Το κλίμα παροχολογίας που συντηρείται τις τελευταίες εβδομάδες από την κυβέρνηση, απειλεί τις μεταρρυθμίσεις και υπονομεύει την οικονομία, και γι'' αυτό το λόγο τα μηνύματα από Βερολίνο και ΔΝΤ είναι τόσο ξεκάθαρα, λέει στο Liberal.gr, o Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και εξηγεί ότι αμφότεροι οι δανειστές βλέπουν ισχυρές ενδείξεις ότι επειδή η χώρα μπαίνει σε προεκλογική περίοδο, η ελληνική κυβέρνηση κινείται προς μια κατεύθυνση αφενός να αποκλίνει από δεσμεύσεις που έχει αναλάβει (περικοπή συντάξεων), αφετέρου να ικανοποιήσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (αύξηση κατώτατου μισθού, επέκταση συμβάσεων), υπονομεύοντας όμως την προοπτική της οικονομικής ανάκαμψης.
Ενα ακριβώς μήνα πριν την έξοδο από το 3ο Μνημόνιο, ο πρώην επικεφαλής στο Σώμα Οικονομικών Εμπειρογνωμώνων του υπ. Οικονομικών, βλέπει μια οικονομία δίχως δυναμική, αντίστοιχη με εκείνη που είχαν οι χώρες που βρέθηκαν στη θέση της Ελλάδας, ενώ μιλά για τους κινδύνους που εγκυμονεί η σημερινή συγκυρία (αύξηση κόστους χρήματος), και τη χρυσή ευκαιρία του 2015 που χάσαμε όταν το διεθνές περιβάλλον ήταν εξαιρετικά ευνοϊκό.
Ο ίδιος ανέμενε μετά τη συμφωνία του Eurogroup για το χρέος, μεγαλύτερη μείωση των αποδόσεων των μακροχρόνιων ελληνικών ομολόγων, και το αποδίδει, όπως και την μικρή ανταπόκριση των επενδυτών, στην έλλειψη εμπιστοσύνης, παρά τα πολλά υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία και το άφθονο και φθηνό πλέον εργατικό δυναμικό. «Από την άποψη αυτή, η ύπαρξη μιας ισχυρής κυβέρνησης με μεταρρυθμιστικό όραμα θα μπορούσε, πραγματικά, να φέρει επιτέλους την αλλαγή πορείας που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος μας», λέει χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Ένα μήνα πριν την έξοδο της Ελλάδας, και το ΔΝΤ απευθύνει προειδοποιήσεις στην κυβέρνηση ότι η ανατροπή των μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά (μισθοί, συμβάσεις, κλπ) θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Είναι το κλίμα παροχολογίας των τελευταίων εβδομάδων στην Ελλάδα που κάνει το Ταμείο να ανησυχεί;
Η ρίζα της ελληνικής κρίσης βρίσκεται στην πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000.
Η πτώση της ανταγωνιστικότητας οφειλόταν πρωτίστως στην εγκατάλειψη της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ιδίως μετά την αποτυχία της απόπειρας μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού στις αρχές της δεκαετίας.
Μετά από πολλές προσπάθειες στα χρόνια των Μνημονίων, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας δείχνει να έχει αποκατασταθεί. Το κλίμα παροχολογίας, που ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες και έχει κορυφωθεί τις τελευταίες εβδομάδες, εστιάζει στην ανατροπή πολλών από αυτές τις μεταρρυθμίσεις, με άμεση επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα. Νομίζω ότι, όντως, αυτός είναι ο λόγος που το ΔΝΤ απευθύνει τις προειδοποιήσεις του.
Σε αυτήν λοιπόν την τόσο κρίσιμη συγκυρία, δεν θα έπρεπε η δημόσια συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έχουν τόσο μεγάλη σημασία και για τις αγορές, αντί να δίνει τον τόνο η παροχολογία (μισθοί, συμβάσεις) και μια πλειοδοσία σε υποσχεσιολογία για ακύρωση των περικοπών στις συντάξεις;
Η χώρα, εκ των πραγμάτων, μπαίνει σε σύντομη ή παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Θα ήταν ιδιαιτέρως επιθυμητό στην παρούσα συγκυρία τα πολιτικά κόμματα να εξέθεταν με σαφήνεια τα σχέδιά τους για το αναπτυξιακό πρότυπο της οικονομίας στα επόμενα χρόνια.
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται σε ζητήματα που ναι μεν αφορούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αλλά μπορούν να υπονομεύσουν την προοπτική οικονομικής ανάκαμψης.
Η κυβέρνηση που ψήφισε αυτά τα μέτρα πριν λίγους μήνες, τώρα δηλώνει ότι θα προσπαθήσει να τα ακυρώσει, χωρίς να προσδιορίζει πως θα καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό που προκύπτει (με ποιους φόρους ή περικοπές δαπανών) ώστε να επιτευχθεί ο ιδιαίτερα φιλόδοξος στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Ταυτόχρονα, καμία συζήτηση δεν γίνεται για τις πιθανές επιπτώσεις από την προτεινόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού – η οποία, σημειωτέον, δεν ανταποκρίνεται σε αύξηση της παραγωγικότητας – στο ποσοστό ανεργίας.
Βλέπετε εν πάση περιπτώσει ένα μήνα πριν την έξοδο, η ελληνική οικονομία να αποπνέει τον δυναμισμό (επενδύσεις, οικονομικό κλίμα, τραπεζικό σύστημα, καταναλωτική εμπιστοσύνη, κλπ) που θα ταίριαζε σε μια χώρα που βγαίνει από τα μνημόνια έπειτα από τόσα χρόνια ύφεσης και κρίσης;
Αντίθετα με τις άλλες χώρες που εξήλθαν από Μνημόνια, όπου οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης υπερέβαιναν τις προβλέψεις διεθνών οργανισμών και διεθνών οίκων, στην περίπτωση της Ελλάδας βλέπουμε διαρκείς αναθεωρήσεις των προβλέψεων προς τα κάτω.
Αυτό οφείλεται σε σειρά παραγόντων.
Αντίθετα με τις άλλες χώρες που όταν έβγαιναν από τα Μνημόνια αντιμετώπιζαν μία ιδιαίτερα θετική οικονομική συγκυρία (σε όρους ρευστότητας, παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης, τιμών πρώτων υλών, κλπ), η Ελλάδα βγαίνει από τα Μνημόνια όταν οι θετικοί αυτοί όροι έχουν αρχίσει να αντιστρέφονται. Με άλλα λόγια, η χώρα μας έχασε τη χρυσή ευκαιρία το 2015 όταν η οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει και η διεθνής συγκυρία ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή.
Τα υπερβολικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα οποία έχει δεσμευτεί η χώρα μας για πολλά χρόνια αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη, εφόσον το αποτέλεσμα τους θα είναι η καθαρή μεταφορά κεφαλαίου στο εξωτερικό, μειώνοντας τους διαθέσιμους για επενδύσεις πόρους της οικονομίας.
Όμως, το κυριότερο ίσως πρόβλημα ακούει στη λέξη «εμπιστοσύνη»: Ενώ στη χώρα μας υπάρχουν πολλές επενδυτικές ευκαιρίες και ο συνδυασμός χαμηλής αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων και διαθεσιμότητας εργασίας σχετικά υψηλής εξειδίκευσης και σχετικά χαμηλού κόστους θα έπρεπε να αποτελεί μαγνήτη για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων οι οποίες, με τη σειρά τους, θα αποτελούσαν καταλύτη για πολλές θετικές εξελίξεις στο πεδίο της οικονομίας, εντούτοις οι επενδύσεις παραμένουν χαμηλές.
Ο κύριος λόγος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Από την άποψη αυτή, η ύπαρξη μιας ισχυρής κυβέρνησης με μεταρρυθμιστικό όραμα θα μπορούσε, πραγματικά, να φέρει επιτέλους την αλλαγή πορείας που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος μας.
Τι εικόνα αλήθεια σχηματίζουν αγορές και επενδυτές για την Ελλάδα; Τι στάση κρατούν; Το ρωτώ με δεδομένο και ότι η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ναι μεν έχει υποχωρήσει, ωστόσο παραμένει οριακά κάτω από το 4…
Τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που συμφωνήθηκαν στο τελευταίο Eurogroup προσφέρουν ανάσα μερικών ετών αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα του ελληνικού χρέους.
Κατά πάσα πιθανότητα, η στιγμή της κρίσης θα έρθει όχι το 2032, όπως ισχυρίζονται πολλοί, αλλά αρκετά χρόνια νωρίτερα, όταν το «παράθυρο» της ασφάλειας των Ελληνικών ομολόγων θα έχει μικρύνει πολύ.
Μόνο αν η χώρα έχει επιτύχει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης θα καταφέρουμε να αποφύγουμε νέα προβλήματα σε εκείνη την περίοδο. Πάντως, πρέπει να ομολογήσω ότι περίμενα μεγαλύτερη μείωση των αποδόσεων των μακροχρόνιων ελληνικών ομολόγων τις προηγούμενες ημέρες. Το ότι αυτό δεν συνέβη μπορεί να οφείλεται τόσο στην έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας όσο και σε συγκυριακούς παράγοντες που δεν ελέγχει η χώρα μας (π.χ. εξελίξεις στην Ιταλία).
Πως ερμηνεύετε το γεγονός ότι στην Ελλάδα συντηρείται μια συζήτηση για την ένταξη της χώρας στο QE και για τη διατήρηση της κατ' εξαίρεση αποδοχής των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρο για την παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες (waiver); Και τι σημαίνουν αυτές οι αποφάσεις;
Νομίζω ότι στην παρούσα συγκυρία το καλύτερο σενάριο για την ελληνική οικονομία θα ήταν η υιοθέτησης της λεγόμενης «προληπτικής γραμμής πίστωσης» με συμφωνία για συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, πτώση του κόστους κεφαλαίου για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αύξηση των επενδύσεων και υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Η κυβέρνηση επέλεξε το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» το οποίο στερεί από την οικονομία τα παραπάνω πλεονεκτήματα, παρότι οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και η επιτήρηση στην οποία έχει συμφωνήσει ουσιαστικά συνιστούν ένα τέταρτο Μνημόνιο. Ουσιαστικά, αυτό είναι και το νόημα των πρόσφατων δηλώσεων - υπενθυμίσεων της κας Μέρκελ, να σταματήσει η παροχολογία και υποσχεσιολογία για ακύρωση των μεταρρυθμίσεων. Όμως, για να είμαστε δίκαιοι, νομίζω ότι η «προληπτική γραμμή πίστωσης» πιθανόν να αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες έγκρισης σε συγκεκριμένα κοινοβούλια κρατών της ευρωζώνης.
Εντός του Ιουλίου αναμένεται η έκθεση του ΔΝΤ για το χρέος. Σύντομα επομένως η κουβέντα θα επανέλθει στη βιωσιμότητά του, επηρεάζοντας αντίστοιχα τις αποδόσεις των ομολόγων. Τι εκτιμάτε ότι θα λέει η έκθεση;
Κατά πάσα πιθανότητα η έκθεση θα αναφέρει ότι κατά τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη περίοδο το ελληνικό χρέος είναι εξυπηρετήσιμο αν οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν αποκλίνουν από τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Για τη μακροχρόνια περίοδο μάλλον θα αναφέρει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, αλλά με διπλωματική γλώσσα. Νομίζω ότι αυτά τα έχουν προεξοφλήσει οι αγορές και δεν αναμένω σημαντικές αναταράξεις (θετικές ή αρνητικές) ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης της έκθεσης.