Του Παναγιώτη Δουδωνή*
Ίσως ένα από τα ηχηρότερα ψέματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως ανήλθε στην εξουσία ως φορέας τάχα κάποιας ιδεολογίας. Το «πρώτη φορά αριστερά» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια να δοθεί ιδεολογικό περιεχόμενο σε ένα κόμμα που συναπαρτιζόταν από κάθε λογής εκφραστές ενός πολιτικού και οικονομικού ανορθολογισμού, που έταζε τα πάντα στους πάντες και υποσχόταν την επαναφορά σε έναν χαμένο Παράδεισο δημοσιονομικής κυριαρχίας.
Εξίσου κατασκευασμένη ήταν και η κριτική στο πρόσωπο των αντιπάλων του: η «σοσιαλδημοκρατία εκτός βηματισμού της ιστορίας» (κατά τον Αλέξη Τσίπρα) και οι δήθεν «ακροδεξιές στροφές» κεντροδεξιών σχημάτων ήταν εξόφθαλμα ψεύδη, μέσω των οποίων αποπειράθηκαν να ενδύσουν με ιδεολογία τον χώρο τους τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας ως σημείο αναφοράς μια κατασκευασμένη ακρότητα, επικινδυνότητα ή και ακαταλληλότητα του πολιτικού τους αντιπάλου.
Η πραγματικότητα όμως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι επίμονη: μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση και ίσως σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα ζητήματα πολιτικής και κυβερνητικής δράσης στην Ευρώπη, λόγω και της ενοποιητικής προσπάθειας, η πολιτική αντιπαράθεση μεταφέρθηκε από τον χώρο των ιδεολογιών στο νέο δίπολο μεταξύ συστημικών και αντισυστημικών δυνάμεων. Τα αναδυόμενα αντισυστημικά κόμματα προσφέρουν υπεραπλουστευτικές λύσεις σε σύνθετα προβλήματα (και κατά τούτο είναι λαϊκίστικά), ενώ τονίζουν την εθνική υπερηφάνεια και την επανάκτηση μιας απόλυτης μορφής εθνικής κυριαρχίας (και κατά τούτο είναι εθνολαϊκιστικά).
Θα ήταν ουτοπικό να πιστεύουμε ότι ενώ η βασική πολιτική επιλογή στα περισσότερα κράτη-μέλη γίνεται μεταξύ συστημικής και αντισυστημικής ψήφου, ο δικομματισμός (όπου αυτός υπάρχει) θα εξακολουθούσε να κινείται μεταξύ μιας κεντροδεξιάς και μιας κεντροαριστερής επιλογής.
Για παράδειγμα, η απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας στο Ευρωκοινοβούλιο δεν είναι απλό αποτέλεσμα της καθίζησης των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών ή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Είναι αντίθετα απόρροια του γεγονότος πως η ψήφος των πολιτών σε κάθε κράτος-μέλος οργανώνεται, για όσο διαρκεί η παρούσα φάση, μεταξύ μιας συστημικής και μιας αντισυστημικής επιλογής. Εξίσου, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 ως και το 2015 δεν οφείλεται σε κάποιο όψιμο αριστερό όραμα των Ελλήνων ψηφοφόρων, αλλά είναι μάλλον η ελληνική έκφραση της αντισυστημικής ψήφου, ευθέως αντίστοιχη με φαινόμενα όπως η Μ.Λεπέν στη Γαλλία, ο Σαλβίνι στην Ιταλία ή ο μετασχηματισμός του Εργατικού Κόμματος από τον Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για αυτό δεν είναι και καθόλου ανεξήγητη η αρχική κυβερνητική συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο, παρά την παρουσία και άλλων προθύμων βουλευτών στο Κοινοβούλιο.
Η Ελλάδα, αφού έδειξε το δρόμο της ανόδου των αντισυστημικών στην εξουσία, μετά τις Ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής αλλά ενόψει και των επερχόμενων εθνικών εκλογών συνιστά ένα εργαστήριο πτώσης των εθνικολαϊκιστικών δυνάμεων, διδακτικό για όλη την Ευρώπη.
Πώς ηττώνται λοιπόν οι αντισυστημικοί; Το πρώτο βήμα είναι η σύγκρουση με την πραγματικότητα. Είναι πολύ εύκολο να υπόσχεσαι πράγματα που δε μπορείς να πραγματοποιήσεις, να αγνοείς τα δημοσιονομικά μεγέθη και τη διεθνή και ευρωπαϊκή πραγματικότητα και να ευαγγελίζεσαι την ευημερία. Όμως η εξουσία διαβαίνει αναγκαστικά τη στενωπό της πραγματικότητας και αυτό μπορεί να σε λαβώσει. Ακόμα όμως και έτσι, ίσως να μην οδηγηθείς αυτόματα στην κατάρρευση, όπως αποδεικνύει και η αντοχή των Brexiteers στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ακόμα πιο κρίσιμη παράμετρος είναι η σταδιακή μετατροπή των αντισυστημικών σχηματισμών στη χειρότερη μορφή συστημικών μορφωμάτων. Συμπτώματα μιας τέτοιας στροφής έχουν να κάνουν κατ' αρχήν με προσωπικές επιλογές των πολιτικών: ροπή προς την τρυφή, αλλαγή στάση ζωής, στενές σχέσεις με μερίδα του επιχειρηματικού κόσμου, ακκισμός από την επιδοκιμασία των ξένων σε θέματα τα οποία αφορούν τον στενό πυρήνα της άσκησης εθνικής πολιτικής.
Έπειτα, έρχεται ο ελιτισμός. Το παράδειγμα του ατυχούς ΣΥΡΙΖΑ είναι και εδώ εύγλωττο: χαρακτηρισμός ως ακροδεξιών του δημοσκοπικού 75% που διαφωνούσαν με τη συμφωνία των Πρεσπών, προσπάθεια να πεισθούμε πως τα δευτεροκλασάτα στελέχη άλλων κομμάτων που συναπάρτιζαν την «Προοδευτική Συμμαχία» ήταν οι σοφοί της κεντροαριστεράς. Τέλος, η ίδια η σοσιαλδημοκρατικοποίηση ήταν μια κακή ιδέα: οι πολίτες δεν τους ψήφισαν ως αριστερούς για να τους πείσουν δια της εξουσίας να εξορθολογιστούν ως κεντροαριστεροί. Τους ψήφισαν ως εθνολαϊκιστές, νομίζοντας πως είχαν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν όσα ανεδαφικά υπόσχονταν. Και αυτό σφράγισε τη μοίρα τους.
Το τελευταίο ενδιαφέρον στοιχείο που μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτό το ιδιότυπο εργαστήριο ανόδου και πτώσης των αντισυστημικών μορφωμάτων στο οποίο έχει μετατραπεί η χώρα, προέρχεται από τις Ευρωεκλογές. Η πολιτική δυναμική των εθνολαϊκιστών στηρίζεται εν πολλοίς στο ότι σχεδόν όλοι, εκκινώντας από εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά, κατόρθωσαν να παρουσιάζουν μια εικόνα συνεχούς ανόδου. Η ανοδική τους πορεία ανατροφοδοτούσε με άλλα λόγια την περαιτέρω άνοδό τους και από ένα σημείο και έπειτα τους οδήγησε να αναπτύσσουν μια αντισυνταγματική ρητορική για τους «πολλούς» απέναντι στους «λίγους». Η ανακοπή αυτής της ανοδικής πορείας, ιδίως με μια τόσο σημαντική ήττα όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ στις ελληνικές Ευρωεκλογές, αφήνει τους εθνολαϊκιστές χωρίς αφήγημα, αποδεικνύει την ιδεολογική τους γύμνια και τους στρέφει στην άρνηση της πραγματικότητας και την περιχαράκωση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας υιοθετήσει τις πιο ακραίες συστημικές συνήθειες, με έναν έκδηλο ψευδοελιτισμό και χωρίς το αφήγημα των πολλών, οδηγείται προς μια συντριπτική ήττα σε λιγότερο από ενάμιση μήνα. Είναι αυτονόητα μια ανακουφιστική εξέλιξη για την Ελλάδα. Τα διδάγματα όμως από την πτώση του μπορούν να αποδειχτούν εξαιρετικά χρήσιμα για την πτώση των εθνολαϊκιστών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, καθιστώντας τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019 στην Ελλάδα οδικό χάρτη μελλοντικών ευρωπαϊκών εξελίξεων.