Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Διαβάζοντας το χθεσινό κείμενο ένας φίλος αναγνώστης, είχε την ευγένεια να μου στείλει ένα αρκετά μεγάλο μήνυμα, το οποίο άρχιζε με το εξής χαριτωμένο:
Η Ελλάδα μοιάζει με τις βάσεις στη Σελήνη, στον Άρη ή σε κάτι άλλους απόμακρους πλανήτες που βλέπουμε στις ταινίες Επιστημονικής Φαντασίας: μερικές εκατοντάδες ηρωικοί άποικοι, επιστήμονες, στρατιώτες, καλλιτέχνες κλπ., αγωνίζονται να επιβιώσουν παλεύοντας μέσα σε ένα απολύτως εχθρικό περιβάλλον.
Μου άρεσε πολύ αυτό, γιατί είναι ωραία αναλογία και ταιριάζει με τα λογοτεχνικά μου γούστα. Αν και μετά ο φίλος σχολιαστής μού τα χάλασε, γιατί άρχισε να μου εξηγεί για ποιους επιπλέον λόγους (πέραν της ασφάλειας, ας πούμε, για την οποία μιλούσα χθες εγώ: τη μητέρα της ελευθερίας), δεν είναι απλώς παρακινδυνευμένο και ασύμφορο να γίνουν επενδύσεις σήμερα στην Ελλάδα, αλλά είναι απλώς ανόητο. Και λέω μού τα χάλασε γιατί δεν τα καταλαβαίνω αυτά, δεν είμαι ο Προκοπάκης. Οι γνώσεις μου σταματούν στο (προφανές) δίδυμο: σταθερό φορολογικό σύστημα / χαμηλή φορολογία. Τα άλλα μού είναι ξένη γλώσσα. (Θα μπορούσα δηλαδή να είμαι υπουργός τού ΣΥΡΙΖΑ, έχω τα προσόντα).
Στ' αλήθεια όμως, δεν ξέρω τίποτε από οικονομικά και επιχειρήσεις. Ογκώδης άγνοια. Αλλά ξέρω από δουλειά. Μάλιστα, τυχαίνει να έχω —προς επίρρωσιν τούτου— πιο πολλά ένσημα από όλους τούς υποψηφίους δημάρχους του κυβερνώντος κόμματος μαζί. (Εννοώ και πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι τους απορροφημένους ΑΝΕΞΕΛ, αυτούς τούς ζωσμένους με φισεκλίκια καπετάνιους του βουνού). Και ξέρω και πολύ ακόμη κόσμο που δουλεύει μια ζωή. Και που ΟΛΟΙ πένονται σήμερα. Και λέγοντας ΟΛΟΙ, έτσι με κεφαλαία για να κάνει μπαμ, εννοώ όλοι, δεν εννοώ κάποιοι, δεν εννοώ οι περισσότεροι, δεν εννοώ καμπόσοι. Εννοώ όλοι. Γιατί; Γιατί ζουν εδώ. Υπό τους πρώην κλέφτες και αρματολούς και νυν κλέφτες και κοτζαμπάσηδες.
Μάλιστα, νά άλλα δύο μηνύματα φίλων που έλαβα χτες, το πρώτο από μεταφραστή, το δεύτερο από εικαστικό — και τα δύο από ανθρώπους που ακούν τις λέξεις «οχτάωρο» και «Σαββατοκύριακο» και τους πιάνουν τα γέλια, και τα δύο από ελεύθερους επαγγελματίες με μπλοκάκι, από αυτούς που παίρνουν στο χέρι κάτι σαν το 40% όσων «λαμβάνουν», από κρατήσεις, έτσι με το καλημέρα:
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΗΝΥΜΑ: Κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι πότε, είχες γράψεις για τους στόχους που θέτεις για το μέλλον. Ανάμεσά τους ήταν λοιπόν και το ότι «δεν θα ξαναξεμείνουμε ποτέ από λεφτά στο σπίτι» — ήσασταν ήδη στην Πράγα. Επειδή στο παρελθόν είχα ξεμείνει κι εγώ πάρα πολλές φορές από λεφτά, λόγω της φύσης της δουλειάς μου και των πληρωμών, έχω πλέον πάντα στο μυαλό μου αυτόν τον στόχο, και ευτυχώς δεν έχει ξαναμείνει από λεφτά η οικογένεια: εγώ και τα παιδιά μου. Σ' ευχαριστώ που, χωρίς να το ξέρεις, με βοήθησες πολύ — να εγκαταλείψω την αυτολύπηση και να δουλεύω τρελά ωράρια!
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΗΝΥΜΑ: Πραγματικά ντράπηκα διαβάζοντας το κείμενο. Η κατάσταση έχει ξεφύγει, και δεν ξέρω πού μπορεί να φτάσει. Και να σου πω και κάτι; Προσωπικά έχω φτάσει στο σημείο να μη με νοιάζει τίποτε πια, αρκεί να κρατιόμαστε στα πόδια μας χωρίς να πρέπει να δουλεύουμε ΟΛΗ τη μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αρκεί να μην ψάχνουμε κάθε φορά στο σουπερμάρκετ ποια μακαρόνια έχουνε βγάλει προσφορά. Αρκεί να μην καταρρεύσουμε και πάνε όλα στράφι, η δουλειά μας, τα ξενύχτια που ρίξαμε μια ζωή, ό,τι φτιάξαμε. Γιατί, δυστυχώς, βολευόμαστε πλέον με λίγα. Το Ιράν (ή Ιράκ) της Ευρώπης είμαστε…
Αυτά, ξαναλέω, τα έλαβα χθες. Λαμβάνω καθημερινώς πολλά τέτοια — και στέλνω κι εγώ άλλα τόσα. Είμαστε μία κοινότητα —η μεγαλύτερη αριθμητικά στη χώρα— με τέτοιου τύπου καημούς, που (για το γούστο μας, και από μια διάθεση να μοιραζόμαστε τις σκοτούρες μας όπως ο κουρέας του Μίδα το μυστικό για τα αυτιά του βασιλιά του) τους ανταλλάσσουμε σε αυτό το ιδιότυπο πινγκ-πονγκ. Άνθρωποι που παλεύουμε κάθε μέρα με τη δουλειά, όχι για να κάνουμε ταξιδάκια και να πάρουμε το καινούργιο κινητό με τις πέντε κάμερες — ούτε καν για να πάρουμε τα βιβλία που ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ να αγοράσουμε γιατί μ' αυτά κινείται ο πλανήτης, όπως θα οφείλατε να ξέρετε και να μαθαίνατε στα παιδιά σας. Μπα. Τα αφήσαμε πίσω μας αυτά. Τα εργαλεία της δουλειάς μας, τα εργαλεία της τέχνης μας, τα εργαλεία της ζωής, την «εσάνς» του κόσμου και της ζωής. Δεν μιλάμε για τέτοια πια, είναι σαν να έχουμε την κουβέντα ενός κοινού φίλου, πολύ αγαπητού, που πέθανε ξαφνικά από καρκίνο, έτσι στο άψε-σβήσε, και μας άφησε μόνους, τυλιγμένους στον φόβο.
Σε κανέναν δεν αρέσει να κάνει τέτοιες κουβέντες.
Γι' αυτό καμιά φορά αν η κουβέντα εξοκέλλει στις Πρέσπες, στον Πολάκη, και σε κάτι τέτοια, εκνευριζόμαστε και λίγο ανεβάζουμε πίεση.
Γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτά. Το θέμα μας είναι εκείνα τα μακαρόνια που λέγαμε. Τα ακριβά.