άσκησαν οι δυνάμεις που ήθελαν τη χώρα μας στην τροχιά του ευρώ, του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και του δυτικού κόσμου, γενικότερα.
Οι ελκτικές δυνάμεις επενέργησαν αποτελεσματικά σε πείσμα αντίρροπων δυνάμεων στο εξωτερικό, ιδίως όμως στο εσωτερικό της χώρας που στεκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας.
Τηρουμένων των αναλογιών, η χώρα κρατήθηκε σε τροχιά σε πείσμα του «άλλου» της εαυτού, όπως είχε συμβεί το 1944-45 και το 1916, όταν είχε και πάλι αμφισβητηθεί έμπρακτα ο προσανατολισμός της προς τις δημοκρατίες της Δύσης.
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η τελευταία (;) πράξη του δεκαετούς δράματος που βιώσαμε παίχτηκε με πρωταγωνιστές τα «παιδιά των ηττημένων» του 1944-45, που συνομολόγησαν τη δική τους «συμφωνία της Βάρκιζας» – αυτή τη φορά ως κυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστεράς».
Χάρη στη «συνθηκολόγηση» του Ιουλίου του 2015 αποσοβήθηκε ένας εθνικός διχασμός, όχι όμως και η περαιτέρω αποσάθρωση του εθνικού μας ιστού – ως συνέπεια της προσκόλλησης στις συνήθειες του παρελθόντος, αυτή τη φορά με «ταξικό πρόσημο».
Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όλες οι κυβερνήσεις από το 2009 κι εντεύθεν επιχείρησαν να διασώσουν αυτές τις βλαβερές συνήθειες που μπορούν να συνοψιστούν σε δύο τινα: την πελατειακή διαχείριση των πόρων του κράτους και την εξίσου ψηφοθηρική ανοχή της καταπάτησης των νόμων.
Τίποτα, ωστόσο, δεν εγγυάται ότι η χώρα θα αποφύγει να ξαναβρεθεί στον «ορίζοντα των γεγονότων» αν εξακολουθήσει τη μακάρια πορεία της μακριά από τις ριζικές – και όλο και πιο επώδυνες, όσο καθυστερούν – μεταρρυθμίσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι η κοινωνική συναίνεση, που οι μεταρρυθμίσεις αυτές απαιτούν, παραμένει ζητούμενο.
Για μια μεγάλη κατηγορία συμπολιτών μας, τα οικονομικά δεινά της προηγούμενης δεκαετίας ελάχιστη σχέση έχουν με τις δικές μας συνήθειες, ιδίως με το γεγονός ότι η χώρα ζούσε πάνω από τις δυνάμεις της για δεκαετίες. Πολλοί επίσης πιστεύουν ότι δεν μπορεί να μας συμβεί τίποτα χειρότερο από τα τρία μνημόνια που πέρασαν.
Την αίσθηση αυτή συντήρησαν όσα κόμματα κυβέρνησαν μετά το 2009, υποσχόμενα όχι επώδυνες αλλαγές αλλά τον μικρότερο δυνατό πόνο. Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, με το αλήστου μνήμης «παράλληλο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», τον Σεπτέμβριο του 2015. Φυσικά, με τα λόγια χτίζεις … αλλά επί της άμμου.
Τον περασμένο Ιούλιο, κάποιοι θεώρησαν ότι ίσως κάτι να άλλαζε. Διαμορφώθηκε τότε μια κρίσιμη μάζα που έριξε την ψήφο της στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη για δύο λόγους: Πρώτον, να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, και, δεύτερον, να χαραχτεί μια νέα πορεία, μακριά από τον λαϊκισμό των ανώδυνων «λύσεων» και προς την κατεύθυνση των τομών και των ρήξεων με το παρελθόν.
Η κρίσιμη αυτή μάζα ουδέποτε ένιωθε προσκολλημένη σε συγκεκριμένο κομματικό φορέα και μάλλον μικρή σχέση είχε με την παραδοσιακή βάση της Νέας Δημοκρατίας.
Ας θυμηθούμε ότι ο κορμός των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, στην περίπτωση της μεν Νέας Δημοκρατίας διασπάστηκε, του δε ΠΑΣΟΚ μετακόμισε.
Στην προεκλογική στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας μάλλον πρυτάνευσε η ανάγκη συγκράτησης και επαναπατρισμού της δεξιάς βάσης. Παραμονές των εκλογών έτυχε να ακούσω υπάλληλο δημόσιας υπηρεσίας να λέει κάθιδρος στο κινητό του: «Θα έρθει ο Κούλης και θα μας σκίσει». Το ίδιο διάστημα, παρακολουθούσα την προσπάθεια του επερχόμενου πρωθυπουργού να καθησυχάσει ένα κοινό εθισμένο στα «κεκτημένα» της πελατειακής διαχείρισης των πόρων του κράτους.
Σήμερα, επτά μήνες από την 7η Ιουλίου, η κρίσιμη μάζα των εκλογών αντλεί ικανοποίηση από μια αισθητή βελτίωση στο πεδίο της επιβολής του νόμου (Εξάρχεια, πανεπιστήμια, αντικαπνιστικός) και την κινητικότητα του Άδωνι. Αδημονεί, ωστόσο, να δει πραγματικές μεταρρυθμίσεις, ικανές να φέρουν επενδύσεις, να αναχαιτίσουν το ρεύμα φυγής των νέων, να αναστρέψουν την υποβάθμιση της παιδείας, να επιταχύνουν την απονομή δικαιοσύνης, να αλλάξουν την εικόνα στο μεταναστευτικό.
Η μερίδα αυτή των ψηφοφόρων είναι, κατά τεκμήριο, σκεπτόμενη και υπομονετική. Εμπεδώνεται, όμως, η αίσθηση στους κόλπους της ότι χάνεται πολύτιμος χρόνος. Πόσο μάλλον που τα ευεργετικά αποτελέσματα των σημαντικών μεταρρυθμίσεων δεν εμφανίζονται από τη μια μέρα στην άλλη.
Ο φόβος είναι μήπως περάσει ανεκμετάλλευτη μια σπάνια ευκαιρία για να ξεφύγει η χώρα προς τα εμπρός. Πρόσφατα γεγονότα, και μάλιστα σε πεδία όπου το κράτος επί μακρόν έλαμψε διά της απουσίας του (π.χ. επαγγελματικό ποδόσφαιρο), έδειξαν ότι μια κυβέρνηση με νωπή εντολή και καλές προθέσεις μπορεί να παγιδευτεί στον δικό της «ορίζοντα των γεγονότων», τραβώντας και τη χώρα στη «μαύρη τρύπα» της κακοδαιμονίας της.
Αν η κυβέρνηση πιθανότατα έχασε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού απέναντι στα κατεστημένα συμφέροντα της ακινησίας (αν μη και της επιστροφής στο άσωτο παρελθόν), διαθέτει ακόμα χρόνο να προβεί σε δυο-τρεις στρατηγικές επιλογές σε πεδία που αφορούν την επιβίωση της χώρας και να τις υπηρετήσει με πάθος· προτού την παρασύρει η φθορά που αναπόφευκτα φέρνει η τριβή με τη ροή των πραγμάτων.
*Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.