Η πώληση της ΔΕΗ: Ποιος κοροϊδεύει ποιον;

Η πώληση της ΔΕΗ: Ποιος κοροϊδεύει ποιον;

Του Θοδωρή Γ. Ηλιόπουλου*

Η συζήτηση για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας έχει ανοίξει στην Ευρώπη ήδη από τη δεκαετία του 1990. Από τότε μέχρι σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει τρία νομοθετικά πακέτα, και πλέον βαδίζει αποφασιστικά στη διαμόρφωση μίας φιλικής προς το περιβάλλον και ανταγωνιστικής Ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, την Ενεργειακή Ένωση. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να λειτουργήσει και η ΔΕΗ.

Η ΔΕΗ ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο σε ποσοστό περίπου 51%. Το 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προέβλεψε τη μεταβίβαση μεριδίου 34% στο υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων, ενώ το υπόλοιπο 17% ανήκει ήδη στο ΤΑΙΠΕΔ. Μάλιστα, το 2016 οι κατά τα άλλα διαμαρτυρόμενοι κύριοι Σκουρλέτης, Σταθάκης, Τσακαλώτος και Χουλιαράκης υπέγραψαν το ΦΕΚ Β' 1472 για την πώληση του ως άνω μεριδίου.  Η ιδιωτικοποίηση δεν έχει γίνει ακόμη, το οποίο σημαίνει ότι η διοίκηση της ΔΕΗ και τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, θα πρέπει να εξακολουθούν να ενεργούν με προσοχή. Διότι όσο η ΔΕΗ παραμένει περιουσία του Δημοσίου, ενδεχόμενη παράνομη συμπεριφορά της είναι καταλογιστή στο Δημόσιο και έτσι έχει αρνητικές συνέπειες για τους φορολογουμένους και τους καταναλωτές. Ομοίως, μείωση της αξίας της ΔΕΗ λόγω κακοδιαχείρισης συνεπάγεται μείωση της περιουσίας του Δημοσίου, το οποίο έχει επίσης δυσμενείς συνέπειες για τους φορολογουμένους και τους καταναλωτές.

Ανεξαρτήτως της μετοχικής σύνθεσης, η λειτουργία της ΔΕΗ πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αυτό δεν είναι πολιτικό-οικονομική τοποθέτηση, αλλά νομική επιταγή, που προκύπτει από το δίκαιο ανταγωνισμού της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ και από το δίκαιο της Ένωσης για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.

Παρά ταύτα, η Ελλάδα έχει παραχωρήσει δικαιώματα οιονεί μονοπωλιακού χαρακτήρα υπέρ της ΔΕΗ. Συγκεκριμένα, η ΔΕΗ έχει αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης στο 90% των κοιτασμάτων λιγνίτη, δηλαδή σε κοιτάσματα 2 δισεκατομμυρίων τόνων, σε σύνολο περίπου 2,2 δισεκατομμυρίων τόνων που υπάρχουν στη χώρα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι το προνόμιο που έχει η ΔΕΗ στην αγορά του λιγνίτη οδηγεί σε καταχρηστική διατήρηση της μονοπωλιακής θέσης της και στην – κανονικά – απελευθερωμένη αγορά χονδρικής προμήθειας της ηλεκτρικής ενέργειας, όπου η ΔΕΗ έχει μερίδιο αγοράς περίπου 90%. Την κρίση αυτή της Επιτροπής επικύρωσε το 2016 το Δικαστήριο της ΕΕ με την απόφαση T-169/08 RENV. Η Ελλάδα πρέπει, λοιπόν, να λάβει μέτρα, ώστε να παύσει να υφίσταται η παράνομη αυτή κατάσταση.

Η αδράνεια της κυβέρνησης άφησε στους δανειστές την πρωτοβουλία. Αυτοί συνέδεσαν την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας με την αξιολόγηση, και ζήτησαν την πώληση λιγνιτικών, αλλά και υδροηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ, ώστε να περιοριστεί στο 50% το μερίδιο της στην πρωτογενή αγορά, δηλαδή την αγορά της προμήθειας του λιγνίτη και της υδροηλεκτρικής ενέργειας, και, εν συνεχεία, να περιοριστεί αντίστοιχα και το μερίδιό της ΔΕΗ στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Την εξυπνάδα να πωληθούν οι σταθμοί σε θυγατρική της ΔΕΗ ή σε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου φαίνεται πως εκτός από τον Υπουργό Ενέργειας τη σκέφτηκαν και οι δανειστές, και την απέκλεισαν ως ενδεχόμενο.

Εάν δε μειωθεί το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ είναι αβέβαιο το κλείσιμο της αξιολόγησης. Είναι, όμως, βέβαιο ότι θα επιβληθεί πρόστιμο από την ΕΕ στην Ελλάδα και ενδεχομένως και στη ΔΕΗ λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού. Υπενθυμίζεται ότι το Φεβρουάριο η Επιτροπή αιφνιδίως εκκίνησε ερευνά σε βάρος της ΔΕΗ για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της μέσω χειραγώγησης των τιμών.

Από όλα τα παραπάνω, οι αρμόδιοι Υπουργοί συμπεραίνουν ότι δεν πρέπει να μειωθεί η ισχύς της ΔΕΗ στην αγορά. Μάλιστα, ο κύριος Σκουρλέτης αποκάλυψε ότι είναι στημένος ο διαγωνισμός που θα διεξαχθεί – από την κυβέρνησή του – για την πώληση των ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών της ΔΕΗ και κατήγγειλε «συμφέροντα». Αφού γνωρίζει από συμφέροντα, θα έπρεπε να ερωτηθεί ποιών τα συμφέροντα εξυπηρετεί η διαφαινόμενη χειραγώγηση των τιμών; Μήπως η πολιτική του στάση τα υπηρετεί; Επίσης, γιατί πρέπει το Ελληνικό Δημόσιο να διατηρεί ρυπογόνους λιγνιτικούς σταθμούς, οι οποίοι λειτουργούν με υψηλό κόστος λόγω περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων και τελών; Γιατί να μην απαλλαγεί από το βάρος των λιγνιτικών σταθμών και να στραφεί στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές;

Επιπλέον, και κυριότερο, δεδομένου ότι, ως αρμόδιος Υπουργός, γνωρίζει ότι η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης και θα οδηγήσει σε επιβολή προστίμου σε βάρος της χώρας, σκοπεύει να προκαλέσει την επιβολή του προστίμου; 

Στο σημείο αυτό εισερχόμαστε στο πεδίο των ευθυνών, οι οποίες δεν είναι μόνο πολιτικές – περισσότερα προσεχώς, σε επόμενο άρθρο.

ΥΓ. Εννοείται ότι οι ίδιες ερωτήσεις απευθύνονται σε όλους τους αρμόδιους Υπουργούς, στα αρμόδια όργανα της Δημόσιας Διοίκησης, στη διοίκηση της ΔΕΗ, και, φυσικά, και στον πρωθυπουργό. Άλλωστε, όλους τους αφορά το θέμα της ευθύνης.

* Ο κ. Θοδωρής Γ. Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος LLM.