Ένα μέσο συριζαϊκό troll -από τότε που η λέξη «troll», εκεί, γύρω στο 2011, μπήκε στην καθομιλουμένη και έγινε θεσμικός παράγοντας της εγχώριας μικροπολιτικής σκηνής- έχει να απαντήσει σε ένα βασικό, υπαρξιακού τύπου παράδοξο: Πώς γίνεται την ίδια στιγμή που μοιράζει αφειδώς ευχές για καρκίνους σε όσους δεν εγκρίνει τις απόψεις τους, να αγωνιά, με γνήσιο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, για την πλημμελή λειτουργία των αντικαρκινικών κέντρων και τις ελλείψεις σε σχετικά φάρμακα.
Όμως η «αδιαβροχοποίηση» απέναντι σε τέτοιες λογικές ανακολουθίες, μάλλον αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα κάποιου που αποφασίζει ότι θα περάσει την ενήλικη ζωή του πληκτρολογώντας την κομματική γραμμή στα social media. Και στο κάτω κάτω η ιδεολογία είναι πάνω από τη λογική. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν γίνεται, δηλαδή, τη μια μέρα να κατηγορείς (με απόλυτη βεβαιότητα, μάλιστα) την κυβέρνηση ότι κρύβει νεκρούς από τον κορονοϊό για να ενισχύσει την εικόνα ενός success story και λίγες ημέρες μετά (με την ίδια ακριβώς βεβαιότητα) να κατηγορείς τον Σωτήρη Τσιόδρα ότι συμπεριλαμβάνει στους νεκρούς του κορονοϊού και νεκρούς από άλλα αίτια, για να αυξήσει τεχνητά τον αριθμό των θυμάτων.
Προφανώς για να επιβάλλει με μεγαλύτερη ευκολία τα μέτρα περιορισμού των ατομικών ελευθεριών, μέσω του τρόμου που θα προκληθεί. Ειδικά όταν στο μεταξύ έχεις προσπαθήσει λυσσαλέα να αποδομήσεις τον Τσιόδρα (αγαπημένος στόχος των τελευταίων μηνών), με βασικό επιχείρημα ότι επειδή βοηθάει την κυβέρνηση, παύει να είναι επιστήμονας και μετατρέπεται σε «πολιτικό τσιράκι». Άρα είναι σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τα συμφέροντά της.
Προφανώς είναι η ίδια «λογική» που έκανε τη γραμμή «θυσιάζουν την υγεία για την Οικονομία, γιατί ο φιλελευθερισμός βάζει τα νούμερα πάνω από τους ανθρώπους» να αλλάξει σε «το lockdown καταστρέφει την Οικονομία». Και δεν είναι καθόλου απίθανο στο επόμενο στάδιο να αμφισβητηθεί ακόμα και το ίδιο το lockdown ως υπεύθυνο για την ύφεση, σε μια γραμμή του τύπου «η κυβέρνηση επικαλείται τον κορονοϊό, για να κρύψει την ανικανότητά της».
Αυτή είναι βέβαια και μία από τις πραγματικές απολαύσεις του να είσαι troll. Να μπορείς να κατασκευάζεις έναν υπέροχο παράλληλο κόσμο, στα δικά σου μέτρα. Και να βομβαρδίζεις τους άλλους με τις εικόνες αυτού του φανταστικού κόσμου, σαν influencer σε ναρκισσιστική παραζάλη. Πραγματικά, όταν έχεις αποφασίσει ήδη στο προσωπικό σου σύμπαν ότι οι «κακοί» κλείνουν νοσοκομεία γιατί δεν τους ενδιαφέρει η δημόσια υγεία, πόσο δύσκολο είναι να υιοθετήσεις την πληροφορία ότι οι αδίστακτοι και κυνικοί νεοφιλελεύθεροι έκλεισαν την Καρδιοχειρουργική μονάδα του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία», όταν αυτή ανακαινίζεται και τα περιστατικά προωθούνται δωρεάν στο Ωνάσειο;
Βέβαια, όταν το αφήγημά σου είναι ότι ο κόσμος χωρίζεται σε αδίστακτους και κυνικούς «Γιάγκους Δράκους» και σε όλους τους άλλους που είναι θύματά τους και ζητούν να τα υπερασπιστείς, είναι εύκολο να υιοθετήσεις την εκδοχή της πραγματικότητας που σε βολεύει (δηλαδή ότι οι Γιάγκοι Δράκοι «έκλεισαν την Καρδιοχειρουργική μονάδα), γιατί επιβεβαιώνει αυτό ακριβώς το αφήγημα. Και αν δεν είναι έτσι, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Ε, από εκεί και πέρα, με δεδομένη και την εξοικείωση που έχει αποκτηθεί λόγω εμπειρίας στην εχθροπάθεια με τη λέξη «ψόφα», δεν είναι δύσκολο να εμφανιστεί στο Facebook μια χαιρέκακη ανάρτηση όπου θα μιλάει για τον θάνατο του παιδιού του Άδωνι Γεωργιάδη, επειδή το «Αγία Σοφία» είναι κλειστό. Είπαμε, είναι γλυκιά η παραίσθηση της «παράλληλης πραγματικότητας. Και πολλές φορές ο χρήστης μπερδεύει τις επιθυμίες του με την αλήθεια.
Όπως ακριβώς έκανε και η Μυρσίνη Βουνάτσου, όταν θέριευε το κίνημα των «θα λογαριαστούμε» επί κορονοϊού. Και εκείνη, σαφώς εξοικειωμένη με την εργαλειοποίηση του θανάτου -από κάπου πρέπει να πάθει και το καημένο το troll-, περίμενε με αγωνία να ισοφαρίσουν οι νεκροί από τον ιό με τους νεκρούς στο Μάτι για να έρθει ο αγώνας, που διεξάγεται αποκλειστικά μέσα στο μυαλό της, στα ίσα. Δηλαδή, σχεδόν ευχόταν να πεθάνουν καμιά πενηνταριά ακόμα, ώστε να ζητήσει ευθύνες από την κυβέρνηση.
Πάλι καλά που δεν ευχήθηκε να πραγματοποιήσει ο πρωθυπουργός και κάποια fake σύσκεψη στο Συντονιστικό, όπου θα αποκρύπτει εντελώς τα θύματα για να επέλθει η απόλυτη ισοπαλία. Απαραίτητη διευκρίνηση: Επισήμως, ο ΣΥΡΙΖΑ καταδίκασε την ανάρτηση αυτή του στελέχους της Τοπικής Οργάνωσης Μυτιλήνης. Αλλά η λογική του «κλειστού, παράλληλου σύμπαντος», που έχει εμποτίσει τη σκέψη, είναι εμφανής.
Οι τεχνοκρατικές «τρολίτ» (κατά το «ελίτ»)
Βέβαια, από τις μέρες της «επαναστατικής παραζάλης», όταν έγιναν οι πρώτες στρατολογήσεις τουϊτεράδων στο Σύνταγμα των «Αγανακτισμένων», τότε που η επικοινωνία γινόταν «αμεσοδημοκρατικά» (μετάφραση: με άμεση συνεννόηση), μέχρι τις ένδοξες ημέρες της «μετακλητής μακαριότητας», όπου η γραμμή για το ποια θέματα θα έπρεπε να σχολιαστούν δινόταν μέσω ενός «non paper» από τα κεντρικά της Κουμουνδούρου και στη συνέχεια από τη «μαγική χώρα» του Θανάση Καρτερού στο Μαξίμου, κύλισε πολύς «ψόφος» στο αυλάκι.
Ηγετικές μορφές του «ψηφιακού λιντσαρίσματος» αντιπάλων αποσύρθηκαν, διαφώνησαν ή απλώς «κόπηκαν».
Οι περισσότεροι όμως διορίστηκαν, ως μετακλητοί. Δημιουργώντας έναν συντεταγμένο «στρατό» του πληκτρολογίου. Με στρατηγικό σχέδιο και θέσεις μάχης. Ένας στρατός, που καμία σχέση δεν είχε με εκείνους τους «άτακτους» που είχαν εμφανιστεί το 2012, μετά τις εκλογές της 6ης Απριλίου, σε ρεπορτάζ του protagon.gr, ως «ομάδα ψηφιακών μέσων του ΣΥΡΙΖΑ». Οπου σε ένα δωμάτιο γεμάτο τύπους με βερμούδες και υπό την καθοδήγηση του Γιώργου Κυρίτση, μιλούσαν στη Λίνα Παπαδάκη για τα trolls που μπαίνουν στους λογαριασμούς τους και κάνουν επιθέσεις.
Είναι άγνωστο πόσοι από αυτούς άντεξαν τις εσωτερικές διαμάχες, τις εκκαθαρίσεις ή τις κρίσεις συνείδησης λόγω της «μνημονιακής στροφής» του κόμματος. Ισως οι πιο κυνικοί και πραγματιστές από αυτούς. Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι τον Οκτώβριο του 2016, η Ολγα Γεροβασίλη αποχαιρετούσε με συγκίνηση «συνεργάτη» της (και γνωστό ψευδώνυμο troll) που είχε φύγει από τη ζωή. Ομολογώντας, χωρίς προσχήματα, την οργανική μισθολογική σχέση του κόμματος με τους «αυθόρμητους» υποστηρικτές της κυβέρνησης μέσω των κοινωνικών δικτύων (που είναι ελεύθερα, δεν ελέγχονται από την εξουσία όπως τα άλλα, τα συστημικά κ.ο.κ…).
Οπως είναι αναμενόμενο, μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, οι περισσότεροι από αυτούς έχασαν την εξασφάλιση που τους παρεχόταν στα υπουργικά γραφεία. Ο «άγιος προστάτης τους», ο Νίκος Παππάς, έπεσε σε δυσμένεια. Ισως κάποιοι να έχασαν την πίστη τους στη δύναμη που μπορεί να έχει ένα troll ως προς το πόσο αποτελεσματικά μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα. Και η αλήθεια είναι ότι παρά τις λυσσαλέες μάχες που δόθηκαν προεκλογικά, το εκλογικό Βατερλό ήρθε να επιβεβαιώσει τις υποψίες: η μεταξωτή προπαγάνδα θέλει και επιδέξιους προπαγανδιστές. Δηλαδή, εκτός από τον φανατισμό και τον αγώνα για την επανάκτηση της θέσης μετακλητού, χρειάζεται και εξυπνάδα. Αλλιώς, η προπαγάνδα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Οπως άλλωστε απέδειξε και η περίπτωση Καψώχα - Ακριβοπούλου. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι κανένας με στοιχειώδη νοητική συγκρότηση ώστε να κάνει κανονική, χειρουργική προπαγάνδα, δεν γίνεται troll. Αναγκαστικά, λοιπόν, οι φάλαγγες του πληκτρολογίου (που εδώ και χρόνια έχουν καταφέρει να μετατρέψουν τα social media και ειδικά το Τwitter σε πεδία τοξικών λασπομαχιών, απαξιώνοντάς τα μέρα με τη μέρα), είναι επιρρεπείς στις γκάφες. Και όσο πιο αγχωμένοι (λόγω απώλειας εξουσίας) είναι τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος. Αλλά και τόσο μεγαλύτερος ο φανατισμός, καθώς πρόκειται πλέον για μάχη επιβίωσης.
Τα πρώτα «φιλικά» και το «Τσιόδρας League»
Η αλήθεια είναι ότι οι πρώτοι μήνες μετά τις εκλογές κύλησαν κάπως χλιαρά, από πλευράς τρολο-μαχητικότητας. Ίσως έφταιγε και η εσωστρέφεια του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, που προσπαθούσε σαν ζαλισμένο κοτόπουλο να ξεπεράσει τις εμμονές που αποδείχθηκαν ατελέσφορες προεκλογικά. Πάντως οι φάλαγγες του πληκτρολογίου, που προέβλεπαν την απόλυτη καταστροφή της χώρας και τη «φτωχοποίηση» του πληθυσμού σε περίπτωση που δεν κρατούσε πια ο Αλέκος Φλαμπουράρης και ο Παύλος Πολάκης τα ηνία, έμειναν χωρίς αντικείμενο. Σε στάση αναμονής. Με λίγα αστεία για τα μπάνια του πρωθυπουργού και πού και πού με καμιά νοσταλγική έμπνευση από το παρελθόν, που προσπαθούσε να πείσει ακόμα ότι όποιος δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ και όποιος δεν κλαίει γοερά για την απώλεια της εξουσίας, είναι στην πραγματικότητα ακροδεξιός.
Η αναζήτηση νέου αφηγήματος άφησε τα trolls εκτεθειμένα, να αναπαράγουν αστεία Σεφερλικού τύπου. Και δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς γι’ αυτό. Στο κάτω κάτω καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Αλλά ο μεγαλύτερος εχθρός της παραπολιτικής είναι η πολιτική. Και η πολιτική είναι ο καλύτερος τρόπος να αφοπλιστεί η παραπολιτική.
Οταν δηλαδή υπάρχει ο Κυριάκος Πιερρακάκης, πρέπει να είναι κάποιος σε κατάσταση προχωρημένης μέθης από τσίπουρα για να γράψει πόσο νοσταλγεί τις ημέρες και τα έργα του Νίκου Παππά. Όσο για κάποιες απόπειρες να επανασυσταθεί το κίνημα των «τα παιδάκια λιποθυμούν» (έπειτα από 4,5 χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπου ήταν ακμαία), πνίγηκαν μέσα σε γενικευμένη απαξία.
Ούτε καν οι εκκενώσεις των καταλήψεων -που θεωρητικά προσφέρονταν για δημιουργία ενός κοινού αντιπολιτευτικού καυσίμου στην τρολομηχα- δεν μπόρεσαν να την κινητοποιήσουν. Ίσως να έφταιγαν οι κωμικοτραγικές εικόνες με τους καταληψίες που πετούσαν από τα μπαλκόνια το σύνολο της οικοσκευής στους αστυνομικούς. Ίσως να μη βοήθησε και η έλλειψη νεκρού (όχι από αυτούς τύπου Μarfin, από τους άλλους, τους καλούς, τους εκμεταλλεύσιμους), που πολλοί σχεδόν εύχονταν.
Και μετά ήρθε ο κορονοϊός. Και η ανάρτηση της Ρένας Δούρου με το περίφημο «μετά θα λογαριαστούμε», που φάνηκε να εμπνέει ένα νέο αντάρτικο και μαζί με τα γνωστά στελέχη (Κυρίτσης, Πολάκης, Τόσκας κ.ά.) που συντάχθηκαν από κάτω του δημιούργησε και το πρώτο hashtag με κάποια απήχηση στα social media. Το timing όμως ήταν λάθος επικοινωνιακά. Λίγο ότι το ύφος είχε αρχίσει να θυμίζει το αλήστου μνήμης χρυσαυγίτικο «Ερχόμαστε», λίγο η κουτσαβάκικος τρόπος που εκφερόταν και δημιουργούσε αντανακλαστικά απέχθεια εν μέσω κορονοϊού, λίγο ο υπερβάλλων ζήλος του Σωτήρη Καψώχα που θέλησε να το μετατρέψει σε γηπεδικού τύπου «γενετήσια πράξη», η δυναμική του γρήγορα εκφυλίστηκε.
Όμως η αρχή είχε γίνει. Ο «στρατός» είχε κάνει το «ζέσταμά» του. Και επειδή το αξίωμα «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» είναι για τα trolls ό,τι η συκοφαντική δυσφήμηση για τον Παύλο Πολάκη (δηλαδή, κάτι σαν οξυγόνο), το σύστημα εν μέσω πρωτόγνωρων καταστάσεων lockdown και κρίσης στον Έβρο ξαναπήρε μπροστά.
Ήταν η εποχή που κατά κάποιους «εκκενώνονταν οι Καστανιές». Που ακροδεξιοί παρακρατικοί εμπόδιζαν τις «μωρομάνες» να περάσουν στο ελληνικό έδαφος. Που η κυβέρνηση επιτέλους έδειχνε το πραγματικό της πρόσωπο (προφανώς εμποδίζοντας τους μετέπειτα ενοικιαστές του Παπαδημούλη να φτάσουν στα σπίτια του). Η γραμμή περί καταπάτησης των δικαιωμάτων των προσφύγων από την ελληνική κυβέρνηση ανέστησε πολλά από τα παροπλισμένα trolls, εκεί, το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου. Ήταν τα πρώτα φιλικά πριν από το πρωτάθλημα. Δηλαδή πριν εμφανιστούν οι πραγματικοί αντίπαλοι, ονόματι Σωτήρης Τσιόδρας και Νίκος Χαρδαλιάς.
Το «πυρ κατά βούληση» κατά του «εθνικού λοιμωξιολόγου» έδωσε πραγματικά λόγο ύπαρξης στους παραγνωρισμένους επιστήμονες του Τwitter. Και είναι λογικό. Όταν το προσωπικό σου «παλμαρέ» συνοψίζεται στο «αναμεταδότης γραμμής Καρτερού» είναι προφανές ότι θα πάρεις προσωπικά το βιογραφικό του Σωτήρη Τσιόδρα. Και με την αμέριστη συμπαράσταση των ψεκασμένων του τύπου «όλα είναι συνωμοσία, όλοι είναι άνθρωποι του Σόρος» (εντάξει, το αίμα νερό δεν γίνεται…) ξεκινάς τον αγώνα της αποδόμησης.
Τα tweets για το γεγονός ότι ψέλνει και για τον αριθμό των παιδιών του αρχίζουν να μετατρέπονται σε fake news για τις σχέσεις του με τις εταιρείες που παράγουν μάσκες (λόγω της αλλαγής στάσης μετά το τέλος του lockdown). Μια παλιά φωτογραφία του δίπλα στον Δημήτρη Αβραμόπουλο, όταν εκείνος ήταν υπουργός Υγείας, σχεδόν τον ενέπλεξε με την παραγγελία των εμβολίων κατά του SARS. Ο υπολογισμός του για τον αριθμό των θυμάτων σε περίπτωση που δεν επιβαλλόταν καραντίνα τον έκανε πράκτορα του Μπιλ Γκέιτς.
Και το λάθος του με το ποίημα του Ελύτη στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Τύπου, τον έκανε αναξιόπιστο. Μαζί με τον Νίκο Χαρδαλιά (και το «ύφος» του) έγιναν η συγκολλητική ουσία των συριζοτρόλ το περασμένο δίμηνο. Ο αντίπαλος (μαζί με τα ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης) που δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος για να αναπτυχθεί ξανά ο φανατισμός και τα fake news.
Οι κυρίες Λουκά, ξανά στις οθόνες μας
Εξάλλου, εκείνο που χρειάζεται ένα troll για να ανθίσει, είναι το δράμα και η αγανάκτηση. Σε τέτοιες συνθήκες γεννήθηκαν και αυτές αποζητούν. Με αρκετό λίπασμα από ειδήσεις του τύπου «το πρόγραμμα Συν-Εργασία μειώνει τους μισθούς», «διέρρευσαν προσωπικά στοιχεία μαθητών - να τα ολέθρια αποτελέσματα της τηλεκπαίδευσης» ή «ξεπουλάνε σε ιδιώτες το 80% του νερού». Ναι, πρόκειται για fake news. Και, ναι, πολλές φορές τα trolls δεν ξέρουν καν τι αναμεταδίδουν.
Όπως επίσης πολύ συχνά, αν έχεις διαβάσει ένα, είναι σαν να τα έχεις διαβάσει όλα, γιατί οι αναρτήσεις τους είναι πανομοιότυπες, αφού δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τις παραλλάξουν σε σχέση με το πώς τους έρχονται από τα κεντρικά. Και, τέλος, είναι ξεκάθαρο ότι η επιδραστικότητά τους είναι σαφώς περιορισμένη σε σχέση με το παρελθόν. Αλλά δεν παύουν να αποτελούν πάντα πηγή θορύβου. Σαν να φωνάζουν πολλές κυρίες Λουκά μαζί…
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 6ης Ιουνίου