Του Δημοσθένη Αναγνωστόπουλου*
Αντιγράφω από την επίσημη ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου MIT: “Κάθε μέλος της κοινότητας του Πανεπιστημίου έχει την ευθύνη να αναφέρει οποιαδήποτε συμπεριφορά που χωρίς προκατάληψη πιστεύει ότι είναι ακατάλληλη για την ακαδημαϊκή δραστηριότητα. Συμβουλές και καθοδήγηση παρέχονται από το γραφείο του Αντιπρύτανη ή ανώτερα ακαδημαϊκά στελέχη”. Επιπρόσθετα, “οι φοιτητές ενθαρρύνονται να αναφέρουν τη σεξουαλική κακή συμπεριφορά που διαπράττεται εναντίον τους ή άλλων μελών της κοινότητας του Ιδρύματος. Οι φοιτητές έχουν πολλές επιλογές για την αναφορά του παραπτώματος και τη λήψη υποστήριξης, λαμβάνοντας υπόψη και τη φύση και σοβαρότητα του παραπτώματος...Για πληροφορίες σχετικά με την αναφορά και τις διαδικασίες παράβασης, μπορείτε να απευθυνθείτε στη κάτωθι υπηρεσία.”
Με αφορμή την πρόσφατη δημοσιοποίηση της καταγγελίας για χρηματισμό και σεξουαλική παρενόχληση στο ΤΕΙ Σερρών, αναρωτιέται κανείς ποιες είναι οι πρακτικές αποτροπής και αντιμετώπισης ανάλογων περιστατικών στη χώρα μας. Ένα ερώτημα εύλογο για τα ακαδημαϊκά Ιδρύματα και την Πολιτεία, που όμως δεν ετέθη ποτέ στο δημόσιο διάλογο. Τι είναι σκόπιμο δηλαδή να κάνει ένας φοιτητής ή οποιοδήποτε μέλος της Πανεπιστημιακής Κοινότητας αντιμετωπίσει ένα αντίστοιχο ζήτημα. Να μιλήσει με τον Πρόεδρο του Τμήματος, το φοιτητικό σύλλογο ή τον Πρύτανη; Να αποστείλει αναφορά σε κάποιο όργανο, επώνυμα ή ανώνυμα; Ποια η διαδικασία που ακολουθείται; Σε πόσα περιστατικά έχουν επιληφθεί τα Ιδρύματα και με ποια αποτελέσματα;
Όσο και αν φανεί απίστευτο, η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν έχει σαφή ιδέα για το τι πρέπει να πράξει, είτε πρόκειται για θύμα ανάρμοστης συμπεριφοράς, εκείνον που τυγχάνει να την αντιληφθεί ή τον αποδέκτη μιας καταγγελίας. Οι φοιτητές, ιδιαίτερα, νιώθουν ευάλωτοι και ανησυχούν για το αν θα υπάρξουν επιπτώσεις στην ακαδημαϊκή τους πορεία. Και τούτο καθώς διανύουν μια κρίσιμη περίοδο, κατά την μετάβαση τους από την ακαδημαϊκή μάθηση προς την ανοικτή κοινωνία, με κίνδυνο να σημαδευτούν από τραύματα για τα οποία δεν μεριμνήσαμε. Αποτρεπτικά αλλά και κατασταλτικά, αν ο μοι γένοιτο, προκύψουν. Τιμώντας βεβαίως το τεκμήριο της αθωότητας για τον οιονδήποτε.
Από τους κανονισμούς των ΑΕΙ της χώρας μας απουσιάζει πλήρως το πλαίσιο που αφορά στα σχετικά ζητήματα. Δεν παρέχεται συστηματική καταγραφή τους, με κατάλληλη ορολογία προκειμένου να είναι εύληπτα καθώς πολλοί αναρωτιούνται γύρω από αυτά, ομοίως των προβλεπόμενων ενεργειών, και δεν προσδιορίζονται τα κατάλληλα επιφορτισμένα όργανα για να αποταθεί κάθε ενδιαφερόμενος. Όσο και αν επίσης φανεί απίστευτο, δεν πραγματοποιείται καμία ενημέρωση των φοιτητών και του προσωπικού. Και είναι λυπηρό ότι δεν υφίσταται έως σήμερα καμία αντίδραση από την πλευρά της Πολιτείας, σε ότι αφορά στη θεσμική αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών. Ως να έχουμε εμποτιστεί από μια μόνιμη απάθεια και την αντίδραση της στιγμιαίας λύπης για ό,τι δεν μας αγγίζει άμεσα.
Η απάντηση, για μια ακόμα φορά, είναι να ακολουθήσουμε τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές που αφορούν στην εφαρμογή ενός κώδικα ηθικής (code of ethics) όπου περιγράφονται οι βασικές αρχές και πολιτικές, οι διαδικασίες και τα αρμόδια όργανα. Ενός σαφώς διατυπωμένου κειμένου που συνιστά κοινή δέσμευση όλων των μελών της Πανεπιστημιακής Κοινότητας για την τήρηση των ηθικών, επαγγελματικών και νομικών κανόνων για κάθε πτυχή της ακαδημαϊκής δραστηριότητας. Τέτοιοι κώδικες και πολιτικές είναι δημοσιοποιημένοι στις ιστοσελίδες γερμανικών, βρετανικών ή αμερικανικών Ιδρυμάτων. Ενδεικτικά και μόνο, το MIT προσφέρει μια εξαιρετικά αναλυτική αποτύπωση και ενημέρωση στην ιστοσελίδα του http://titleix.mit.edu/faculty/policies.
Είναι περιττό να αναφερθεί κανείς στη θετική επίδραση που έχουν στο ακαδημαϊκό περιβάλλον η εδραίωση του αισθήματος ασφάλειας και αλληλοσεβασμού. Η ανοχή και η ατιμωρησία, αντίθετα, συμβάλλουν στην αποδόμηση και την απαξίωση. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν ίσως σκόπιμο να είχε ασχοληθεί με αντίστοιχα ζητήματα παραβατικότητας η Επιτροπή Παρασκευόπουλου. Τέτοια φαινόμενα δεν μας τιμούν όχι μόνο επειδή συνέβησαν, αλλά διότι επιτρέψαμε, όλοι ως συνυπεύθυνοι, να διαιωνιστούν έως σήμερα. Γιατί έστω και αν είναι τόσο προφανές, έχουμε ολιγωρήσει και πρέπει να τολμήσουμε και σε αυτά τα ζητήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
*Καθηγητής και τ. Πρύτανης Χαροκοπείου Πανεπιστημίου