Σε αυτή τη νέα Ευρώπη που γεννιέται, με άνοδο του λαϊκισμού παντού, όπως συμβαίνει στη Γερμανία, η στάση απέναντι σε μια τυχόν νέα ελληνική περιπέτεια θα είναι πολύ πιο σκληρή απ'' ότι το 2015. Στην εκτίμηση αυτή προχωρά μέσω του Liberal.gr, ο Μιχάλης Γκλεζάκος, καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, σχολιάζοντας τον αντίκτυπο που θα έχει για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη απέναντι στη παραπαίουσα ελληνική οικονομία η αποδυνάμωση της καγκελαρίου Μέρκελ και η άνοδος της Ακροδεξιάς.
«Ας μην ξεχνάμε ότι σε δύσκολους καιρούς για την Ελλάδα, η καγκελάριος είχε λειτουργήσει αρκετές φόρες υποστηρικτικά. Τώρα, λόγω της ενίσχυσης της ακροδεξιάς στη Γερμανία, δυσκολεύουν τα πράγματα για την Ελλάδα. Ειδικότερα, για να περιορίσει το πολίτικο κόστος η Μερκελ, θα αναγκαστεί να γίνει σκληρότερη σε ζητήματα που μας αφορούν και μας "καίνε"», τονίζει με νόημα ο κ. Γκλεζάκος.
Βλέπει ο λαϊκισμός να κερδίζει συνεχώς έδαφος και στην Ελλάδα, ότι δεν αλλάζει η εικόνα της έλλειψης επενδυτικής εμπιστοσύνης αφού δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, ούτε συνέπεια στις δεσμεύσεις μας, με φυσιολογικό επακόλουθο να συνεχιστεί το brain drain καθώς δεν μπορεί να προσδοκούμε ανάπτυξη βασιζόμενοι κατά κύριο λόγο στο τουρισμό και τη κατάρρευση του κόστους εργασίας. Είναι σαν να υιοθετούμε τώρα, το μοντέλο που εγκατέλειψε χρόνια πριν η Κίνα, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Tι μπορεί να σημαίνει για την Ελλάδα η εξαγγελία Μέρκελ ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφια για την ηγεσία του CDU, καθώς και ότι αυτή θα είναι η τελευταία της θητεία στην καγκελαρία;
Σημαίνει καταρχήν ότι σε συνδυασμό και με τα τελευταία δυσμενή για τον κυβερνητικό συνασπισμό αποτελέσματα σε Βαυαρία και Έσση, η Μέρκελ αποδυναμώνεται, γεγονός που αναπόφευκτα θα επηρεάσει τις εξελίξεις τόσο στην Ευρώπη όσο και ενόψει μιας ενδεχόμενης νέας ελληνικής κρίσης. Ας μην ξεχνάμε ότι σε δύσκολους καιρούς για την Ελλάδα, η καγκελάριος είχε λειτουργήσει αρκετές φόρες υποστηρικτικά. Τώρα, λόγω της ενίσχυσης της ακροδεξιάς στη Γερμανία, δυσκολεύουν τα πράγματα για την Ελλάδα.
Ειδικότερα, για να περιορίσει το πολίτικο κόστος η Μέρκελ, θα αναγκαστεί να γίνει σκληρότερη σε ζητήματα που μας αφορούν και μας "καίνε". Σε αυτή λοιπόν τη νέα Ευρώπη που γεννιέται, με άνοδο του λαϊκισμού και του εθνικισμού, όπως στη Γερμανία, η στάση των Ευρωπαίων απέναντι σε μια ενδεχόμενη νέα ελληνική περιπέτεια θα είναι πιο σκληρή απ'' ότι το 2015.
- Αν και ουδείς αμφισβητεί τη σημασία του θέματος, εντούτοις όλο το πολιτικό κεφάλαιο της ελληνικής κυβέρνησης δείχνει να εστιάζεται στη διάσωση των συντάξεων από τις περικοπές. Στα υπόλοιπα μέτωπα δεν παρατηρείτε μια αδράνεια;
Η περικοπή των συντάξεων αποτελεί ένα πολύ σημαντικό θέμα για την ελληνική κοινωνία, η οποία ασφυκτιά μετά από οκτώ χρόνια κρίσης, κατά την διάρκεια των οποίων έγινε πρωτοφανής συρρίκνωση των εισοδημάτων της. Όμως, δεν πρέπει να εξαντλούνται οι προσπάθειες της κυβέρνησης σε αυτό το θέμα και να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.
Η μη περικοπή των συντάξεων, αν δεν συνοδεύεται με βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας, θα είναι προσωρινή γιατί η οικονομία μας δεν θα μπορεί να στηρίξει το σημερινό επίπεδο συντάξεων. Με άλλα λόγια, αν συνεχίσουμε τη σημερινή τακτική, να δίνουμε δηλαδή έμφαση στην επικοινωνία και να αδρανούμε στα κρίσιμα θέματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη, θα ακολουθήσουν όχι μία αλλά πολλές περικοπές.
- Είναι βιώσιμη μια ανάπτυξη που συνεχίζεται να βασίζεται μόνο στον τουρισμό και την κατάρρευση του κόστους εργασίας;
Στη διάρκεια της κρίσης, ο τουρισμός μας κράτησε όρθιους. Ευνοηθήκαμε βέβαια από το γεγονός ότι η Συρία βγήκε εκτός τουριστικής αγοράς και οι άλλες χώρες που βρίσκονται γύρω από αυτή θεωρήθηκαν λιγότερο ασφαλείς. Έτσι, για 2-3 χρόνια η ροή τουριστών στη χώρα μας αυξήθηκε έντονα και μας δόθηκε η ευκαιρία να δείξουμε ότι αξίζουμε να καθιερωθούμε ως ένας σημαντικός τουριστικός προορισμός. Όμως, δεν μπορούμε να προσδοκούμε ουσιαστική βελτίωση της ζωής μας, βασιζόμενοι κατά κύριο λόγο στον τουρισμό, πολύ απλά γιατί η προστιθέμενη αξία στον τομέα αυτό είναι μικρή και ακόμη γιατί οι υποδομές μας δεν αντέχουν σημαντική περαιτέρω διεύρυνση της τουριστικής δραστηριότητας.
Ο άλλος παράγοντας που επηρέασε θετικά την οικονομική δραστηριότητα ήταν η κατάρρευση του κόστους εργασίας, που έφτασε σε πολλές περιπτώσεις στο 50% του προ κρίσης κόστους. Έτσι, τόσο οι τουριστικές επιχειρήσεις όσο και οι εξαγωγικές παραγωγικές μονάδες μπόρεσαν να πουλήσουν φθηνότερα.
Όμως, αυτή η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας από την πλευρά του κόστους εργασίας, αποτελεί πύρρειο νίκη. Δηλαδή, μπορούμε και πουλάμε γιατί παίρνουμε μικρότερο μερίδιο από τη συμμετοχή μας στην παραγωγική διαδικασία. Ακόμη και η Κίνα που στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης της βάσισε τις εξαγωγές της στα μεροκάματα του ενός δολαρίου, σήμερα πληρώνει όλο και μεγαλύτερα μεροκάματα και στηρίζει την ανάπτυξη της όλο και περισσότερο στην τεχνολογία και κατ επέκταση στην υψηλή προστιθέμενη αξία. Εμείς θα υιοθετήσουμε τώρα το μοντέλο που ακόμη και η Κίνα εγκατέλειψε;
- Δύο μήνες μετά την έξοδο από το μνημόνιο και θα περίμενε κανείς από την Ελλάδα να έχει παρουσιάσει ένα σχέδιο για την από εδώ και πέρα πορεία της (πχ μέσα από τη μείωση των φόρων), ώστε να αποκατασταθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη. Σχετικό σχόλιο έκανε και ο Γ.Ντάισελμπλουμ κατά την παρουσίαση του βιβλίου του. Βλέπετε εσείς τέτοιο σχέδιο;
Η επενδυτική εμπιστοσύνη κερδίζεται δύσκολα και χάνεται εύκολα. Πρέπει να δείξεις ότι έχεις συγκεκριμένους (και μάλιστα ρεαλιστικούς) στόχους και αποτελεσματικό πρόγραμμα για να τους πετύχεις, σταθερό θεσμικό πλαίσιο και προπάντων συνέπεια στις δεσμεύσεις σου.
Βλέπετε να υπάρχει κάποιο σχέδιο προς αυτή τη κατεύθυνση; Εγώ όχι. Γι αυτό δεν έρχονται άμεσες επενδύσεις (δηλαδή παραγωγικές επενδύσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας). Το 2017 προσελκύσαμε 2 δισ. ευρώ από αυτή την κατηγορία επενδύσεων (κάπου 1% του ΑΕΠ / η Κύπρος 10%), ενώ χρειαζόμαστε κατά μέσο όρο 20 δισ ευρώ κάθε χρόνο μέχρι το 2022 για να «πολεμήσουμε» την αποεπενδυση και την τεχνολογική υστέρηση της οικονομίας μας.
Θα μου πείτε ότι ίσως αλλάξει αυτή η εικόνα. Εγώ δεν βλέπω να αλλάζει. Γιατί, για να αποφασίσει κάποιος να πραγματοποιήσει μια άμεση επένδυση στη χώρα μας, θα πρέπει να μπορεί να εκτιμήσει τα πιθανά αποτελέσματα της σε βάθος εικοσαετίας.
Πως θα το καταφέρει όμως αυτό όταν οι παράμετροι του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος αλλάζουν διαρκώς, όταν δεν υπάρχει μια μακροπρόθεσμη οικονομικής πολιτική, όταν οι επιβαρύνσεις από φόρους, εισφορές κλπ (που είναι από τις υψηλότερες στις χώρες του ΟΟΣΑ) αλλάζουν κάθε φορά που αλλάζουν οι δημοσιονομικές ανάγκες, όταν η γραφειοκρατία εξακολουθεί να έχει υψηλό κόστος σε χρήμα και χρόνο κ.ο.κ;
- Στους δύο αυτούς μήνες πάρα πολλά καμπανάκια για την ανταγωνιστικότητα, την οικονομική ελευθερία, τη διαφθορά δείχνουν ότι η θέση της Ελλάδας επιδεινώνεται, άρα η απόσταση από τους βαλκάνιους μας γείτονες μεγαλώνει. Βλέπετε κάποιο ισχυρό λόγο για να σταματήσει το brain drain;
Η χώρα μας, δυστυχώς, εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ χαμηλά στις διεθνείς κατατάξεις που αφορούν την ανταγωνιστικότητα, την οικονομική ελευθερία, την ενσωμάτωση της τεχνολογίας στην παραγωγή, της παραγωγικότητας της εργασίας κλπ.
Στις περισσότερες κατατάξεις είμαστε κάτω από τις βαλκανικές χώρες (π.χ. κάτω από Βουλγαρία και Ρουμανία στην ανταγωνιστικότητα, βλ.Global Competitiveness Report 2018-2019), οι οποίες αν και ξεκίνησαν μόλις τη δεκαετία του 1990 να λειτουργούν σε καπιταλιστικό περιβάλλον, τα καταφέρνουν πολύ καλά και καλύπτουν σταθερά την απόσταση τους από εμάς. Το κακό είναι ότι δεν κάνουμε αυτά που χρειάζονται για να βρούμε το βηματισμό μας και να κρατηθούμε σε ένα επίπεδο που θα μας επιτρέπει να παίξουμε σημαντικό ρόλο (και να αποκομίσουμε αντίστοιχα οφέλη) στη βαλκανική οικονομία.
Όσον αφορά το brain drain, η δική μου εκτίμηση είναι ότι θα συνεχισθεί, πολύ απλά γιατί οι ικανοί νέοι μας μπορούν να στηρίξουν την μακροπρόθεσμη επαγγελματική τους προοπτική σε άλλες χώρες πολύ καλύτερα απ ότι στη δική μας. Μόνο αν φτιάξουμε ένα σταθερό, ρεαλιστικό και αποτελεσματικό μακροπρόθεσμο πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης θα αντιστραφεί αυτή η ροή, η οποία στερεί από την οικονομία μας εκατοντάδες χιλιάδες ικανά στελέχη που θα μπορούσαν να την βοηθήσουν να προσαρμοσθεί στο ιδιαίτερα απαιτητικό και έντονα ανταγωνιστικό σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον. Τέλος, η διαφθορά παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα που σε κάθε περίπτωση εμποδίζει τη ομαλή λειτουργία της οικονομίας μας.
- Αν λοιπόν σας ζητούσα μια πρόβλεψη ποια θα ήταν; Πιστεύετε ότι κάποια στιγμή θα αφυπνιστούμε ώστε να κερδίσουμε εκ νέου την εμπιστοσύνη των επενδυτών ή μήπως επιλέξουμε την εύκολη λύση να ανέβουμε ξανά στο άρμα του λαϊκισμού, όπως οι γείτονές μας Ιταλοί;
Ας ξεκινήσουμε από μια απλή και αυτονόητη διαπίστωση. Για να γίνει ανταγωνιστική η οικονομία μας, χρειαζόμαστε άμεσες επενδύσεις πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων στα επόμενα μόλις χρόνια.
Τις χρειαζόμαστε πρώτον για να αντιμετωπισθεί η τεχνολογική υστέρηση της οικονομίας μας, αφού έχουν να γίνουν ουσιαστικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού κάπου 10 χρόνια. Τις χρειαζόμαστε επίσης για να στραφούμε σε οικονομικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Για να έχουμε ελπίδα να το πετύχουμε, πρέπει να σοβαρευτούμε, να βάλουμε το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό, να ασχοληθούμε με την ουσία, να επιδιώξουμε ευρεία πολιτική συναίνεση πάνω σε ένα σχέδιο εκσυγχρονισμού της οικονομίας, να αψηφήσουμε το πολιτικό κόστος.
Δεν βλέπω να υπάρχει πιθανότητα για μια τέτοια ριζική στροφή. Ο λαϊκισμός φαίνεται να κερδίζει έδαφος στη χώρα μας, όπως άλλωστε και σε ολόκληρο τον κόσμο. Όσο ο λαϊκισμός θα ανεβαίνει, τόσο οι ευχέρειες ανασυγκρότησης και ενδυνάμωσης της οικονομίας μας θα περιορίζονται, γιατί τα κόμματα που θα κυβερνούν θα αναγκάζονται να αποκλίνουν από την ουσία των πραγμάτων για να τον αναχαιτίσουν με τα δικά του όπλα. Επίσης, η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη, θα περιορίσει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που εμείς την έχουμε ανάγκη σε αυτή τη δύσκολη φάση της ιστορίας μας.
- Τελικά μήπως έχουν δίκιο όσοι προβλέπουν ότι αργά ή γρήγορα η Ελλάδα θα αναγκασθεί να οδηγηθεί σε ένα 4ο μνημόνιο; Εάν όμως τα πράγματα φτάσουν ως εκεί, και σε μια Ευρώπη όπου ο λαϊκισμός κερδίζει συνεχώς έδαφος, οι πρόθυμες να βοηθήσουν χώρες στην Ε.Ε. δεν θα είναι πολύ λιγότερες;
Όπως είπαμε και πιο πάνω, η οικονομία μας δεν έχει μπει ακόμη στο σωστό δρόμο. Η ανάπτυξη του 2018 και των επόμενων 1-2 ετών δεν είναι το αποτέλεσμα μιας δομικής αλλαγής και μιας μελετημένης ανασυγκρότησης, αλλά οφείλεται κυρίως στον τουρισμό και στη δραματική μείωση της αμοιβής της εργασίας, γι αυτό δεν μπορεί να μας πάει μακριά.
Με αυτά τα δεδομένα και με την προοπτική επιδείνωσης του εξωτερικού περιβάλλοντος (εμπορικός πόλεμος, Ιταλία, αναπτυσσόμενες χώρες κλπ), ο δανεισμός μας από τις αγορές θα είναι δύσκολος και ταυτόχρονα ακριβός. Όσο θα χειροτερεύει το εξωτερικό περιβάλλον και όσο θα αποφεύγουμε να υποστούμε το πολιτικό κόστος ανασυγκρότησης την οικονομία μας, τόσο δυσκολότερη θα γίνεται η χρηματοδότηση του ιδιωτικού και του Δημόσιου και τόσο πιο κοντά θα έρχεται το αδιέξοδο.
Ας ελπίσουμε ότι θα πατήσουμε το φρένο πριν χρειαστεί να προσφύγουμε και πάλι στους δανειστές μας, γιατί ήδη είμαστε φορτωμένοι με περιορισμούς, ελέγχους και βάρη μέχρι το 2060, πόσα ακόμη να αντέξουμε ; Άσε που ο λαϊκισμός και τα νέα δεδομένα της Ε.Ε. είναι πιθανό να μην επιτρέπουν νέα προγράμματα διάσωσης.