Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή*
Η έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος συνοδεύθηκε από έντονη πολιτική αντιπαράθεση ως προς τη δέσμευση ή μη της Αναθεωρητικής Βουλής από τις κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής. Σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος, αφού η προτείνουσα Βουλή διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης και καθορίζει ειδικά τις διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν, η Αναθεωρητική Βουλή αποφασίζει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις.
Σε συμφωνία με τη διατύπωση του Συντάγματος, η κρατούσα διδασκαλία δέχεται ότι η Αναθεωρητική Βουλή μπορεί μεν να αναθεωρήσει μόνο διατάξεις που περιέχονται στην πρόταση της προτείνουσας Βουλής, δεν δεσμεύεται όμως από την τελευταία ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Παρόλα αυτά, με επίκληση της απόφασης 11/2003 του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η πρόταση αναθεώρησης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που συζητείται στη Βουλή προβάλλει την ανάγκη δεσμευτικού προσδιορισμού και του περιεχομένου των αναθεωρητέων άρθρων.
Κατόπιν τούτου, κρίνονται σκόπιμες οι ακόλουθες επισημάνσεις:
1. Πέραν πάσης αμφιβολίας είναι η δέσμευση της Αναθεωρητικής Βουλής ως προς το ποια άρθρα μπορεί να αναθεωρήσει: Δεν μπορεί να αποφασίσει την αναθεώρηση άρθρων που δεν συμπεριλαμβάνονται στη διαπίστωση της προτείνουσας, έχει όμως τη δυνατότητα να μην αποφασίσει τελικά την αναθεώρηση άρθρων που συμπεριλαμβάνονται σε αυτή την διαπίστωση.
2. Πέραν πάσης αμφιβολίας είναι επίσης η έλλειψη δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής από τη συγκεκριμένη διατύπωση που τυχόν προτείνει η προτείνουσα. Τυχόν αναγνώριση μιας τέτοιας δέσμευσης θα μετέφερε το κέντρο βάρους της συνταγματικά προβλεπόμενης διαδικασίας αναθεώρησης στην προτείνουσα από την Αναθεωρητική Βουλή, ενώ η τελευταία θα περιοριζόταν στο ρόλο μιας απλής συγκατανεύουσας Βουλής. Ωστόσο, κατά το Σύνταγμα, είναι η Αναθεωρητική Βουλή εκείνη που αποφασίζει για τις αναθεωρητέες διατάξεις. Η αντίθετη εκδοχή συνιστά ασυγχώρητη υποβάθμιση της σημασίας της λαϊκής εντολής που παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο σταδίων της αναθεωρητικής διαδικασίας.
3. Θα μπορούσε να θεωρηθεί, περαιτέρω, ότι το πνεύμα του Συντάγματος επιβάλλει την ευρύτερη δυνατή διατύπωση της διαπίστωσης της προτείνουσας Βουλής, ώστε η Αναθεωρητική Βουλή να έχει στη διάθεσή της ένα ευρύ πλαίσιο, για να ασκήσει, εντός αυτού, την αρμοδιότητά της. Συνταγματικά δεν αποκλείεται, εντός του πλαισίου αυτού, να υποστηρίζονται στην προτείνουσα Βουλή διαφορετικές εκδοχές ως προς την ενδεδειγμένη κατεύθυνση της αναθεώρησης. Δεν είναι δυνατή όμως η αναθεώρηση του Συντάγματος πέραν αυτού του πλαισίου. Για παράδειγμα, τυχόν πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 16, κατά το σκέλος που απαγορεύει την ίδρυση μη δημόσιων πανεπιστημίων, δεν επιτρέπεται να οδηγήσει τελικά σε αναθεώρηση των σκοπών της παιδείας που επίσης περιέχονται στην ίδια συνταγματική διάταξη, ούτε το αντίστροφο.
4. Σε κάθε περίπτωση, η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων προτείνουσας και Αναθεωρητικής Βουλής στηρίζεται αποκλειστικά στο Σύνταγμα. Η οριοθέτηση αυτή δεν μεταβάλλεται ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η προτείνουσα Βουλή ασκεί τις αρμοδιότητές της, διατυπώνοντας λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένα το προτεινόμενο περιεχόμενο της συνταγματικής αναθεώρησης. Η αντίθετη εκδοχή μειώνει ανεπίτρεπτα τη σημασία της λαϊκής εντολής ως κρίσιμης παραμέτρου της αναθεωρητικής διαδικασίας.
5. Το Σύνταγμά μας επιτάσσει το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Δεν δέχεται όμως την ύπαρξη αντισυνταγματικών συνταγματικών διατάξεων, ούτε υφίστανται οι δικονομικές δυνατότητες για την ενεργοποίηση ενός τέτοιου ελέγχου. Ακόμη και σε έννομες τάξεις, όπως η γερμανική, όπου αναγνωρίζεται η δυνατότητα δικαστικής ακύρωσης μιας συνταγματικής αναθεώρησης ως αντισυνταγματικής, η λύση αυτή αντιμετωπίζεται ως η έσχατη επιλογή που ενεργοποιείται σε περίπτωση κραυγαλέων συνταγματικών παραβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι επιμέρους δικαστικές αποφάσεις απομακρύνονται από τις θέσεις αυτές, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η οποιαδήποτε δέσμευση της Αναθεωρητικής Βουλής από τέτοιες νομολογιακές κρίσεις.
Είναι γεγονός ότι η έντονη πολιτική αντιπαράθεση συνήθως δεν επιτρέπει την ανάδειξη της συνταγματικής αναθεώρησης ως κρίσιμου διακυβεύματος των βουλευτικών εκλογών που παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο φάσεων της αναθεωρητικής διαδικασίας. Η πραγματικότητα όμως αυτή δεν είναι σε θέση να τροποποιήσει το περιεχόμενο των συνταγματικών κανόνων. Ο καθοριστικός ρόλος της Αναθεωρητικής Βουλής, ως παράγοντα της αναθεωρητικής διαδικασίας, αποτελεί συνέπεια της δημοκρατικής αρχής. Κατά συνέπεια, η ουσιαστική διασφάλιση του ρόλου αυτού οφείλει να αποτελεί το βασικό γνώμονα τόσο της επιστημονικής όσο και της πολιτικής συζήτησης.
*Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή