Του Παναγιώτη Καρκατσούλη*
Η παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στην εξέλιξη της διερεύνησης της υπόθεσης των πυρκαγιών στο Μάτι αποτελεί ένα νομικό και διοικητικό curiosum. Ζητά από την τακτική δικαιοσύνη να σταματήσει την έρευνά της, προκειμένου να λάβει υπόψη της το πόρισμα μιας διοικητικής αρχής με την οποία έχουν βίους παράλληλους.
Στις τρεις δεκαετίες που υπηρετώ το δημόσιο, από διαφορετικές θέσεις, δεν έχω ακούσει, άλλη φορά, να σταματά η ποινική-αστική διερεύνηση μιας υπόθεσης προκειμένου να ολοκληρωθεί η διοικητική εξέταση παρατυπιών και παραλείψεων. Το αντίθετο, ναι, έχει συμβεί πολλές φορές. Ο κανόνας, δηλαδή, είναι να αργούν τα ποινικά δικαστήρια και οι διαδικασίες των αποζημιώσεων να είναι χρονοβόρες αλλά το διοικητικό τμήμα μιας έρευνας να τελειώνει γρηγορότερα.
Κατά το παρελθόν, μάλιστα, ήταν τέτοια η καθυστέρηση που ο διοικητικά ελεγχόμενος δημόσιος υπάλληλος μπορούσε να βρίσκεται σε αργομισθία, επί πολλά χρόνια, αναμένοντας μια οριστική απόφαση δικαστηρίου.
Πέραν αυτών, ο διοικητικός έλεγχος του Σώματος Επιθεωρητών καθώς και όλων των των διοικητικών σωμάτων ελέγχου τα, οποία, έχουν, ευδοκίμως, φθάσει τα 95, περιορίζεται σ' έναν και μοναδικό έλεγχο, εκείνον της νομιμότητας. Ελέγχεται, μ' άλλα λόγια, η συμμόρφωση της διοικήσεως στις επιταγές των ρυθμίσεων του υπαλληλικού κώδικα και των ειδικών διατάξεων που διέπουν την λειτουργία της υπηρεσίας και τίποτα άλλο, πέραν αυτού. Σημειώστε ότι για την τήρηση της νομιμότητας είναι επιφορτισμένος ό ίδιος ο δημόσιος υπάλληλος, οι προϊστάμενοί του, οι νομικοί παραστάτες της υπηρεσίας, οι σύμβουλοι των υπουργών και, προφανώς, η ίδια η πολιτική ηγεσία.
Μπορεί, συνεπώς, βασίμως, να αναρωτηθεί κανείς γιατί χρειαζόμαστε τόσους πολλούς ελέγχους για το ίδιο πράγμα. Και μπορεί επίσης να διερωτάται γιατί, παρά τους τόσους ελέγχους έχουμε τόσο μεγάλο αριθμό παραβατικότητας, διαφθοράς και άτυπων διαδικασιών.
Οι απαντήσεις είναι απλές: Ενώ έχουμε πολλαπλούς ελέγχους νομιμότητας, έχουμε ταυτόχρονα, πολυνομία και ρυθμιστική πλημμυρίδα. Έχουμε, πολλούς συμβολικούς και κακούς νόμους που παράγουν αντί να θεραπεύουν προβλήματα.
Ακόμη κι αν κάποιος θέλει να υπηρετήσει τη νομιμότητα, η προσπάθειά του θα είναι σισύφεια. Μόλις ψηφίζεται μια διάταξη, ακολουθεί μια άλλη που την «τροποποιεί». Μπορούμε να κυνηγάμε στο διηνεκές τους παραβάτες, τους οποίους όταν και εάν τους πιάσουμε, καταλήγουν, συνήθως, με κάποιο μικρό πρόστιμο ή ατιμώρητοι (βλ. νόμος Παρασκευόπουλου).
Ενώ, όμως, όσον αφορά τη νομιμότητα διυλίζουμε τον κώνωπα, ως προς την οικονομικότητα ή την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα της διοίκησης, καταπίνουμε την κάμηλο. Ουδείς ασχολείται με πρακτικές και με παραλείψεις που σκοτώνουν την οικονομία και τον ανταγωνισμό, επιβάλλουν ισοπεδωτικές-οπαδικές συμπεριφορές στο εσωτερικό (δημόσιων και ιδιωτικών) οργανώσεων και στερούν από το πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο την χαρά και το όραμα μιας αξιοπρεπούς ζωής.
Εν κατακλείδι: H αστοχία της Εισαγγελέως Α.Π. δεν συγχωρείται, αφ' ης η συγκεκριμένη δικαστική λειτουργός είναι υπότροπος (βλ. υπόθεση Γεωργίου). Μάλιστα, η εμπλοκή της Γενικής Επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης αποτελεί διπλό σφάλμα: Όχι μόνο επειδή η έρευνά της υπερκαλύπτεται από την εξελίξει έρευνα των ποινικών ευθυνών, η επειδή δηλώνει, απροκάλυπτα, την κομματική της προτίμηση στο κυβερνών κόμμα. Κυρίως, επειδή η έρευνά της ακόμη κι αν γινόταν με πρόσφορο τρόπο σε τίποτα δεν θα μπορούσε να βοηθήσει την τάλαινα δημόσια διοίκηση να γίνει καλύτερη.
* Ο κ. Παναγιώτη Καρκατσούλης είναι στέλεχος στο Κίνημα Αλλαγής"