Του Αλέξανδρου Σκούρα
Μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η παραγωγική και η μεσαία τάξη της Ελλάδας ενδεχομένως να περιμένουν ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει στις 7 Ιουλίου θα είναι μεταρρυθμιστική. Πολλοί όμως πιστεύουν ότι σταθερό εμπόδιο σε αυτή τη μεταρρυθμιστική προοπτική είναι η ιδιοσυγκρασία μας, η μικροπολιτική, και η διαπλοκή.
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει και που θα πρέπει να απασχολεί όλους όσους ελπίζουν σε μία δυναμική μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα της εγχώριας οικονομίας, είναι το αν τελικά η μεταρρύθμιση είναι εφικτή. Αυτό το πολύ σοβαρό ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με προεκλογικές δεσμεύσεις ή συνθήματα. Αντίθετα, για να το απαντήσουμε - καταφατικά ή αρνητικά - πρέπει να ανατρέξουμε σε άλλα μέρη του κόσμου, ή ακόμα και στην ιστορία της χώρας μας.
Ένα πολύ σημαντικό πείραμα τόσο για την μεταρρύθμιση της οικονομίας, όσο και για τη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας έγινε τα τελευταία 30 χρόνια στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Έχοντας συνομιλίσει με αρκετούς από τους πρωτεργάτες αυτών των μεταρρυθμίσεων, πιστεύω ότι η μελέτη τους προσφέρει διδάγματα που ενδεχομένως ταιριάζουν και στη δική μας περίπτωση.
Η σημασία της ταχύτητας: Όλες οι μεταρρυθμίσεις, ανεξαρτήτως δυσκολίας, πρέπει να γίνουν γρήγορα και ταυτοχρονα, είτε αφορούν ιδιωτικοποιήσεις, είτε τους θεσμούς, είτε την μακροοικονομική σταθερότητα. Όπως τονίζει ο Leszek Balcerowicz “μία στρατηγική με ρίσκο είναι καλύτερη από μία απέλπιδα προσπάθεια”.
Μετά τις πρώτες μεταρρυθμίσεις, το κυρίαρχο οικονομικό πρόβλημα είναι η προσοδοθηρία: Οι χώρες του σοβιετικού μπλοκ είχαν σαφώς μεγαλύτερο πρόβλημα διαφθοράς και προσοδοθηρίας από ό,τι η Ελλάδα σήμερα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τα διαπλεκόμενα συμφέροντα δεν θα αντιδράσουν στη χώρα μας μανιωδώς μόλις οι μεταρρυθμίσεις αγγίξουν τα συμφέροντά τους. Η επόμενη κυβέρνηση οφείλει λοιπόν να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα της προσοδοθηρίας, καθώς και να έχει σοβαρό πλάνο αντιμετώπισης των αντιδράσεων που θα προκύψουν.
Αν την σύντομη περίοδο χάριτος της νέας κυβέρνησης τη διαδεχθεί μεταρρυθμιστική κόπωση και επιβράδυνση, η προσοδοθηρία θα επικρατήσει: Όταν το μεταρρυθμιστικό έργο είναι τόσο μεγάλο και δύσκολο, δεν υπάρχει η δυνατότητα ανάπαυσης. Όπως σημειώνει ο Mart Laar “η αναμονή σημαίνει αποτυχία”.
Το βαθύ κράτος μεταρρυθμίζεται δυσκολότερα απ' ό,τι οι δημόσιες επιχειρήσεις: Η απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας απαιτεί την απεμπλοκή του κράτους από μία σειρά δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκεται εδώ και δεκαετίες. Η μεταρρύθμιση του σκληρού πυρήνα του κράτους χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο από ό,τι χρειάζονται για παράδειγμα οι κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν απλά να ιδιωτικοποιηθούν.
Η κύρια μεταρρυθμιστική δύναμη πρέπει να είναι εγχώρια: Η ελληνική εμπειρία των μνημονίων καταδεικνύει πέραν αμφιβολίας ότι χωρίς ιδιοκτησία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, η επιτυχία του είναι μάλλον απίθανη. Όσο καλούς τεχνοκράτες και να έχει το ΔΝΤ, η ΕΕ, ή η ΕΚΤ, αν η ελληνική κυβέρνηση δεν αναλάβει την πρωτοβουλία κινήσεων, το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα δεν πρόκειται να επιτύχει.
Αρκετά από αυτά τα μεταρρυθμιστικά μαθήματα καταγράφονται στο σημαντικό βιβλίο των Simeon Djankov και Andres Aslund, με τίτλο Η Μεγάλη Αναγέννηση (The Great Rebirth). Στο βιβλίο αυτό οι σημαντικότεροι μεταρρυθμιστές από 9 πρώην σοβιετικές χώρες, όπως ο τ. Πρωθυπουργός της Εσθονίας Mart Laar και ο Πολωνός τ. υπ. Οικονομικών Leszeck Balcerowicz, παραθέτουν τα κυριότερα διδάγματα της μεταβατικής εμπειρίας που εξήγαγαν ως οι άνθρωποι που κλήθηκαν να εφαρμόσουν απαραίτητες και ορισμένες φορές αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις. Ιστορικά οι πολιτικοί αυτοί σε μεγάλο βαθμό δικαιώθηκαν, οι χώρες τους προόδευσαν και οι πολίτες τους βίωσαν τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων που πέρασαν. Καλό θα είναι λοιπόν να τους ακούσουμε και εμείς.