Του Σπύρου Ζενεμπίση*
Κατά την προηγούμενη χρονιά η τουρκική οικονομία πέρασε μια περίοδο σημαντικής νομισματικής αστάθειας με σαφή χαρακτηριστικά κρίσης. Παρά τους εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης που κατεγράφησαν στο τέλος του 2018 της τάξης του 7,4%, η οικονομία της χώρας άρχισε να πιέζεται την άνοιξη εκείνης της χρονιάς από την σταδιακή αρχικά απώλεια αξίας του εθνικού νομίσματος. Η αξία της τουρκικής λίρας ξεκίνησε να υποχωρεί σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο, ενώ το καλοκαίρι η διαδικασία αυτή έλαβε τα χαρακτηριστικά ανεξέλεγκτης διολίσθησης δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στον τουρκικό ιδιωτικό και τραπεζικό και τραπεζικό τομέα, οι οποίοι έπρεπε να εξυπηρετήσουν εξωτερικό τους χρέος σε πολύ «σκληρότερο» πλέον ξένο νόμισμα.
Η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, προκειμένου να προσπαθήσει τουλάχιστον να εκπέμψει το μήνυμα πως είναι διατεθειμένη να δράσει υπέρ της νομισματικής σταθερότητας, αλλά και υπέρ του θεσμοθετημένου αντιπληθωριστικού ρόλου της, ανέβασε δύο φορές τα επιτόκια. Παρά την αρχική οριακή επιτυχία της πράξης αυτής, οι επιλογές του Προέδρου Ερντογάν σε ρητορικό και θεσμικό επίπεδο συνέβαλαν στην περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης, η απόλυτη φάση της οποίας εκδηλώθηκε κατά τα μέσα Αυγούστου.
Από το Σεπτέμβριο της προηγούμενης χρονιάς η κρίση ξεκίνησε να περνά σε μία καινούρια φάση. Ειδικά μετά τις 13/9 και την σημαντική αύξηση των επιτοκίων της Κεντρικής Τράπεζας στο 24%, η λίρα ξεκίνησε να ανακτά την αξία της και η ισοτιμία δολαρίου/λίρας σταθεροποιήθηκε από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι και σήμερα μεσοσταθμικά γύρω στο 5,3. H ισοτιμία αυτή, παρά το γεγονός ότι είναι σημαντικά βελτιωμένη από τις ακραίες τιμές που έλαβε κατά το μήνα Αύγουστο, παραμένει προβληματική για τον τουρκικό ιδιωτικό τομέα.
Ο Ερντογάν και τότε ακόμη αντιτάχθηκε σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον στην άνοδο των επιτοκίων. Τις μέρες που η Τράπεζα ετοιμαζόταν να προβεί στην περιοριστική νομισματική της κίνηση, ο Ερντογάν επέμενε δυναμικά στην προτίμησή του σε πολιτικές φθηνού χρήματος αποκαλώντας δημόσια τα υψηλά επιτόκια «…εργαλείο εκμετάλλευσης» και συνόδεψε τη δράση της Τράπεζας με μια κατ' ουσίαν απειλή προς τις νομισματικές αρχές, ότι «αυτή είναι η τελευταία τους ευκαιρία» να διαχειριστούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο τη νομισματική πολιτική της χώρας, για να αντιμετωπιστεί η αστάθεια.
Παρά το γεγονός όμως ότι ο Πρόεδρος πλέον έχει και θεσμικά πολύ μεγαλύτερη δύναμη να παρέμβει για τη μείωσή των επιτοκίων, δεν το έπραξε και δεν το έχει πράξει και μέχρι και τις 16/01/19, οπότε και συντελέστηκε η πιο πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας. Τα επιτόκια παραμένουν στο 24%, γεγονός που σηματοδοτεί μάλλον την αποδοχή από τον Ερντογάν της χρήσης της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, όχι μόνο για τη συγκράτηση δυνητικής διολίσθησης της αξίας του νομίσματος, αν αυτός προβεί εκ νέου σε νομισματικές επεκτάσεις, αλλά και για την αντιμετώπιση των σοβαρών πληθωριστικών πιέσεων που δέχεται η τουρκική οικονομία.
Ο μεγάλος και με ακραία μεταβλητότητα πληθωρισμός είναι μαζί μα την προβληματική εξωτερική ανισορροπία της χώρας τα πιο χαρακτηριστικά προβλήματα της οικονομικής ιστορίας της Τουρκίας. Από το καλοκαίρι ο πληθωρισμός άρχισε να ανεβαίνει σταθερά, γεγονός που έκανε την επίδραση της κρίσης ακόμη πιο αισθητή στα πιο φτωχά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας. Χαρακτηριστικό του πώς βιώνουν οι οικονομικά πιο αδύναμες τάξεις της Τουρκίας τη νομισματική αστάθεια είναι, ότι οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές ανελαστικών ειδών πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα, ξεπερνά κατά πολύ την μέση τιμή του συνολικού δείκτη τιμών καταναλωτή της οικονομίας.
Ο πληθωρισμός έλαβε την ανώτερη τιμή του κατά το μήνα Οκτώβριο, οπότε και ξεπέρασε το 24%, αλλά έκτοτε βαίνει σταδιακά οριακά μειούμενος μέχρι και τον Ιανουάριο του '19. Αυτό δείχνει ότι οι περιοριστικές πολιτικές της Κεντρικής Τράπεζας έχουν κάποια αποτελέσματα. Η σταθεροποίηση όμως του πληθωρισμού (αν δεν πέσει περαιτέρω σύντομα χωρίς νέο νομισματικό περιορισμό) στο πολύ υψηλό 20% (περίπου), είναι προβληματική για την τουρκική οικονομία ειδικά για τους οικονομικά πιο ευάλωτους Τούρκους. Επίσης, η σταθεροποίηση αυτή δεν συντελείται χωρίς κόστος, καθώς οι νομισματικοί περιορισμοί δρουν συσταλτικά στο συνολικό παραγόμενο προϊόν της οικονομίας, οι ρυθμοί μεγέθυνσης του οποίου έχουν βρεθεί ήδη από τα μέσα του προηγούμενου έτος σε καθοδική πορεία.
Αυτή τη στιγμή η τουρκική οικονομία έχει επέλθει σε μία φάση στασιμότητας, αν όχι μικρής ύφεσης. To γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις δημιουργούν ένα νέο πρόβλημα, παρά τη σταθεροποίηση της αξίας του νομίσματος. Η δυσκολία της κατάστασης έγκειται στο γεγονός, ότι τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι νομισματικές αρχές, δεν μπορούν να προσπαθήσουν να ανατρέψουν την υφεσιακή δυναμική της οικονομίας, χωρίς να διακινδυνεύσουν ταυτόχρονα νέα διολίσθηση της αξίας του νομίσματος και αύξηση του πληθωρισμού. Αντιστρόφως, δεν είναι ούτε σε θέση να προβούν σε νομισματικούς περιορισμούς, για να μειώσουν περαιτέρω τον πληθωρισμό, χωρίς να συμβάλουν στην υφεσιακή δυναμική της τουρκικής οικονομίας.
Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση και σε επίπεδο επιπτώσεων για τους πολίτες, αλλά και σε διαχειριστικό επίπεδο για την ηγεσία, ο Ερντογάν φαίνεται να έχει επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθεί. Παρά την εγνωσμένη προτίμησή του στα χαμηλά, ει δυνατόν μηδενικά επιτόκια, ο Πρόεδρος δείχνει δια των πράξεων του καθ' όλη την περίοδο αποκλιμάκωσης της κρίσης, ή μάλλον δια της απουσίας αυτών, ότι έχει επιλέξει την αντιπληθωριστική οδό σε αυτό το κατ' ουσίαν «στασιμοπληθωριστικό σταυροδρόμι».
Καταληκτικά μπορούμε να διαπιστώσουμε, ότι παρά τη σαφή σταθεροποίηση, τα οικονομικά προβλήματα της γειτονικής χώρας έχουν περάσει σε μία καινούρια φάση. Οι κίνδυνοι νέας νομισματικής αστάθειας ελλοχεύουν ακόμη, αλλά εξαρτώνται από τη διάθεση του Ερντογάν να παρέμβει ή όχι στις αντιπληθωριστικές επιλογές της Κεντρικής του Τράπεζας. Κάτι τέτοιο είναι σε θέση να το πράξει πολύ περισσότερο σήμερα απ' ότι στο παρελθόν, αφού ελέγχει πλήρως, μετά την επανεκλογή του το καλοκαίρι του 2018, τη σύνθεση της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι μάλλον απίθανο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να αποκλειστεί τελείως, δεδομένου του απρόβλεπτου χαρακτήρα του Προέδρου συνδυασμένου με τη σημαντική συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπό του.
Το σοβαρότατο πρόβλημα που παραμένει, όμως, ουσιαστικά ανέγγιχτο μέχρι στιγμής και μπορεί να έχει αποσταθεροποιητικές επιδράσεις στο μέλλον, είναι το πεισματικό έλλειμμα στο λογαριασμό τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Ας μην ξεχνάμε ,ότι εξαιτίας της ιστορικής εξωτερικής της ανισορροπίας, η χώρα έχει οδηγηθεί συνολικά 16 φορές από το 1961 στο να αναζητήσει τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
*Ο κ. Σπύρος Ζενεμπίσης είναι διεθνολόγος και ερευνητής του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.